Από τα δύο δάνεια, που υποτίθεται ότι θα ενίσχυαν τον ιερό αγώνα για την ελευθερία, η επαναστατική Ελλάδα χρεώθηκε 2.800.000 λίρες, την περίοδο 1824-1825, και έβαλε στα ταμεία της 530.000 (!), που φυσικά κατασπαταλήθηκαν στους δύο εμφυλίους της περιόδου Νοεμβρίου 1823 – Φεβρουαρίου 1825, κάνοντας πλέον την εξάρτηση από την αγγλική πολιτική αφόρητη στο παρόν και το μέλλον.
Τον Απρίλιο του 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ανέλαβε η κυβέρνηση Ανδρ. Ζαΐμη, που βρήκε στο ταμείο μόνο 16 γρόσια!
Το Ταμείον είναι μείον
Ο επαναστατικός αγώνας για την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους βρισκόταν σε κρίσιμη φάση. Είναι προφανές πως άμεση ήταν η ανάγκη στρατιωτικού εξοπλισμού και κυρίως η ενίσχυση του στόλου. Χρειάστηκαν χρήματα που βεβαίως δεν υπήρχαν. Άρα, η μόνη λύση ήταν η δανειοδότηση. Έτσι και έγινε…
Στις 12 Απριλίου του 1823, στη Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (Κυνουρίας), αποφασίστηκε η σύναψη εξωτερικού δανείου καθώς μετά από ένα πρόχειρο προϋπολογισμό, δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας: το ταμείον ήταν μείον και παρά τη φορολογία, τους τελωνειακούς δασμούς, τις λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, τον εσωτερικό δανεισμό, και τις εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, τα έξοδα ήταν 38 εκατ. γρόσια και τα έσοδα μόλις 12 εκατ. γρόσια.
Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος
Στις 2 Ιουνίου 1823, το Εκτελεστικό εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Το ελληνικό παράδοξο βέβαια εμφανίστηκε ξανά με την επιτροπή να μην έχει χρήματα να ταξιδέψει, τα οποία κάλυψε εν τέλει με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, έφθασαν στο Λονδίνο και μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, εγκρίθηκε ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα. Το δάνειο αμέσως μειώθηκε αφού είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και αμέσως μετά αφαιρέθηκαν προμήθειες, χρεολύσια, η προκαταβολή των τόκων δύο ετών συνολικής αξίας 98.000 λιρών, με μόλις 298.000 λίρες να φτάνουν εν τέλει στην Ελλάδα.
Αποκαλυπτικός ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Η αγγελία της αλληλοδιαδόχου αφίξεως των δόσεων αυτού (του δανείου) ηύξανεν τον περί κατοχής της εξουσίας πόθον και ο πόθος ούτος απέληξε βαθμηδόν εις τον δεύτερον εμφύλιον πόλεμον».
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του στην εμφύλια διαμάχη
Παρά τους τοκογλυφικούς όρους του δανείου, τα συγκεκριμένα χρήματα θεωρούνται υπεραρκετά για να παράσχουν την απαιτούμενη ώθηση στα ελληνικά στρατεύματα στη μάχη εναντίον των Οθωμανών. Αντ’ αυτού, το ποσό των 298.000 στερλινών δαπανείται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον εμφύλιο μεταξύ Ελλήνων και… Ελλήνων.
Η κυριαρχούσα παράταξη των Μαυροκορδάτου — Κουντουριώτη επιλέγει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στην εξουσία, και να υπονομεύσει τη δυναμική των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, κάτι το οποίο οδηγεί στον α’ εμφύλιο πόλεμο της επαναστατικής περιόδου.
Βέβαια, σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις, διαδραματίζει και η Αγγλία, η οποία παρεμβαίνει συστηματικά υπέρ του αγγλόφιλου κόμματος και εναντίον των αντιφρονούντων (ρωσόφιλο κόμμα – Θ. Κολοκοτρώνης).
Το 2ο δάνειο
Σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο και έτσι στις 31 Ιουλίου του 1824 το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών κι ενώ η Επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο. Εγκρίθηκε το δεύτερο δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών και όπως και στο πρώτο δάνειο, το ποσό μειώνεται στις 816.000 λίρες, αφού το δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.
Το δάνειο αυτή τη φορά το διαχειρίστηκαν Άγγλοι τραπεζίτες, οι οποίοι απευθείας αφαίρεσαν 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία ελάχιστα ήρθαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών στην Νέα Υόρκη, από τις οποίες μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.
Τα δύο δάνεια, τα οποία χαιρετίστηκαν ως «σωτήρια» από το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, όχι μόνο δεν βοήθησαν ποτέ τον Ελληνικό Αγώνα, αλλά έφεραν πιο πολλές διαμάχες, ενώ έθεσαν επίσης τη χώρα σε τροχιά εξάρτησης από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», εξάρτηση η οποία κατά πολλούς συνεχίζεται μέχρι τώρα.
Σε γενικές γραμμές, η χρηματοδότηση της ελληνικής επανάστασης έγινε από τις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Ύδρα, όπως αυτό είχε αναγνωριστεί από τις εθνοσυνελεύσεις, από Έλληνες του εξωτερικού που στήριξαν χρηματικά την επανάσταση και φυσικά από τους ίδιους τους επαναστατημένους Έλληνες. Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης είναι τα λάφυρα από τις επιδρομές και τις μάχες. Οι επιδρομές του Οδυσσέα Ανδρούτσου σε καραβάνια εφοδίων των Οθωμανών εξασφάλισαν υλικά, τρόφιμα και όπλα και πολεμοφόδια για μια ολόκληρη πόλη.
Είναι δεδομένο ότι οι Σουλιώτες είχαν Ρωσική χρηματοδότηση για αγορά όπλων από την Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, καταναλώθηκε πλούτος και οικονομικές δομές που υπήρχαν καταστράφηκαν εξαιτίας του πολέμου. Επιπλέον, εμφανίστηκε το φαινόμενο της πειρατείας και ληστείας.
Τα… θετικά των δύο δανείων
Οι θετικές (τουλάχιστον) συνέπειες αυτών των δύο δανειακών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν επί της ουσίας την πρώτη de facto αναγνώριση της Ελλάδας ως εμπόλεμου κράτους και την ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων μ’ αυτά των μεγάλων αγγλικών τραπεζών, καθώς ενδεχόμενη κατάρρευση του ελληνικού μετώπου θα σηματοδοτούσε την απώλεια των χρημάτων τους.
Έναν αιώνα αργότερα η αποπληρωμή των δανείων
Αρκετά χρόνια αργότερα, και ειδικότερα το 1878, δίνεται η λύση, η οποία προβλέπει την αναχρηματοδότηση των δύο δανείων, μέσω της έκδοσης νέων ελληνικών ομολόγων. Τα νέα ομόλογα έχουν ως διάρκεια ωρίμανσης τα 30 έτη, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα «ξεμπερδεύει» με τα πρώτα δύο δάνεια της ιστορίας της, σχεδόν 100 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Να θυμίσουμε ότι μετά την πτώχευση του Τρικούπη, Ο Δηλιγιάννης, θα οδηγήσει τη χώρα, το 1897, στον ατιμωτικό πόλεμο κατά της Τουρκίας. Με την ήττα θα έλθει και ο ΔΟΕ (Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος) που θα εισπράττει για λογαριασμό των δανειστών τους φόρους των ειδών μονοπωλίου (αλάτι, σπίρτα, πετρέλαιο, παιγνιόχαρτα, τσιγαρόχαρτο και σμύριδα) και ακόμη τον φόρο του καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και τους δασμούς του τελωνείου Πειραιώς! Ο ΔΟΕ θα καταργηθεί ύστερα από 80 χρόνια, το 1978!
Πούνε τόσα μιλιούνια δάνεια;
Βρισκόμαστε λίγο πριν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Ο Μακρυγιάννης γεμίζει την κούπα του με κρασί και συζητάει με τον Μεσολογγίτη αγωνιστή Μήτρο Ντεληγιώργη:
«Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν διά την πατρίδα παράγωρα κι άφησαν χήρες γυναίκες κι αρφανά παιδιά· οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες – στανικώς τους πατούνε την τιμή τους· όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μη υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, είναι διά τη τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος!
Πούναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πούναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμανσπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα.
Ποιους θα επιστηρίξεις εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσεις; Πού το τζάκισες αυτο το χέρι; -Στο Μισολόγγι, μου λέει. -Πού το τζάκισα εγώ αυτό; -Στους Μύλους του Αναπλιού. -Διατί τα τζακίσαμεν; -Διά την λευτεριά της πατρίδος. –Πούναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη;»