«Νιώθω ότι κάποια στιγμή, παρόλο που τη μόδα τη λατρεύω, θα την εγκαταλείψω και θα αφοσιωθώ αποκλειστικά στο θέατρο. Εκεί πιστεύω ότι βρίσκεται η καρδιά μου» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή της η γνωστή designer Λουκία, η οποία έχει ταυτίσει το όνομά της με την υψηλή ραπτική στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Espresso και τον Δημήτρη Λυμπερόπουλο, πρόσφατα, στον χώρο της μόδας, αλλά και από το περιβάλλον της low profile σχεδιάστριας, διέρρευσαν φήμες ότι αναζητά αγοραστή για τον οίκο της, για να συνεχίσει με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος την ιστορία του ονόματός της, ώστε η ίδια να αφοσιωθεί στη θεατρική ενδυματολογία.
Η επαγγελματική ζωή της, κινηματογραφική, βγαλμένη μέσα από πατρόν και φουαγιέ θεάτρων. Με σπουδές σκηνογραφίας και ενδυματολογίας στο Λονδίνο, η Λουκία επιστρέφει στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και σχεδιάζει τα κοστούμια της αγαπημένης φίλης της Μελίνας Μερκούρη στην παράσταση «Το γλυκό πουλί της νιότης».
Η επιτυχία είναι μεγάλη, όπως και η επαγγελματική καταξίωση της Λουκίας, μεταφέροντας τη θεατρική μαγεία στις κολεξιόν της. Στις πελάτισσές της θα προστεθούν η Κάτια Δανδουλάκη και η Μιμή Ντενίση, τις οποίες ντύνει πολλά χρόνια στα θεατρικά έργα που ανεβάζουν.
Η τρυφερή και εύθραυστη σχεδιάστρια μόδας Λουκία έγραψε τη δική της ιστορία στον χώρο της ελληνικής μόδας, σχεδιάζοντας μέχρι σήμερα κομψά ρούχα με τη σφραγίδα της ποιότητας και του προσωπικού στιλ. Στο ατμοσφαιρικό ατελιέ της οδού Κανάρη την παράσταση κλέβουν δαντέλες, κεντήματα, μετάξια, αέρινα φουρό από μουσελίνες, όλα όσα χαρίζουν για πολλά χρόνια στη σεμνή και low profile designer τον τίτλο της ρομαντικής κυρίας του pret-à-porter πολυτελείας.
Οι πιο όμορφες γυναίκες της αθηναϊκής κοινωνίας παρέλασαν από το ατελιέ της, όπου ντύθηκαν νύφες πολλά γνωστά ονόματα της high society της πρωτεύουσας, χωρίς όμως ποτέ η σχεδιάστρια με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα των μαλλιών της (σήμα κατατεθέν της εμφάνισής της) να διαφημίζει και να εκθέτει τις διάσημες πελάτισσές της.
Μακριά από show off και κοσμικότητες, δύσκολη στην επικοινωνία και στις δημόσιες σχέσεις, όπως μας αναφέρουν χαρακτηριστικά συνάδελφοί της, πορεύτηκε μοναχικά στον χώρο της μόδας, σε εποχές δύσκολες και με αντίξοες συνθήκες, με όπλα το ταλέντο, την αισθητική και την ευγένειά της. Στα ντεφιλέ της, τα οποία άφησαν εποχή τη δεκαετία του ’90, πήραν μέρος τα πιο γνωστά μοντέλα, ενώ η Λουκία δεν δίστασε να αποκλείσει από τις επιδείξεις της πρώτα ονόματα, γιατί δεν της άρεσε η συμπεριφορά τους. Το 1987 άνοιξε τα φτερά της και στο εξωτερικό και τα πολυκαταστήματα Harrods στο Λονδίνο της αφιέρωσαν τη βιτρίνα τους. Η Λουκία δημιουργούσε πάντα, μεταφράζοντας σε μόδα εικόνες, ήχους και γεύσεις που την είχαν συγκινήσει, σίγουρη για την ανταπόκριση των γυναικών και την υιοθέτηση του οράματός της. Και δεν έκανε ποτέ λάθος. Κυρίως γιατί αυτές οι εμπνεύσεις είχαν κοινό τόπο την απόλυτη ομορφιά και την αισθητική τελειότητα, στοιχεία που καθόρισαν και καθορίζουν τη ζωή της.