Πυκνώνουν οι φήμες ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα εκμεταλλευθεί, ευθέως ή πλαγίως, την κοινοβουλευτική συζήτηση της Τετάρτης για την κύρωση των ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, ώστε να διαφοροποιηθεί από την κυβερνητική πολιτική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σε μια ανάπαυλα της ενασχόλησής του με το «κουκούλωμα» της «λίστας Λαγκάρντ» και των νομικών ευθυνών προσωπικών του φίλων, ο κ. Σαμαράς, σε συνέντευξη στα «Νέα» στις 27 Ιουνίου, είχε ήδη ταχθεί κατά του διαλόγου με την Αγκυρα. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «διάλογο με πειρατές δεν κάνει κανείς».
Στους δύο μήνες που μεσολάβησαν από τα πυροτεχνήματα περί «πειρατών», και παρά τη διακομματική συσπείρωση και την εθνική ενότητα κατά του επιτιθέμενου Ερντογάν, ο κ. Σαμαράς δεν έκανε ούτε μία δήλωση. Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να στηρίξει τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και τους ακρίτες των νησιών του Αιγαίου. Δείχνει ότι ενδιαφέρεται μόνο να εκμεταλλευθεί τα (υπαρκτά και πολλά) λάθη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ώστε να υπονομεύσει την κυβέρνηση και να αποσπάσει ανταλλάγματα στο παρασκήνιο για τον ίδιο και τους (λίγους) υπουργούς και βουλευτές που στελεχώνουν τη λεγόμενη «ομάδα Σαμαρά». Ωστόσο, ο κ. Σαμαράς δικαιούται να ομιλεί για τα ελληνοτουρκικά; Ή προβαίνει σε εν ψυχρώ πατριδοκαπηλία, όπως έκανε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία πολέμησε… από τα σκαλάκια της «Μεγάλης Βρετανίας» στα συλλαλητήρια του 2018 και του 2019, αλλά επί Ν.Δ. δεν έκανε τίποτα για να την ανατρέψει;
Η απάντηση είναι εύκολη, αν θυμηθεί κανείς την πολιτική πορεία του κ. Σαμαρά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο κ. Σαμαράς ξιφουλκούσε κατά του Νταβός των Παπανδρέου και Οζάλ, αλλά ως υπουργός Εξωτερικών συμφώνησε απόλυτα στο νέο Νταβός των Κων. Μητσοτάκη και Σ. Ντεμιρέλ το 1992. Το 1996, την επομένη της κρίσης των Ιμίων, έκανε μια αποκαλυπτική ομιλία στη Βουλή ως πρόεδρος της Πολιτικής Ανοιξης, αλλά μετά αρνήθηκε να στηρίξει τις προτάσεις του αείμνηστου προέδρου της Ν.Δ. Μ. Εβερτ για την άμυνα των νησιών. Επίσης, το 2002-2004 δεν πολυμιλούσε κατά του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του (διαχρονικού φίλου του) υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου για τις διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία.
Το 2004-2007, όταν προσπαθούσε από (διορισμένος) ευρωβουλευτής να επανεκλεγεί βουλευτής Μεσσηνίας, ο κ. Σαμαράς είχε χρησιμοποιήσει διάφορα εφευρήματα ακόμα και κατά του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή. Αντί να απαντά αν συμφωνεί ή διαφωνεί με την πολιτική Καραμανλή για τις ενταξιακές συνομιλίες Ε.Ε. – Τουρκίας (που αποδείχθηκε ότι μας εξασφάλισαν περίπου 15 χρόνια σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο), ο κ. Σαμαράς θεωρητικολογούσε για την ευρωπαϊκή ή μη πορεία του Ερντογάν.
Τα χειρότερα όμως συνέβησαν, όπως τώρα πια αποδεικνύεται, επί πρωθυπουργίας Σαμαρά. Τον Ιούλιο του 2012, ο κ. Σαμαράς αδιαφόρησε για τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της απόφασης Ερντογάν να παραχωρήσει (παράνομα) περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, στη Ρόδο και στο Καστελόριζο, για έρευνες στην ενεργειακή εταιρία TPAO. Ο κ. Σαμαράς υποβάθμισε το ζήτημα και κατά τη συνάντησή του με τον κ. Ερντογάν, τον Μάρτιο του 2013, στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Δημ. Αβραμόπουλος και έμπειροι διπλωμάτες επέμεναν, τουλάχιστον, να κατατεθεί ρηματική διακοίνωση στον ΟΗΕ, που είναι ο θεματοφύλακας της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Με λίγα λόγια, οι περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, στις οποίες αλώνιζε το «Oruc Reis» τις τελευταίες ημέρες, είναι οι ίδιες που δεν προστάτευσε, εγκαίρως και επαρκώς, ο κ. Σαμαράς. Τα λάθη του 2012-13 τα πληρώνουμε το 2020! Και να σκεφθεί κανείς ότι διάφοροι συνεργάτες του κ. Σαμαρά, με πρώτο τον «τουρκοφάγο» (από τα καφενεία της οδού Βαλαωρίτου) Χρ. Λαζαρίδη, διέδιδαν ότι θα ανακήρυσσαν τότε και ΑΟΖ.
Πηγή: Δημοκρατία