Αρχή της Ινδίκτου σημαίνει Ελληνική πρωτοχρονιά. Την πρώτη Σεπτεμβρίου εόρταζαν οι πατέρες μας ως αρχή του έτους. Η «Εστία» το θυμάται. Αν γυρίσετε στο εξώφυλλο της εφημερίδος, θα το δείτε σημειωμένο στο ίδιο σημείο που είναι σημειωμένη κάθε φορά η εκκλησιαστική εορτή της ημέρας. Συνοδεύει την ημερομηνία, δίνει την πνευματική διάσταση της ημέρας.
- της Μαρίας Κορνάρου*
Βλέπουμε λοιπόν να μπαίνει, στο πλαίσιο των Ορθοδόξων εορτών, ένα στοιχείο ελληνικότητας. Το στοιχείο αυτό, την εορτή επί τη αρχή της Ινδίκτου, έχει απομείνει να εορτάζει μόνο η Εκκλησία μας. Όσοι Έλληνες το θυμούνται, ιδίως εάν έχουν ηλικία κάτω του ημίσεως του αιώνος, είναι «παράξενοι». Αποτελούν εξαίρεση. Το ίδιο ισχύει και για τόσα και τόσα στοιχεία της Ελληνικής ιστορίας και παραδόσεως, δηλαδή ταυτότητος, τα οποία δεν αρκούμαστε να μην τα συνεχίζουμε. Προχωρούμε ένα βήμα πιο πέρα, παύουμε να τα θυμόμαστε.
Για την θλιβερή ρήξη μας με το παρελθόν φαίνεται να μας έλεγξε ακόμη και ο πλέον απεχθής για την Ελλάδα παράγοντας, ο Τούρκος πρόεδρος. Τμήμα της ακραίας ρητορικής που ανέπτυξε για την επέτειο των 969 χρόνων από τη Μάχη του Μαντζικέρτ ήταν η αιτίαση πως οι Έλληνες είναι «ανάξιοι κληρονόμοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας»! Στον μιλιταριστικό τρόπο σκέψης του κ. Ερντογάν η κατηγορία αυτή μάλλον αναφερόταν στην «κατωτερότητα» των νεοελληνικών στρατευμάτων έναντι των βυζαντινών. Κατωτερότητα η οποία δεν υφίσταται, όπως έχει αποδείξει η Ελλάς όχι μόνο στις μάχες της νεώτερης ιστορίας της, αλλά και κατά τη διάρκεια των εφετινών εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το σχόλιό του κ. Ερντογάν έχει πολιτική χροιά, η οποία καλό θα ήταν να αφυπνίσει την πολιτική ελίτ στις συνέπειες που έχει διεθνώς η αποξένωση της Ελλάδος από τη βυζαντινή κληρονομιά της.
Ως γνωστόν, ένα συλλογικό υποκείμενο δεν μπορεί να υπάρξει άνευ συλλογικής ταυτότητος. Το κοινό παρελθόν, οι κοινές τραγωδίες ή νίκες, η κοινή διαγραφόμενη στο μέλλον πορεία, αποτελούν τους δεσμούς που ενώνουν μεταξύ τους τα υποκείμενα και τα συγκροτούν σε σύνολο κοινωνών, από τυχαίο άθροισμα συγκατοίκων. Είναι η «κόλλα» του έθνους. Η «κόλλα» αυτή μπορεί είτε να είναι αληθινή, να βασίζεται δηλαδή σε πραγματικά γεγονότα, είτε να είναι αυθαίρετα κατασκευασμένη για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών. Η τάση στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες στόχευσε, ανομολόγητα στην αρχή και πλέον ολοφάνερα, στην ανατροπή της συλλογικής εθνικής ταυτότητος των Ελλήνων («κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα» για την Αριστερά) και ιδίως του σημαντικότερου στοιχείου της, της συνέχειας του Ελληνικού έθνους. Μέσα από την αποδιοργάνωση της Παιδείας, την απομόνωση της Εκκλησίας, την αποδόμηση της γλώσσας και ιδίως την κατάργηση του πολυτονικού. Αυτά απευθύνθηκαν στον «πολύ λαό». Για όσους ενδιαφέρονταν να διαβάσουν και να κατανοήσουν τον Ελληνισμό, προσφέρθηκαν νέες «ερμηνείες» της Ιστορίας οι οποίες χλεύαζαν την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Σήμερα, φτάσαμε να εορτάζουμε την επέτειο της Επαναστάσεως υπό τη διεύθυνσι «φιλελλήνων» οπαδών του Φαλμεράγιερ.
Είναι αυτονόητο ότι ένας λαός που θεωρεί ότι συνεχίζει έναν αγώνα που η αφετηρία του χάνεται στα βάθη των αιώνων θα αγωνιστεί με άλλο ζήλο απ’ ότι ένας λαός που θεωρεί ότι αποτελεί τυχαίο συνοθύλευμα πληθυσμών με μοναδικό κοινό στοιχείο την γλώσσα και την Οθωμανική κατάκτηση. Αυτό μαρτυρεί η σύγχρονη αποδιοργάνωση του Έθνους και η δημογραφική του συρρίκνωση. Είναι επίσης διαφορετικές οι διεκδικήσεις που μπορεί να προβάλλει ένας «τυχαίος» λαός από εκείνες του «κληρονόμου» λαού. Είναι διαφορετικές και οι υποχωρήσεις που θα αποδεχθεί ένας «τυχαίος» λαός απ’ ότι ένας «κληρονόμος» λαός. Εάν δεν είμαστε απόγονοι κανενός Βυζαντίου αλλά εξελληνισμένοι πληθυσμοί της Βαλκανικής (!) τότε δεν υπάρχει πρόβλημα με την «ελληνοτουρκική φιλία». Δεν έχουμε κάτι «δικό μας» να υπερασπίσουμε, μία δική μας πρόταση πολιτισμού που να είναι ασυμβίβαστη με την πρόταση της Τουρκίας. Οι αξιώσεις μας δεν έχουν βάρος, επειδή δεν έχουν ρίζες στο παρελθόν. Θα μπορούσαν να είναι οι επιθυμίες ενός τυχοδιώκτη, μίας ομάδας που νέμεται τυχαία έδαφος και αναζητεί τον πλουτισμό του.
Ο Ελληνικός λαός, όμως, δεν είναι κανένας τυχοδιώκτης. Έχει ρίζες και μάλιστα πολύ βαθιές στα χώματα που ανήκουν σήμερα στο Ελληνικό κράτος. Έχει ρίζες βαθιές και σε χώματα που ανήκουν σήμερα στην Τουρκία, στην Μικρασία και τον Πόντο. Έχει ρίζες βαθιές στην κατεχόμενη Κύπρο. Έχει αφήσει ένα κομμάτι της βυζαντινής του κληρονομιάς στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου με πόθο αφιέρωνε τις σκέψεις και τα μοιρολόγια του σε εποχές που οι σύγχρονοι Φαλμεράγιερ νομίζουν ότι μόλις εξελληνιζόταν. Αυθόρμητα οι Έλληνες διαμαρτυρηθήκαμε για την Αγιά-Σοφιά, μονάχα εμείς από τη διεθνή κοινότητα, ως Έλληνες. Αναγνωρίζουμε το «δικό μας» με την καρδιά, κι ας έχει γαλουχηθεί ο νους σε εθνομηδενιστικές αντιλήψεις. Ας ακούσουμε την καρδιά μας, πριν να είναι πολύ αργά.
* φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών