Η Ελλάδα ξέμεινε από πόρους και ανθρώπους, από εθνικούς πληθυσμιακούς θύλακες στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα πράγματα
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας ”αμυντικό δόγμα”, εννοεί ότι, φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση γενικού πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου μαζικού πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της. Με δεδομένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπέροχη, ένα μαζικό πρώτο πλήγμα εξ Aνατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά». Παναγιώτης Κονδύλης, «Θεωρία του πολέμου», δ΄ έκδοση, Αθήνα 1999, εκδόσεις Θεμέλιο, σ. 397
Οι στοχασμοί του φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) αποτελούν τη φυσική και προσαρμοσμένη στους καιρούς μας συνέχεια της σκέψης του Θουκυδίδη, των «συνταγών» του Μακιαβέλι και των τακτικών του Κλάουζεβιτς. Ο λόγος του είναι πυκνός, ακριβής και ευκολονόητος ακόμα και από το κοινό που δεν έχει εξοικειωθεί με τα πεδία όπου τέμνονται η τέχνη του πολέμου και της πολιτικής, τα άκαμπτα μεγέθη της γεωγραφίας και οι δυναμικές τάσεις της οικονομίας και της δημογραφίας.
Ο Κονδύλης ίσως είναι ο τελευταίος αληθινός δάσκαλος στρατηγικής και πολιτικής που είχε η χώρα. Γι’ αυτό κρίνεται σκόπιμο να κοινωνούνται σε όσο το δυνατόν ευρύτερες μάζες οι προτάσεις του για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα με κατεύθυνση την εθνική επιβίωση.
Οι νέοι και οι εύποροι έχουν πολλές επιλογές. Οι πρεσβύτεροι και οι πένητες, από ελάχιστες έως καμία. Η Ελλάδα, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, ξέμεινε από πόρους και ξεμένει από ανθρώπους, από εθνικούς πληθυσμιακούς θύλακες στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα πράγματα. Η Τουρκία, που βιώνει μια πληθυσμιακή έκρηξη η οποία αναπόφευκτα εκτονώνεται με εξορμήσεις γεωγραφικής επέκτασης, διακηρύττει πως επιθυμεί να διαβεί το μονοπάτι του πολέμου.
Οι ψυχροί αριθμοί, σε συνδυασμό με την πρόδηλη ακαταλληλότητα της ηγέτιδας τάξης της χώρας μας των τελευταίων δεκαετιών να επιτελέσει οποιαδήποτε ιστορικών διαστάσεων αποστολή (πλην εκείνης της συντριβής μας), δείχνουν προς την κατεύθυνση δύο ενδεχομένων: α) της δορυφοροποίησης προς την Τουρκία και β) της στρατιωτικής ήττας και του επακόλουθου εδαφικού ακρωτηριασμού, σε συνδυασμό με την απώλεια εθνικής κυριαρχίας.
Η μοναδική περίπτωση επικράτησης στον δύσκολο πολεμικό αγώνα εναντίον της Τουρκίας είναι η λύση Κονδύλη: να χτυπήσουμε πρώτοι, μαζικά και ακαριαία, στόχους που κρίνονται κρίσιμοι για τη συνέχιση της αναμέτρησης. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στην ίδια σελίδα του μνημειώδους έργου του, διευκρινίζει:
«Πρώτο πλήγμα, με τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο ”θερμό επεισόδιο” μιας πολεμικής αντιπαράθεσης· είναι μια συντονισμένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων προς εκμηδένιση των ζωτικών σημείων του εχθρικού πολεμικού δυναμικού, ιδίως όσον εμφανίζονται κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού θερμού επεισοδίου, αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση».
Βασική προϋπόθεση της επιβίωσης των ειδών είναι η δυνατότητα ταχείας προσαρμογής στο περιβάλλον. Η ελληνόφωνη πολιτική και «πνευματική» άρχουσα τάξη εξέφραζε και εκφράζει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, αντιλήψεις για την Τουρκία και για τις σχέσεις με αυτήν που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία επαφή με το περιβάλλον και τη συγκυρία.
Υπό το φως της κλιμάκωσης των τουρκικών επιθετικών ενεργειών εναντίον της Ελλάδας, αξίζει να υπενθυμιστεί τι δήλωνε η πρώην υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής της Ν.Δ. και αδελφή του πρωθυπουργού Ντόρα Μπακογιάννη σε συζήτηση του ΕΛΙΑΜΕΠ, πριν από 7 μήνες, στις 18 Φεβρουαρίου 2020: «Εγώ δεν νιώθω πως απειλούμαι από την Τουρκία. Δεν διακόπτεις τον διάλογο σε καμία περίπτωση. Μούτρα κάνεις στον άντρα σου, δεν κάνεις στην εξωτερική πολιτική».
Συνεπώς, η απαλλαγή της πατρίδας από τα κατάλοιπα της κοτζαμπάσικης οικογενειοκρατίας, που ταλαιπωρούν τον δημόσιο βίο από την απελευθέρωση κι έπειτα, είναι μια στρατηγική επιλογή από την πλευρά του λαού μας, αν θέλει το έθνος μας να συνεχίσει την παρουσία του στον παγκόσμιο χάρτη ως ανεξάρτητη οντότητα που παράγει ξεχωριστό πολιτισμό. Διαφορετικά, η υποτέλεια και, στο τέλος, η τουρκοποίηση δεν αποτελούν ενδεχόμενο, αλλά βεβαιότητα.