Για πολλά χρόνια όσοι περνούσαν κάθε Τετάρτη βράδυ μπροστά από τον κινηματογράφο Αθήναιον, επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 124, οι οδηγοί που σταματούσαν στο κόκκινο στο ύψος του σινεμά αλλά και οι λάτρεις της 7ης τέχνης που περνούσαν το κατώφλι του κεντρικού κινηματογράφου έβλεπαν έξω από αυτόν τη μικροκαμωμένη φιγούρα ενός άνδρα να αλλάζει τις αφίσες των ταινιών που κρέμονταν στην πρόσοψη.
Τον συγκεκριμένο άνθρωπο μπορεί να τον έβλεπαν πολλά μάτια, πόσοι όμως από αυτούς γνώριζαν ότι αυτός που άλλαζε τις αφίσες ήταν ο ίδιος που τις είχε φιλοτεχνήσει με κόπο, μεράκι και πολλή αγάπη και μάλιστα ήταν χειροποίητες και όχι αποτέλεσμα ψηφιακής εκτύπωσης; Ο λόγος για τον Βασίλη Δημητρίου, που «έφυγε» τη Δευτέρα στα 85 του χρόνια, νικημένος από τη νόσο του Πάρκινσον, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του, τους συνεργάτες του στο Αθήναιον και όλους όσοι τον γνώριζαν και εκτιμούσαν την τέχνη του. Ήταν ο μόνος ζωγράφος κινηματογραφικών αφισών στην Ελλάδα, ο τελευταίος στην Ευρώπη και από τους ελάχιστους στον κόσμο, που «υμνήθηκε» από τους «New York Times» και το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων!
Ο Βασίλης Δημητρίου πέρασε όλη του τη ζωή κάνοντας αυτό το οποίο ήθελε η ψυχή του από παιδί και θα μπορούσε να γίνει σενάριο ταινίας. Άλλωστε, όπως είχε αναφέρει στο αφιέρωμά του το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ειδικά τα παιδικά του χρόνια θύμιζαν κάτι από την ιταλική ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε «Σινεμά ο Παράδεισος».
Ο μικρός Βασίλης μεγάλωνε στην Αθήνα της Κατοχής βιώνοντας, όπως τόσοι άλλοι, την πείνα και τη φτώχεια. Ήδη από το δημοτικό είχε αρχίσει να εμφανίζεται το ταλέντο του στη ζωγραφική, για το οποίο κάποτε θα έτρωγε ένα γερό χαστούκι από μια δασκάλα, η οποία νόμιζε πως μια ζωγραφιά που είχε κάνει δεν ήταν δική του και πείστηκε μόνο όταν τη ζωγράφισε ξανά μπροστά της!
Θα περνούσαν λίγα χρόνια ακόμα, για να φτάσει στα 14 και να συνειδητοποιήσει ότι τελικά ο δικός του δρόμος στη ζωή θα ήταν γεμάτος με χρώματα και πινέλα. Τότε, μη έχοντας άλλα μέσα, ζωγράφιζε στα πεζοδρόμια με κιμωλίες και χάραζε σχέδια πάνω στα καρπούζια στο μανάβικο όπου δούλευε, με αποτέλεσμα να γίνονται ανάρπαστα! Το ταλέντο του ανακάλυψε, όταν είδε τα σχέδια που έκανε, ο ιδιοκτήτης ενός θερινού σινεμά που τον είχε πάρει στη δούλεψή του για να μη βλέπει τζάμπα τις ταινίες ανεβασμένος στα κλαδιά ενός δέντρου.
Οι γονείς του, βέβαια, ούτε που ήθελαν να ακούσουν τη λέξη «ζωγραφική». Ο πατέρας του δούλευε σερβιτόρος για να ζήσει την οικογένειά του, ενώ ήταν και αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης. Πίστευε πως το καλύτερο για τον γιο του θα ήταν να δουλέψει στο χασάπικο του θείου του και το μόνο άλλο που θα του επέτρεπε να κάνει ήταν να ασχοληθεί και με την πάλη.
Ωστόσο, τελικά, ο δρόμος ήταν ήδη προδιαγεγραμμένος για τον Βασίλη Δημητρίου, ο οποίος θήτευσε δίπλα σε έναν Τσέχο ζωγράφο, μαθαίνοντας την τέχνη της κινηματογραφικής αφίσας. Μετά, ανέπτυξε τη δική του τεχνική και ούτε ο ίδιος φανταζόταν πως για 65 χρόνια θα υπηρετούσε πιστά μια τέχνη που χρόνο με τον χρόνο θα άρχιζε να εξαφανίζεται. Τη δεκαετία του ’60, όταν οι άντρες πήγαιναν στον κινηματογράφο με κοστούμι και οι γυναίκες με ωραίες τουαλέτες, όπως είχε αναφέρει, ήταν ιδιαίτερα περιζήτητος και δούλευε ταυτόχρονα ακόμα και για 12 κινηματογράφους!
Από τα χέρια του πέρασαν όλοι οι μεγάλοι αστέρες της μεγάλης οθόνης, παλιότεροι και πιο νέοι, όπως ο Χάμφρι Μπόγκαρτ, ο Ομάρ Σαρίφ, ο Τζόνι Ντεπ, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο. Ο αγαπημένος του ηθοποιός ήταν ο Κλιντ Ιστγουντ, τον οποίο μπορούσε να ζωγραφίσει ακόμα και με κλειστά μάτια, γιατί τον είχε φτιάξει πάνω από 50 φορές! Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο Ιστγουντ του είχε ζητήσει να του φτιάξει μια αφίσα για το Μουσείο Κινηματογράφου του Λος Άντζελες. Όπως είχε πει, η κατασκευή μιας αφίσας έπαιρνε περίπου δυο τρεις μέρες. Μία από αυτές που είχε ξεχωρίσει όταν τοποθετήθηκε ήταν η αφίσα για το μπλοκμπάστερ του Τζέιμς Κάμερον «Τιτανικός», καθώς ήταν πολύ μεγάλη, 13,5 μέτρα μήκος και 2,5 μέτρα πλάτος.
Το 2014 στον ταλαντούχο ζωγράφο είχε κάνει αφιέρωμα η εφημερίδα «New York Times» σε ένα άρθρο με τίτλο «In Athens, the last man painting» («Στην Αθήνα, ο τελευταίος που ζωγραφίζει»). Όπως αναφερόταν στο κείμενο, σε μια εποχή μαζικής παραγωγής εκτυπώσεων, η πρακτική της κατασκευής των αφισών είναι εκτός λειτουργίας.
«Μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, όπως ο κ. Δημητρίου, διατηρεί την παράδοση» έγραφαν οι «NY Times».
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, στο δικό του αφιέρωμα το Γαλλικό Πρακτορείο ανέφερε πως ο Βασίλης Δημητρίου «είναι αποφασισμένος να παλέψει ολομόναχος ενάντια στην digital εκτύπωση για όσο αντέξει. Κι αυτό διότι για εκείνον είναι τέχνη ό,τι βγαίνει από την καρδιά». Σε ένα από τα ξένα μέσα που του είχαν κάνει αφιέρωμα είχε πει: «Όταν σταματήσω ν’ αναπνέω, τότε θα σταματήσω να ζωγραφίζω». Και αυτό έκανε. Ως την τελευταία στιγμή, όσο μπορούσε, όσο βαστούσαν τα χέρια του.