Η ερώτηση στην ΔΕΘ προς τον Πρωθυπουργό για την Ελλάδα ως «προβλέψιμος σύμμαχος» σε σχέση με την αντιμετώπιση της χώρας μας από τους συμμάχους της και την Τουρκία. Τι απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης περί «προβλεψιμότητας» και τη διπλωματική θέση της Ελλάδας στην εξωτερική πολιτική.
Η ερώτηση από τον Μανώλη Κοττάκη (ΕΣΤΙΑ):
«Τον Ιανουάριο είχατε επισκεφθεί τις ΗΠΑ κι εκεί κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας σας είπατε ότι η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος και ο πιο προβλέψιμος σύμμαχος εντός του ΝΑΤΟ. Από τότε πέρασαν εννέα μήνες και έχουν συμβεί διάφορα πράγματα, κανένας σύμμαχός μας ήταν η εποχή που πήγατε και είχε υπογραφεί το τουρκολιβκό μνημόνιο, από τότε λοιπόν και αφού πέρασαν 9 μήνες, κανένας σύμμαχός μας δεν χαρακτήρισε αυτό το μνημόνιο παράνομο. Το είπαν προκλητικό, αντιπαραγωγικό, κανείς δεν το είπε παράνομο. Όταν ήρθε επίσης το τουρκικό ερευνητικό στην περιοχή μας, οι σύμμαχοί μας είπαν ότι είναι μια περιοχή διεθνούς δικαιοδοσίας. Όπου εκεί διεκδικούν δικαιώματα η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία. Όταν υπογράψαμε επίσης τη συμφωνία με την Αίγυπτο για τμηματική οριοθέτηση μάθαμε ότι η Γερμανία ενοχλήθηκε, δυσφόρησε σφόδρα, τουλάχιστον από τις διαρροές που έγιναν εκείνη την εποχή. Και σε αυτό το διάστημα επίσης είδαμε και τον Ερντογάν να αγοράζει από τους Ρώσους S-400 οι οποίοι θα μπορούν να στραφούν εναντίον μας και να αντιλαμβάνεται το διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ως διάλογο επί διαφορών, όχι επί διαφοράς. Το ερώτημα μετά από εννέα μήνες είναι το εξής: Κερδίζουμε από το να είμαστε προβλέψιμοι σύμμαχοι; Μήπως σε αυτόν τον νέο κόσμο ο οποίος είναι πάρα πολύ ρευστός θα πρέπει να γίνουμε λιγότερο προβλέψιμοι σύμμαχοι;»
Η απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Ευχαριστώ, κ. Κοττάκη για το ερώτημα. Όταν μίλησα για προβλεψιμότητα, μίλησα για την ανάγκη η χώρα να έχει ξεκάθαρο και σταθερό προσανατολισμό και να μπορεί να κερδίζει συμμάχους και όχι να τους χάνει.
Νομίζω ότι θα μπορούσα να αντιστρέψω το ερώτημα, ρωτώντας -όχι εσάς αλλά ρητορικά- εάν η διπλωματική θέση της χώρας σήμερα είναι πιο ισχυρή από ότι ήταν πριν από έξι, πριν από εννέα, πριν από 12 μήνες; Πιστεύω ότι είναι. Γιατί αφενός έχει υπάρξει μία πολύ μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης -όχι μόνο της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, αλλά και της παγκόσμιας κοινής γνώμης- για το τι γίνεται στην περιοχή μας. Ξέρετε πολύ καλά, γιατί ασχολείστε πολλά χρόνια με τα θέματα αυτά, ότι πολλές φορές οι διαφορές Ελλάδος και Τουρκίας ήταν μία γραφική υποσημείωση, δύο χωρών που τσακώνονται εκεί κάπου στη νοτιοανατολική άκρη του ΝΑΤΟ. Δεν είναι αυτή η εικόνα σήμερα. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι αυτή η εικόνα. Υπάρχει μία ξεκάθαρη άποψη για το ποιος προκαλεί τις εντάσεις και ποιος έχει το δίκαιο και ειδικά το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος του. Δεν είναι ακριβές ότι η συμφωνία δεν χαρακτηρίστηκε παράνομη. Έχει χαρακτηριστεί παράνομη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τοποθετήθηκε πάρα πολύ καθαρά για το τουρκολιβυκό μνημόνιο και για το ζήτημα της έρευνας εντός της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Έχουν υπάρξει και πολύ ξεκάθαρες τοποθετήσεις, και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι αυτή είναι ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Άσχετα αν κάποιοι θεωρούν -και μπορώ να πω τυπικά νομικά μπορεί να έχουν δίκιο- ότι είναι μη οριοθετημένη με την έννοια του Διεθνούς Δικαίου, της δηλαδή αμοιβαίας οριοθέτησης.
Η οριοθέτηση προϋποθέτει να συμφωνήσουν δύο μέρη ότι αυτή είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όπως εξάλλου έγινε και με τη συμφωνία με την Αίγυπτο. Τώρα, δεν θέλω να μπω στη λογική αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν ενοχλήσεις από κάποιους, από κινήσεις που έκανε η εξωτερική πολιτική. Ίσως αυτή είναι και η καλύτερη απόδειξη ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική θα κάνει τελικά αυτό το οποίο είναι καλό για τη χώρα, πάνω από όλα. Δεν είναι δουλειά μας να ικανοποιούμε όλους τους συμμάχους μας, διότι οι σύμμαχοι μπορεί να έχουν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Αλλά είναι η δική μας δουλειά να χτίζουμε ένα πλέγμα ισχυρών συμμαχιών, το οποίο στηρίζεται σε μία minimum κατανόηση του πού πηγαίνουμε και του πώς τα συμφέροντά μας μπορεί να είναι ευθυγραμμισμένα.
Θα το ξαναπώ ότι σήμερα έχουμε περισσότερους συμμάχους. Η συμμαχία μας με το Ισραήλ είναι ισχυρή και οι νέες σχέσεις που έχουμε αποκτήσει, που έχουμε αναπτύξει, και με την Αίγυπτο και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία, είναι καινούργια πεδία άσκησης εξωτερικής πολιτικής για τη χώρα μας. Είναι σχέσεις οι οποίες δεν δημιουργούνται κατ’ ανάγκη εις βάρος κάποιου άλλου. Είναι ωφέλιμες για τη χώρα αυτές καθαυτές. Οι σχέσεις μας, ας πούμε, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν ένα πολύ έντονο οικονομικό αποτύπωμα, με σημαντικότατο επενδυτικό ενδιαφέρον, για κεφάλαια τα οποία μπορούν να επενδυθούν στη χώρα μας.
Άρα, αυτή την έννοια είχε η αναφορά μου περί προβλεψιμότητος. Η σταθερότητα και ο προσανατολισμός δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τεθούν σε αμφισβήτηση.
Και νομίζω ότι και η εξωτερική πολιτική είναι ένα παιχνίδι το οποίο κρίνεται, τελικά, όχι στη συγκυρία της στιγμής, αλλά στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Σήμερα, η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει κάτι το οποίο δεν είχε πριν από κάποιους μήνες. Δύο συμφωνίες Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης -με την Ιταλία και μια μερική με την Αίγυπτο- και την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο. Αυτά είναι κεκτημένα πια, είναι νομικά κεκτημένα, τα οποία αφορούν κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.
Άρα, μιλάμε σίγουρα για μία εξωτερική πολιτική η οποία είναι ενεργή και στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο. Το αποδεικνύει έμπρακτα ότι στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο με συμφωνίες και όχι με λόγια. Διότι, ξέρετε, στα λόγια -και εγώ «ήμουν νιος και γέρασα»- 46 χρόνια μιλούσαμε για το Διεθνές Δίκαιο και όμως τι είχαμε να δείξουμε σε επίπεδο έμπρακτων συμφωνιών που αποτυπώνουν την προσήλωσή μας στο Διεθνές Δίκαιο; Τώρα έχουμε. Άρα, προσερχόμαστε και στο τραπέζι της οποίας συζήτησης με πιο ισχυρά νομικά όπλα.
Οπότε αυτή ήταν η έννοια της αναφοράς μου και σας ευχαριστώ για την ερώτηση που μου δώσατε τη δυνατότητα να το αποσαφηνίσω».