«Ωραία κοιμωμένη» έχουμε εδώ και πενήντα χρόνια. Πριγκιπόπουλο δεν έχουμε, και δεν θέλουμε να έχουμε. Πριν 45 χρόνια του ζητήσαμε να φύγει. Θα διηγηθούμε, λοιπόν, επιτέλους την ιστορία;
Επί δεκαετίες το ελληνικό κράτος μετεωρίζεται όσον αφορά την αξιοποίηση της λεγόμενης «βασιλικής περιουσίας», ανάμεσα σε απόλυτη ακινησία και μεγαλεπήβολα σχέδια και κρυφές και φανερές σκέψεις για πώληση. Με την ακινησία να κερδίζει πάντα. Η ερειπωμένη περιουσία στο Τατόι , είναι η «ωραία κοιμωμένη» της νεώτερης ελληνικής ιστορίας.
Χρόνια ολόκληρα και ενώ οι νεώτερες γενιές, ενδεχομένως, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για την βασιλεία στην Ελλάδα, τα ανάκτορα και τους άνακτες, για ένα τεράστιο κομμάτι, δηλαδή, της ιστορίας της χώρας, η Πολιτεία ή οι πολιτικοί προτιμούν να μένουν ασάλευτοι αν ενέργειες του παρόντος φέρνουν μπροστά «δύσκολα» τμήματα από το παρελθόν. Ειδικά όταν αυτά θεωρούν ότι ενεργοποιούν υπόγεια ρήγματα που έχουν ταλανίσει την κοινωνία.
Η κοιμωμένη βασιλική περιουσία
Και ενώ το κράτος παραμένει σιωπηλό και ακίνητο για τα απόνερα που θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποια κίνηση με τους όρους «βασιλική περιουσία», σε κοσμικές σελίδες φιγουράρουν φωτογραφίες με λεζάντες που περιέχουν της λέξεις: Βασιλέας, πρίγκιπας και άλλους τίτλους ευγενείας να λαμπυρίζουν σε μεγάλη μερίδα του κοινού. Έστω και αν δεν αφορούν κανέναν στην χώρα , αφού κατά το Σύνταγμα «ούτε αποδίδονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες».
Σε όλη αυτή την πορεία κατά την Μεταπολίτευση, και ειδικά από το 2002, όταν η λεγόμενη βασιλική περιουσία πέρασε επίσημα στο Δημόσιο, τις περισσότερες φορές που ξεκινούσε ένας διάλογος για το… ακανθώδες ζήτημα της αξιοποίησης της, έσβηνε.. ήσυχα λίγο μετά, αφήνοντας την περιουσία και πάλι… κοιμωμένη. Το επίθετο «βασιλικός» φαίνεται πως αποτελούσε ένα τεράστιο θέμα, όχι χωρίς λόγο πολλές φορές, που ήταν δύσκολο στην διαχείριση του.
Έτσι φαινόταν ενδεδειγμένη η ακινησία απέναντι στην ιστορική καταγραφή , και απέναντι στις νεώτερες γενιές, με στόχο ίσως να παραμένουν αδρανείς οι αντιπαραθέσεις, οι διαξιφισμοί, οι βολές, και να μην βγαίνουν στην επιφάνεια, μίση και πάθη μαχαίρια, στέμματα και θυρεοί με την ένδειξη «Ισχύς μου η αγάπη του λαού».
Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για το Τατόι: Θα δημιουργηθεί μουσείο για την Βασιλεία στην Ελλάδα;
Το θέμα της αξιοποίησης της βασιλικής περιουσίας «άνοιξε» τώρα ο πρωθυπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, θεωρώντας, πιθανότατα πολύ ορθά ότι η ελληνική Δημοκρατία είναι ενήλικη και επομένως ότι το κράτος μπορεί να διαχειριστεί πλέον την κατάσταση και της περιουσίας αλλά και όσων πίσω από αυτό θέλουν να συζητήσουν «περί του θεσμού της Βασιλείας».
Οι εξαγγελίες σε ό,τι αφορά το «κτήμα Τατοΐου», όπου βρίσκονται τα βασιλικά ανάκτορα, αφορούν την αξιοποίηση μίας μεγάλης έκτασης και των κτιρίων εντός αυτής, ως έναν χώρο ανοικτό στο κοινό, τουριστικό προορισμό, ιστορικού, πολιτιστικού αλλά και επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Εδώ και μερικά χρόνια, άλλωστε, είχαν προχωρήσει κάποια έργα αναστηλώσεων και άλλων σωστικών ενεργειών.
Χιλιάδες πολίτες έχουν επισκεφθεί τον απίστευτης ομορφιάς και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους χώρο, που έχει ανοίξει από το 2010 και έκπληκτοι διαπιστώνουν πως η «κοιμωμένη» περιουσία είναι τόσο εγκαταλελειμμένη που δημιουργεί θλίψη.
Πριν λίγα χρόνια το Υπουργείο Πολιτισμού φαίνεται να προέβη στις πρώτες ενέργειες για την μετατροπή του Τατοΐου σε Μουσείο. Είναι ασαφές, ωστόσο, τι ακριβώς μουσείο εννοούν . Οι κατά καιρούς προτάσεις περιλαμβάνουν από Μουσεία Αυτοκινήτων όσο Φυσικής Ιστορίας και άλλα.
Ποια είναι λοιπόν η ιστορία που πρέπει να πούμε με ένα Μουσείο;
Η ιστορία είναι ότι η Ελλάδα είχε επί πολλές δεκαετίες ως πολίτευμα την «βασιλευομένη Δημοκρατία». Η ιστορία είναι ότι είναι αδιανόητο ακόμη και σήμερα να μην υπάρχει Μουσείο βασιλικής ιστορίας και ότι η ίδρυση ενός τέτοιου Μουσείου στο Ανάκτορο του Τατοΐου θα μπορούσε να βοηθήσει στη θέαση των χρόνων μέχρι το 1974, που έκρινε την τύχη της βασιλείας στην Ελλάδα.
Θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις ή να δημιουργήσει προβληματισμό για τη σχέση των Ελλήνων με τους πρώην βασιλείς τους. Πέντε δημοψηφίσματα από συστάσεως του κράτους, άλλωστε, είχαν το ίδιο ερώτημα «βασιλευομένη ή αβασίλευτη». Θα μπορούσε να φωτίσει -και μάλιστα έντονα-, για την αντίληψη που είχαν οι βασιλείς εκείνοι για τον λαό που εκπροσωπούσαν ως αρχηγοί κράτους. Θα μπορούσε να καταδείξει τις… μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες καθημερινών πραγμάτων, κατασκευών, υλικών που, όμως, έχουν σημασία.
Νέοι μαθητές και σπουδαστές να μπορούν να γνωρίζουν όχι μόνο διαβάζοντας αλλά και βλέποντας ζώσα ιστορία, κτίρια, αντικείμενα, αυτοκίνητα, φωτογραφικό υλικό, πίνακες, ένα μέρος σημαντικότατο από το παρελθόν της χώρας τους.
Όσο φοβόμαστε να τους πούμε την ιστορία , από άγχος και αμηχανία για τους «δράκους» του παρελθόντος τόσο αφήνουμε χώρο σε ιλουστρασιόν επιφανειακές διηγήσεις. H οργάνωση ενός Μουσείου για την ιστορία της Βασιλείας στην Ελλάδα, όπως θα μπορούσε να προσδιοριστεί, αντί άλλων ονομάτων ίσως πιο υπερτονισμένων που αναφέρονται σε Δυναστείες κ.λπ. θα ήταν η καλύτερη απόδειξη πως δεν έχουμε λόγο πια να μην «λέμε την ιστορία», να μην εκθέτουμε τα αντικείμενα της ιστορίας, γιατί είμαστε έτη φωτός μακριά από φοβικές αντιλήψεις.
Το «ανεκτίμητο» κτήμα των 47.000 στρεμμάτων
Το «κτήμα Τατοΐου» αφορά έκταση περίπου 47 χιλιάδων στρεμμάτων, από τα οποία τα 16 χιλιάδες έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Από αυτά , 1.000 είναι εκείνα που περιλαμβάνουν τα περίπου 40 κτίσματα, με κεντρικό την βασιλική κατοικία και πολλά συνοδευτικά κτίρια.
Σύμφωνα με το dikastiko.gr, το κτήμα περιλαμβάνεται στην βασιλική περιουσία, η οποία το 2002 περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατέβαλε στον Κωνσταντίνο και στις αδελφές του, Ειρήνη και Αικατερίνη, ποσό περίπου 13,7 εκατομμυρίων ευρώ ή περίπου 4,6 δισ. δραχμές. Ήταν το αποτέλεσμα μίας δικαστικής αντιδικίας της τέως βασιλικής οικογένειας με το ελληνικό Δημόσιο, που μάλλον βρήκε κερδισμένο το δεύτερο, αν σκεφθεί κανείς ότι ο Κωνσταντίνος και οι αδελφές του διεκδικούσαν συνολικά άνω των 160 δισ. δραχμών για την δήμευση, το 1994, του Τατοΐου, του Μον Ρεπό και εκτάσεων στο Πολυδένδρι Λάρισας.
Η υπόθεση έφθασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο δέχθηκε ότι το διακύβευμα αφορά ιδιωτική περιουσία και ότι επομένως το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει αποζημίωση στους τρεις προσφεύγοντες.