Βυζαντινές και φαναριώτικες παραδόσεις αναβίωναν συνήθως έως τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια, κατά το εορταστικό τριήμερο που ο λαός αποκαλούσε με τη -μάλλον κακόηχη- λέξη «Νικολοβάρβαρα». Ηταν οι ημέρες που ο γραφικός ναός της Πλάκας, ο Αγιος Νικόλαος του Ραγκαβά, καμάρωνε υπερήφανα, καθώς τα πατροπαράδοτα σκαλάκια του πλημμύριζαν με πιστούς.
Στη γραφική αυτή τοποθεσία, κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, όπου έζησαν η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία και η σύζυγος του αυτοκράτορα Σταυρακίου, η επίσης Αθηναία Θεοφανώ από την οικογένεια των Σαραντάπηχων, ήταν φυσικό να γεννηθούν και παραδόσεις που συνδέθηκαν με την παλαιότερη και τη νεότερη ιστορία του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά και, φυσικά, με την Ιστορία της πόλης των Αθηνών.
Μερικές από αυτές τις παραδόσεις μάς παρέδωσε, με το γνωστό γλαφυρό του ύφος, ο Δ. Γατόπουλος. Οπως ένα περιστατικό που αναφέρεται ότι συνέβη στον χώρο μεταξύ της αυλής του ναού και του ανατολικού τείχους της Ακρόπολης. Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων του 1826 και οι Ελληνες, που ήταν κλεισμένοι στο κάστρο της πόλης, πολιορκούνταν από τον Κιουταχή.
Τότε παρατήρησαν ένα περίεργο φαινόμενο: Είδαν να μπαίνει στην αυλή της εκκλησίας ένας γιγαντόσωμος άνθρωπος. Σταμάτησε, κοίταξε αριστερά και δεξιά και αφού βεβαιώθηκε ότι είναι μόνος, άρχισε να παρατηρεί προς την Ακρόπολη και ύστερα να κάνει σταυρούς και μετάνοιες. Οι πολιορκούμενοι τον έβλεπαν έκπληκτοι. Φορούσε οθωμανικά ρούχα, αλλά κρατούσε και μια πιστόλα, έτοιμος να την ανάψει, αν εμφανιζόταν κάποιος εχθρός. Με το δεξί του χέρι σταυροκοπιόταν σαν να ήθελε να δηλώσει πως ήταν χριστιανός, αλλά έκανε και διάφορες χειρονομίες.
Υστερα έβαζε την παλάμη του πλάγια στο στόμα για ν’ ακουστεί καλύτερα η φωνή του. Κάτι φώναζε προς τους κλεισμένους στο κάστρο, αλλά δεν ακουγόταν. Τότε και εκείνοι κρέμασαν ένα σχοινί, μια τριχιά, όπως την αποκαλούσαν, για να του δείξουν πως, αν ήθελε, μπορούσε χωρίς φόβο να αναρριχηθεί επάνω. Αυτός όμως, προφανώς φοβισμένος μήπως δεχτεί καμιά μπαταριά από τους πολιορκητές, έφυγε χειρονομώντας νευρικά και προφανώς θυμωμένος. Γρήγορα χάθηκε στα δρομάκια της ερειπωμένης συνοικίας.
Την άλλη μέρα όμως η σκηνή επαναλήφτηκε, με κάποια αλλαγή των σκηνικών: Ο μυστηριώδης άνθρωπος εμφανίστηκε το μεσημέρι, την ίδια ώρα, από τη στέγη ενός μικρού σπιτιού της οδού Θόλου. Προσπαθούσε πάλι να γίνει αντιληπτός με χειρονομίες. Μαζεύτηκαν πάλι αρκετοί Ελληνες στο ανατολικό τείχος της Ακρόπολης. Αγωνιώντας προσπαθούσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε και τι μήνυμα τους έστελνε ο περίεργος εκείνος άνθρωπος. Ομως, δεν κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Αρχισαν τότε να χάνουν την υπομονή τους, επειδή δεν τον άκουγαν. Μερικοί μάλιστα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν κάποιος τρελός ή μεθυσμένος και αδιαφορούσαν.
Τέλος πάντων, εξαφανίστηκε πάλι άπρακτος εκείνος ο χριστιανός, ο οποίος είχε κατορθώσει να ντυθεί οθωμανικά και να φτάσει έως εκεί την ώρα που καιροφυλακτούσαν οι Τούρκοι. Δεν μπόρεσε να μεταδώσει το μήνυμά του στους πολιορκούμενους, οι οποίοι έπρεπε να καταλάβουν ότι πλησίαζε μεγάλος κίνδυνος. Πράγματι, το απόγευμα της ίδιας ημέρας εμφανίστηκε ο Κιουταχής με το επιτελείο του στο Θησείο, εγκαταλείποντας το στρατόπεδό του, που ήταν στο τέρμα των Πατησίων. Διαπιστώθηκε αμέσως βιαστική κατασκευή οχυρωμάτων και προετοιμασία νέας επίθεσης. Τότε μόνον οι κλεισμένοι στην Ακρόπολη κατάλαβαν τι ήθελε να τους πει ο μυστηριώδης άνθρωπος, που τους έκανε ανεξήγητα σινιάλα από την αυλή του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά. Αυτή είναι η παράδοση που έλεγαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά οι Αθηναίοι έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, χωρίς ωστόσο κανείς να γνωρίζει ποιος ήταν εκείνος ο χριστιανός.