Ήταν η ενζενί που κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να παίξει δίπλα σε ογκόλιθους της υποκριτικής τέχνης, και μάλιστα η παρουσία της να γίνει απαραίτητη για πολλούς θιάσους. Ο λόγος για την Πόπη Λάζου, η οποία μιλά για πρώτη φορά στην Espresso και τον Νίκο Νικόλιζα, για την καριέρα της για όσα έζησε δίπλα σε «μύθους»!
Ωστόσο η σύντομη καριέρα της δεν της επέτρεψε να κάνει περισσότερα πράγματα. Κόπηκε απότομα από μια αρρώστια που τη σημάδεψε για πάντα. Η Πόπη Λάζου είναι η μοναδική ηθοποιός που δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη στη ζωή της, παρόλο που έπαιξε για πολλά χρόνια στον θίασο Βασιλειάδου – Αυλωνίτη – Ρίζου. Μαζί με την Ιλυα Λιβυκού κατάφεραν να μείνουν στη συνείδηση όλων των σινεφίλ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και να γράψουν με χρυσά γράμματα το όνομά τους σε ταινίες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Άλλωστε το ξανθό πλατινέ χρώμα των μαλλιών της καθώς και η ομορφιά της δεν περνούσαν απαρατήρητα από τους λάτρεις των ταινιών. «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», «Η κυρία του κυρίου», «Τα κίτρινα γάντια», «Οι γαμπροί της Ευτυχίας», «Ζητείται ψεύτης» είναι μερικές από τις πιο εμπορικές ελληνικές ταινίες στις οποίες η Πόπη Λάζου έχει συμπρωταγωνιστικό ρόλο.
Σήμερα η ίδια στην ηλικία των 84 ετών πλέον, στη μοναδική συνέντευξη της ζωής της, μιλά για τη Γεωργία, τον Βασίλη, τον Μίμη, καθώς και τα παρασκήνια μιας ζωής που σίγουρα όλοι θα θέλαμε να μάθουμε από τα δικά της χείλη!
Να ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια;
Φυσικά! Θα το ήθελα και εγώ για να υπάρχουν αυτά στα βιογραφικά μου στοιχεία. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Εμείς μέναμε στη Θεσσαλονίκη. Και είχε άλλα όνειρα για μένα. Ήθελε να με κάνει οδοντίατρο. Εγώ όμως αντέδρασα έντονα. Έτσι, όταν έμαθα για τη δραματική σχολή, το είπα στην αδερφή μου και εκείνη έψαξε και βρήκε τα πάντα. Η αδερφή μου γνωριζόταν με τον Άλκη Στέα και εκείνος τη βοήθησε να με γράψει στη σχολή του Μακεδονικού Ωδείου. Η αδερφή μου ήταν εκείνη που με παρουσίασε στην πρώτη μου δασκάλα, την Τριανταφυλλίδου. Και εκεί μέσα γνώρισα τον Κώστα Βουτσά, τον Αλκη Στέα, τον Λάκη Μιχαηλίδη. Ωστόσο η σχολή δεν ήταν αναγνωρισμένη και έτσι κατέβηκα στην Αθήνα να δώσω εξετάσεις. Και πέρασα ως «εξαιρετικό ταλέντο».
Πώς σας ανοίχτηκαν όμως οι πόρτες;
Λόγω του ότι η δασκάλα μου ήξερε όλα τα κορυφαία ονόματα. Ήξερε τη Μανωλίδου, τον Ροντήρη, την Αρώνη. Όταν με παρουσίασε μπροστά τους, η Αρώνη έκπληκτη με αγκάλιασε και μου είπε: «Εσύ πρέπει να βγεις στο θέατρο». Εγώ, κατακόκκινη από ντροπή, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Όταν έδωσα λοιπόν εξετάσεις στα έργα «Η Μαργαρίτα» του Φάουστ και «Αντιγόνη» στο Ρεξ, η Αρώνη ήταν στην επιτροπή. Σηκώθηκε λοιπόν από τη θέση της με εκείνο το μεγαλειώδες ανάστημα που είχε και με χειροκρότησε. Και σκεφτείτε, το έκανε αυτό σε ένα κατάμεστο από νέα παιδιά Ρεξ. Έπειτα με τη Βάσω Μανωλίδου και με τον Θεόδωρο Κρίτα ήμασταν πολύ γνωστοί. Δεν έχω κανένα παράπονο από τίποτα. Ήταν μια ζωή κομμένη και ραμμένη όπως θα ήθελα να ζήσω!
Θυμάστε το ξεκίνημά σας;
Δεν λησμονιέται αυτό. Ξεκίνησα το 1959 με τον Μίμη Φωτόπουλο στην παράσταση «Οσμπέικ». Ήταν ένα πολύ ωραίο ξεκίνημα αυτό στο πλευρό του Μίμη.
Ποια είναι η «σχέση» σας με το παρελθόν σας;
Έχω μια πολύ όμορφη σχέση και με το παρελθόν μου και με τις αναμνήσεις μου. Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια των ελληνικών ταινιών και του θεάτρου, γιατί μέσα από εκεί βλέπω και τα νιάτα μου. Θυμάμαι τους συναδέλφους μου και όσα περνούσαμε στα παρασκήνια. Ήταν πολύ αγαπημένοι όλοι τους!
Ποιος ήταν ο αγαπημένος από όλους όσους έχετε συνεργαστεί;
Εγώ ξεκίνησα με τον Μίμη Φωτόπουλο. Αυτός έχει την πρώτη θέση στην καρδιά μου γιατί ήταν και η πρώτη εμπειρία ως ηθοποιός μαζί του. Έπειτα με τον Αυλωνίτη, τη Βασιλειάδου και τον Ρίζο, που ήμασταν στον ίδιο θίασο. Ειδικά με τη Βασιλειάδου ήμασταν σαν οικογένεια. Για μένα η Γεωργία ήταν και μάνα και αδερφή. Με συμβούλευε στα γυρίσματα, στο θέατρο, πώς να συμπεριφέρομαι, στα πάντα. Μοναδική γυναίκα και άνθρωπος! Με όσους και αν έπαιξα, δεν είχα προβλήματα συνεργασίας. Εγώ ήμουν νέα και πάντα υπάκουα σε όσα μου έλεγαν. Δεν είχαμε προστριβές!
Στις ταινίες όπου παίζατε το γέλιο βγαίνει αβίαστα για όλους εμάς. Τελικά όσα ακούγαμε στους διαλόγους ήταν στο σενάριο ή αυτοσχεδιάζατε κιόλας;
Υπήρχαν και πολλές ατάκες που ήταν αυθόρμητες. Ο Βασίλης και η Γεωργία έλεγαν πράγματα που δεν υπήρχαν στο σενάριο. Στις πρόβες λοιπόν αυτοσχεδίαζαν πάρα πολύ. Μόλις το άκουγαν οι σεναριογράφοι ή οι θιασάρχες, έλεγαν: «Αυτό το κρατάμε». Μα πολλές φορές στις πρόβες δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε λέξη με όσα έλεγαν, κυρίως οι μεγάλοι ηθοποιοί.
Θεωρείστε μία από τις ομορφότερες ξανθιές του ελληνικού κινηματογράφου. Η ομορφιά τι ρόλο έπαιξε στην καριέρα σας;
Όταν είμαστε νέοι, όλοι είμαστε όμορφοι ή θεωρούμαστε όμορφοι. Εμένα έπαιξε ρόλο ο χαρακτήρας μου και η αγάπη γι’ αυτό που έκανα. Ήθελα να είμαι σωστή απέναντι στους ανθρώπους που συνεργαζόμουν. Αυτό ήταν το πρωταρχικό στοιχείο.
Για εσάς ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία και από θέμα υποκριτκού ταλέντου αλλά και καλού σεναρίου;
Σε ένα χέρι δεν λες «ποιο είναι το καλύτερο δάχτυλό σου». Ήταν όλες καλές για μένα. Υπάρχουν ταινίες που τις έχω ξεχάσει κιόλας. Αυτές που επαναπροβάλλονται συνεχώς με τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη απλά τις βλέπω και γελάω με πολύ περισσότερη ευχαρίστηση.
Έχετε συνειδητοποιήσει ότι στις περισσότερες ταινίες υποδύεστε τη μοιραία γυναίκα; Γιατί αυτό;
Ήταν το φιζίκ μου τέτοιο, η παρουσία μου, και νομίζω μου έδιναν αυτούς τους ρόλους επειδή μου ταίριαζαν. Επίσης είχα και πολύ ωραίο βάδισμα στη σκηνή. Αφού ο Κατσέλης μού έλεγε: «Μπράβο, μπράβο, περπατάς θαυμάσια. Μήπως έχεις πάει σε καμιά σχολή για μοντέλα;»
Είστε ευχαριστημένη από τη ζωή που κάνατε;
Πολύ ευχαριστημένη και ευγνώμων κυρίως στον Θεό αλλά και σε όλους αυτούς τους συναδέλφους που με αγκάλιασαν με τόση αγάπη. Αν και εγώ έφυγα πολύ νωρίς από το επάγγελμα…
Γιατί αυτό;
Αρρώστησε βαριά ο σύζυγός μου και είπα: «Τέρμα όλα. Σταματάω». Και σταμάτησα το ’84.
Πάντως, αν και προσπαθήσαμε να βρούμε συνέντευξή σας όλα αυτά τα χρόνια, μάταια. Δεν υπάρχει καμία…
Δεν με ενδιέφερε αυτό το κομμάτι καθόλου της δημοσιότητας. Και μάλιστα, όταν είπα οριστικά «τέλος», εκεί διέγραψα τα πάντα.
Ο σύζυγός σας ποιος ήταν;
Ήταν ένας λεβέντης στρατιωτικός που είχε πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά είχε πολεμήσει και στην Κορέα. Είμαι πολύ περήφανη για εκείνον. Σκεφτείτε, όταν αποφάσισε να φύγει από τον Στρατό, έκαναν δύο χρόνια για να του το επιτρέψουν. Τόσο σπουδαίος ήταν!
Σας στοίχισε το γεγονός ότι σταματήσατε απότομα την καριέρα σας;
Τι να κάνουμε. Αυτή ήταν η μοίρα μας. Ξέρετε, πιστεύω πολύ στο πεπρωμένο και σε αυτά που φέρνει η ζωή.
Τώρα που τα βλέπετε αποστασιοποιημένη;
Συγκινούμαι και αναπολώ εκείνες τις στιγμές και λέω μόνη μου: «Πόπη, καλά τα πήγες, ήταν ωραία τα χρόνια σου». Και ξέρετε, συγκινούμαι περισσότερο γιατί μου φέρθηκαν με πολλή αγάπη όλοι τους. Να το τονίσεις αυτό στη συνέντευξη σε παρακαλώ (γέλια).
Ποιος από όλους τους συμπρωταγωνιστές σας σάς λείπει περισσότερο;
Όλοι. Όμως τη Γεωργία Βασιλειάδου δεν υπάρχει μέρα που να μην τη σκεφτώ. Ήμασταν πολύ δεμένες και πολύ καλή ψυχή. Πριν πεθάνει η Γεωργία, ήταν στο νοσοκομείο άρρωστη. Κάθε μέρα λοιπόν έλεγε στην κόρη της, τη Φωτεινούλα: «Σε παρακαλώ, πες της Πόπης να έρθει». Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Εγώ όμως είχα ήδη φύγει τουρνέ με τον Παπαγιαννόπουλο. Και όταν πέθανε η Γεωργία, εγώ δυστυχώς δεν ήμουν εκεί που με ζητούσε. Δεν μπορούσα να αφήσω τον θίασο και να επιστρέψω στην Αθήνα.
Όταν γύρισα στην Αθήνα, η Γεωργία είχε φύγει από τη ζωή. Με πήρε λοιπόν η κόρη της τηλέφωνο και μου λέει: «Πόπη, η μαμά έχει ηχογραφήσει μια κασέτα και στην έχει αφήσει για να την ακούσεις εσύ. Μιλάει για σένα. Όπως σου έχει αφήσει και ένα άλλο δώρο». Εγώ όμως ήμουν τόσο λυπημένη που πέθανε, που δεν πήρα ποτέ αυτά που μου άφησε η Γεωργία. Και ακόμα και σήμερα εξακολουθώ να είμαι το ίδιο λυπημένη για τον χαμό της. Αυτό το φέρω βαρέως στη συνείδησή μου. Η Γεωργίτσα ήταν η αγαπημένη μου!
Στις ταινίες πάντως είχατε χημεία με τη Βασιλειάδου…
Τρομερή. Και τα αστεία όλα που έκανε ήταν αληθινά. Πέταγε ατάκα, πέταγα ατάκα…
Η ζωή σας μετά τις δόξες ως πρωταγωνίστρια πώς είναι;
Πολύ όμορφη και ήρεμη. Και όλα αυτά πηγάζουν από την πολύ όμορφη οικογένεια που απέκτησα. Έχω μία κόρη που έχει σπουδάσει γεωφυσικός και έχει προοδεύσει πολύ σε θέσεις υψηλές. Και έχω και έναν απίθανο εγγονό που έχει τελειώσει το αγγλικό πανεπιστήμιο. Μένει στην Αγγλία και είμαι ξετρελαμένη με αυτό το παιδί!
Αν σας έλεγε η κόρη σας ή ο εγγονός σας να γίνει ηθοποιός, θα τους αφήνατε;
Στις αρχές, όταν πλησίαζε να τελειώσει το λύκειο, ο εγγονός μου μού είχε πει: «Γιαγιά, εγώ θα γίνω ηθοποιός». Και τότε σάστισα. Το μόνο που του είπα, να ενημερωθείς για το επάγγελμα, να έχεις γνώσεις και θα δούμε… Εκείνος το έψαξε και μετά από μία εβδομάδα μού είπε: «Όχι, γιαγιά, δεν θέλω να γίνω ηθοποιός».
Στον δρόμο σάς αναγνωρίζουν;
Ναι, και μου κάνει εντύπωση γιατί εγώ ούτε έχω δώσει καμιά συνέντευξη ποτέ ούτε κάνω δημόσιες εμφανίσεις. Και καμιά φορά, όταν με σταματάνε και τους ρωτάω πώς με θυμήθηκαν αφού έχουν περάσει τόσες δεκαετίες, μου απαντάνε: «Ναι, αλλά έχετε ίδια φυσιογνωμία, ίδιο χαμόγελο και ίδια φωνή». Το χαίρομαι και τους ευχαριστώ γι’ αυτό το δώρο!
Το χειροκρότημα σας λείπει;
Δεν νομίζω. Δεν έδινα μεγάλη σημασία στο χειροκρότημα, αλλά στο σύνολο του θιάσου και του έργου. Όχι στην ατομικότητά μου.
Επειδή είναι η μοναδική συνέντευξη που έχετε δώσει, τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στα νέα παιδιά και κυρίως στους νέους συναδέλφους σας;
Να ζήσουν το όνειρο της ζωής όπως το έχουν φανταστεί!