Σε μια εξομολόγηση ψυχής, η ολιμπιονίκης που βρήκε το θάρρος να μιλήσει μετά από δύο δεκαετίες για την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας, εξηγεί τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Η Σοφία Μπεκατώρου έδωσε δύναμη και σε άλλες γυναίκες να μιλήσουν, μέσα από το κίνημα «Me too».
«Η πρώτη πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ ήταν το 1998 στην Ισπανία. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν μαζί μας ένας παράγοντας.
Επειδή μέχρι τότε είχαμε πόλεμο με την Ομοσπονδία. Υπήρχαν παράγοντες οι οποίοι , μας είχαν εκφοβίσει. Σε διάφορες συναντήσεις με την Ομοσπονδία μου είχαν επιτεθεί, μου έλεγαν ότι είμαι ένα τίποτα, ότι δεν θα φέρω καμία διάκριση. Εγώ συνέχιζα με την Αιμιλία την δουλειά μας και προσπαθούσαμε να φέρουμε μια καλή επίδοση. Ενας εκ των παραγόντων της Ομοσπονδίας ήταν πιο φιλικός και σε αυτόν είχαμε στρέψει όλες μας τις ελπίδες γιατί θεωρούσαμε ότι μπορούσε να προασπίσει τα δικά μας τα δικαιώματα γιατί κάθε φορά που πηγαίναμε στην Ομοσπονδία έπρεπε να διαπραγματευθούμε για πράγματα που είχαμε δικαίωμα να πάρουμε. Να πάμε κάποια ταξίδια να εκπροσωπήσουμε την χώρα μας, να έχουμε χρήματα για αυτές τις αποστολές και φυσικά να έχουμε και κάποια υλικά.
Μέχρι τότε νομίζαμε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν με το μέρος μας. Ήταν ο μοναδικός που δεν ήταν κακοπροαίρετος. Όταν είχαμε κάποια προβλήματα με την Αιμιλία μιλάγαμε περισσότερο μαζί του γιατί αυτός μιλούσε στον πρόεδρο και λυνόντουσαν. Όταν μάθαμε ότι θα ήταν μαζί μας σε εκείνη την αποστολή ανακουφιστήκαμε όλοι. Η πρόκριση δεν πήγε όπως την περιμέναμε, αλλά και τα δύο σκάφη καταλάβαμε την πέμπτη θέση και έτσι πετύχαμε την πρόκριση. Για εμένα θα ήταν η πρώτη φορά σε Ολυμπιάδα και ήμουν η πιο μικρή της ομάδας.»
«Δεν ήμουν κανένα κοριτσάκι που δεν είχε προσωπικότητα»
Την τελευταία μέρα αποφασίσαμε να βγούμε έξω να γιορτάσαμε όλοι μαζί. Στο τέλος επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο ανά δύο. Εμείς με τον παράγοντας μείναμε τελευταίο και μιλάγαμε.
Γυρνώντας στο ξενοδοχείο κάποια στιγμή γύρισε και με φίλησε. Πάγωσα, έμεινα έκπληκτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω από που ξεκίναγε αυτή η συμπεριφορά. Δεν ήξερα τι να κάνω. απομακρύνθηκα από κοντά του. Ο ένας στο ένα ξενοδοχείο και ο ένας στο άλλο. Στο ασανσέρ, εγώ έμενα σε πιο πάνω όροφο, όταν σταματήσαμε στο δικό του μου είπε να πάω στο δωμάτιο του. Του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος. Ήμουν πολύ διστακτική και μου είπε ‘έλα φοβάσαι;’. Με έπιασε το παράπονο. Δεν ήμουν κανένα κοριτσάκι που δεν είχε προσωπικότητα, θεωρούσα ότι μπορώ να ανταπεξέλθω σε κάθε δυσκολία.
Στην αρχή μιλούσαμε για τους αγώνες. Μετά με πλησίαζε περισσότερο. Εγώ άρχισα να αμύνομαι. Προσπάθησε να με πείσει. Άρχισε να με φιλάει, να με ρίχνει στο κρεβάτι. Του λέω ‘δεν θέλω’, μου λέει ‘έλα μωρέ δεν είναι τίποτα’. Προσπάθησα να του δείξω με τον τρόπο μου ότι δεν υπάρχει αμοιβαία επιθυμία, ότι δεν υπάρχει συναίνεση. Προσπαθούσε να με βγάλει τρελή. Κάποια στιγμή έτσι όπως ήταν πάνω μου του λέω ‘δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν καταλαβαίνεις ότι σου λέω δεν θέλω’. Εκείνος συνέχισε. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τον σπάσω στο ξύλο, μετά σκέφτηκα ότι είχε πολύ μεγάλη θέση στην Ομοσπονδία και εκείνη την ώρα δεν ήταν κανένας για να δει. Όλοι θα έλεγαν ‘γιατί γύρισες μαζί του πίσω;’.
«Ηθελα να βγάλω τη σάρκα μου»
Όταν τελείωσε, συνειδητοποίησα πως με είχε βιάσει. Ό,τι και αν του είπα αυτός δεν σταμάτησε. Όπως και να του είπα ότι δεν επιθυμώ αυτή την συνεύρεση δεν το άκουσε. Και τελικά είχα γίνει θύμα. Όταν σηκώθηκε από πάνω μου, έφυγα γρήγορα. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, η συναθλήτρια μου κοιμόταν. Έκανα μπάνιο, ένιωθα τόσο βρώμικη. Ήθελα να βγάλω τη σάρκα από πάνω. Ένιωθα ντροπιασμένη και πολύ θυμωμένη που δεν είχα αντιδράσει, που δεν τον είχα σπρώξει με όλη μου τη δύναμη. Είχε όμως γίνει.
«Ένιωθα ανήμπορη! ποιος θα με πίστευε;»
Το μοιράστηκα με τον σύντροφό μου. Εκείνος μου είπε ότι ήθελε να αντιδράσει, να πει να τον χτυπήσει, να τσακωθεί. Εγώ δεν τον άφησα. Ήταν και εκείνος αθλητής και ποιος θα με πίστευε; Και πώς θα συνεχίζαμε; Ένιωθα ανήμπορη, σαν ένα πιόνι που δεν ορίζω εγώ το παιχνίδι. Ένιωθα εγκλωβισμένη και του ζήτησα να μην μιλήσει και εκείνος το δέχθηκε. Ο παράγοντας ζήτησε να με συναντήσει μετά από δύο εβδομάδες. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει ότι ήμουν εξοργισμένη και ότι θα μίλαγα.
Μιλήσαμε έξω από τα Αστέρια, πάνω στην παραλιακή στην Γλυφάδα και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο προσπαθούσε να δει πώς εγώ το έχω πάρει, πώς θα αντιδράσω. Να καταλάβει τι θα έκανα. Εγώ το πρώτο που τον ρώτησα είναι ‘πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Να εκμεταλλευτείς την εμπιστοσύνη που σου είχα; Φαντάζεσαι να το έκανε κάποιος στο παιδί σου;’. Κατάλαβε ότι είχα συνειδητοποιήσει τον βιασμό και προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Να μου δείξει ότι θα απομακρυνθεί και θα ανακατευτεί πια.
«Τον απείλησαν ότι αν με πλησίαζε ξανά θα τον καταγγείλω»
Του ζήτησα να μην με ενοχλήσει ξανά, να μην με ξαναπάρει τηλέφωνο αλλά ήξερα ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Τον απείλησα ότι αν ποτέ με πλησίαζε ξανά θα τον καταγγείλω. Έτσι δεν μίλησα ξανά ποτέ για αυτό το θέμα.
Συναντηθήκαμε πολλές φορές ξανά, να διαπραγματευθούμε, να συζητήσουμε. Εμένα φυσικά η στάση μου άλλαξε, άλλαξε η ζωή μου για πάντα. Τη στιγμή του βιασμού έχασα ότι εκτίμηση είχα για τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω ότι έκανα αυτό το λάθος. Δεν φώναξα, δεν τον χτύπησα, δεν τον κατήγγειλα αμέσως. Ένιωθα εγκλωβισμένη. Ή θα μίλαγα και ελευθέρωνα την ψυχή μου ή θα έπρεπε να χάσω το όνειρό μου. Με την Αιμιλία είχαμε δουλέψει πάρα πολύ. Ένιωθα μεγάλο βάρος της ευθύνης. Δεν ήθελα αυτό να το καταστρέψει και δεν ήθελα να φύγω από τον χώρο της ιστιοπλοΐας γιατί είναι η ζωή μου. Αποφάσισα να το θάψω πολύ βαθιά και να κάνω ότι δεν υπήρχε.
Ο θυμός γινόταν όλο και μεγαλύτερος, ερχόταν στον ύπνο μου, σε φάσεις που δεν περίμενα. Έπρεπε όμως να ελέγξω τον εαυτό μου. Γιατί στον πρωταθλητισμό πάντα πρέπει να ελέγχεις τον εαυτό σου. Να μπορείς να αποδίδεις τα μέγιστα.
Όταν πέρασε και άρχισε να αλλάζει η συμπεριφορά μου ήταν πιο επιθετικός. Κάποιες φορές αντιδρούσε πολύ αρνητικά απέναντί μου. Με απαξίωνε. Με είχαν προειδοποιήσει ότι μπορεί να μας σαμποτάρουν, ότι μπορεί να μας έστηναν αγώνες αλλά δεν τους πίστευα. Δυστυχώς όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Υπήρξαν πολλά περιστατικά που όντως υπήρξαν στημένοι αγώνες. Είχα διαμαρτυρηθεί, είχα γράψει στην Ολυμπιακή Επιτροπή, στη Γενική Γραμματεία αλλά ποτέ δεν δικαιώθηκα. Εξαφανιζόντουσαν επιτροπές, χαρτιά. Έτσι κατάλαβα ότι όλο το περιβάλλον της ιστιοπλοΐας και οι άνθρωποι που είναι γύρω από την Ομοσπονδία είναι μια κλίκα.
Στα χρόνια που περνάγανε το εκμηστηρεύτηκα σε φίλους, συναθλητές, στην ψυχολόγο μου. Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αυτό το πράγμα ωρίμαζε. Ήξερα ότι θα έχω να αντιμετωπίσω κάτι πολύ μεγάλο που δεν ήξερα αν μπορώ να το διαχειριστώ. Όταν έγινε η αγωγή στον Κακλαμανάκη μείναμε όλοι έκπληκτοι γιατί ο καθένας είχε υποστεί κακοποίηση λεκτική, εκφοβισμό. κάθε είδους κατάχρηση εξουσίας. Όλοι τα είχαμε υπομείνει για τόσα χρόνια. Η αγωγή ήταν μια αφορμή για εμένα να σκεφτώ πολύ καλά ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσω στην δικαιοσύνη.
«Τότε συνειδητοποίησα ότι έχει να κάνει και με άλλους»
Όταν κλήθηκα σαν μάρτυρας κατέθεσα στον εισαγγελέα το συμβάν και κατονόμασα τον παράγοντα. Ήμουν πλέον ήσυχη ότι έχω κάνει το σωστό βήμα, ότι έχω μιλήσει στην δικαιοσύνη. Ήμουν αποφασισμένη να δώσω αυτή τη μάχη που ήταν έξω από το νερό αλλά θα μπορούσε να εξυγιάνει τον αθλητισμό και την ιστιοπλοΐα.
Μετά την καταγγελία πέρασε καιρός και παρακολούθησα μια σχετική συζήτηση. Θυμήθηκα τον δικό μου βιασμό και μια περίπτωση που τυχαία κάποιος γονέας όταν του είπα ότι κάνω ιστιοπλοΐα μου είπε ‘α ξέρεις τον τάδε; αυτόν που την πέφτει σε 15χρονα;’. Τότε συνειδητοποίησα ότι έχει να κάνει και με άλλους. Ότι μπορεί να κακοποιεί και άλλα παιδιά. Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να έχω κάνει αυτό που πρέπει νομικά αλλά ηθικά αυτός κυκλοφορούσε ελεύθερος χωρίς καμία συνέπεια.
Έγραψα ένα σχόλιο ότι και εγώ έχω υποστεί βιασμό. Έτσι μετά ήρθε η συνέντευξη.Έχω κάνει πολύ δουλειά για να σηκώνομαι κάθε πρωί και να λέω ‘ναι με έχουν βιάσει αλλά θα βοηθήσω άλλους ανθρώπους να είναι χαρούμενοι. Να ζουν τις χαρές του αθλητισμού και να είναι χαρούμενοι. Για άλλες γυναίκες, να μπορούν να στέκονται και να λένε ένα όχι και να ξέρει ο απέναντί τους ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτό το όριο. Να βάλουμε αυτό το όριο και να είναι ξεκάθαρο για όλους. Δεν μπλέκουμε το φλερτ με τον βιασμό. Άλλο είναι ο έρωτας, άλλο να μην θέλεις κάτι και ο άλλος να στο επιβάλει. Και όχι μόνο να στο επιβάλει αλλά να καταχράζεται την εξουσία που έχει πάνω σου επειδή ξέρει ότι δεν μπορείς να αντιδράσεις. Αυτό είναι κάτι που δεν θέλω να συμβεί ξανά σε κανέναν».