Η «επανάσταση», την οποία έχει σχεδιάσει η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (VMRO), καταπνίγεται από τα τουρκικά στρατεύματα. Το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Στην ιστορία θα μείνει ως η «Επανάσταση του Ίλιντεν» (Ίλιντεν = Ημέρα του Αη Λιά). Στην πραγματικότητα όμως, επρόκειτο περί εξέγερσης των κομιτατζήδων.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Η εξέγερση του Ίλιντεν (βουλγαρικά: Илинденско-Преображенско въстание, προφέρεται Ηλιντένσκο-Πρεομπράζενσκο βάστανιε, κυριολεκτικά: Εξέγερση του Προφήτη Ηλία-Μεταμορφώσεως) ήταν μία επανάσταση σλαβόφωνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την αυτονομιστική οργάνωση Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση το 1903. Το όνομα της εξέγερσης αναφέρεται στο Ίλιντεν (Илинден), όπως αποκαλούν οι Σλαβομακεδόνες και οι Βούλγαροι την ημέρα εορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/2 Αυγούστου με το σημερινό) και στο Πρεομπραζένιε (Преображение), το οποίο σημαίνει την ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου με το Ιουλιανό ημερολόγιο/19 Αυγούστου).
Η εξέγερση
Η εξέγερση στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, κυρίως στα κεντρικά και νοτιοδυτικά τμήματα του από τους Βούλγαρους των αγροτικών περιοχών και υποστηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό και από τους βλάχους της περιοχής.
Μια προσωρινή κυβέρνηση σχηματίστηκε στο Κρούσοβο, όπου οι αντάρτες κήρυξαν τη Δημοκρατία του Κρουσόβου υπό την ηγεσία του δάσκαλου Νίκολα Κάρεφ, η οποία καταλύθηκε μετά από μόλις δέκα ημέρες, στις 12 Αυγούστου. Στις 19 Αυγούστου, μια στενά συνδεδεμένη εξέγερση διοργάνωσαν οι Βούλγαροι χωρικοί στο βιλαέτι της Αδριανούπολης που οδήγησε στην απελευθέρωση μιας μεγάλης περιοχής στα βουνά της Στράντζας στην περιοχή των Σαράντα εκκλησιών , στη δημιουργία μιας προσωρινής κυβέρνησης στην πόλη Βασιλικό, τη Δημοκρατία της Στράντζας. Αυτή διήρκεσε περίπου είκοσι μέρες πριν καταλυθεί από τους Οθωμανούς.
Σήμερα αυτή η εξέγερση γιορτάζεται στην Βουλγαρία και στη Βόρεια Μακεδονία.
Γεωπολιτική κατάσταση
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε κάτω από το παλιό μοντέλο διοίκησης, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά, την αύξηση των εισαγωγών με βιομηχανικά προϊόντα, την αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, την αδυναμία της να εκβιομηχανιστεί. Η οικονομική δύναμη του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Μακεδονία και τη Θράκη εξασθενούσε και οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα των πόλεων και των κωμοπόλεων, είχαν αποκτήσει μεγάλη ευρωστία που αντικατοπτρίζονταν στην άνοδο του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου. Οι χριστιανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει τον έλεγχο του εμπορίου, της οικιακής βιοτεχνίας ακόμα και της τουρκικής διοίκησης, όπου παρατηρούνται συχνά φαινόμενα διαφθοράς. Στις αγροτικές περιοχές, ενώ τις εκτάσεις τις είχαν παλαιότερα οι μεγάλοι Τούρκοι γαιοκτήμονες οι οποίοι συμπεριφέρονταν άδικα και βάναυσα στους χριστιανούς εργάτες με παρακράτηση της αμοιβής τους, σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, οι χριστιανικοί και οι εβραϊκοί πληθυσμοί είχαν αποκτήσει ακόμα και τις μισές εκτάσεις των παλαιών τσιφλικιών.
Τα ανταρτικά σώματα των διάφορων εθνικών ομάδων προσπαθούσαν με θεμιτά ή όχι μέσα, συχνά με τη βία, να εκφοβίσουν τον αντίπαλο εθνικό πληθυσμό. Τα νέα σλαβόφωνα κράτη (Βουλγαρία και Σερβία) αλλά και η Ελλάδα άρχισαν να διεκδικούν τα κομμάτια της Μακεδονίας και της Θράκης βασιζόμενα σε ιστορικούς και εθνοτικούς λόγους. Ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής ήταν εθνοτικά μικτός, αλλά με πατριαρχική πλειοψηφία, και οι διεκδικήσεις κάθε κράτους βασίζονταν σε ανταγωνιστικές αξιώσεις από διάφορες αυτοκρατορίες του μακρινού παρελθόντος. Ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των εδαφών βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε εκστρατείες προπαγάνδας και ανταγωνισμού μέσω των εκκλησιών, της Βουλγαρικής Εξαρχίας και του Πατριαρχείου, για την κυριότητα των ναών και της γλώσσας την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αλλά ιδιαίτερα των σχολείων, που ελέγχονταν κυρίως από τον τοπικό μητροπολίτη, με σκοπό τη δημιουργία εθνικής συνείδησης στον τοπικό πληθυσμό.
Στην περιοχή εμφανίζονται διάφορες ομάδες εντεταλμένων παραστρατιωτικών και ανταρτών, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις υποστηρίζονται από τον τοπικό πληθυσμό ή τον τρομοκρατούν, και υποστηρίζονται ανεπίσημα από τις κυβερνήσεις βαλκανικών κρατών εκείνης της περιόδου. Κάθε τάση προσπαθούσε να ελέγξει τη λειτουργία των σχολείων και των εκκλησιών, ώστε να μπορεί να δηλώσει σε δεύτερο χρόνο τη δύναμη της κοινότητάς της απέναντι κυρίως στους προξένους, εκπροσώπους των δυνάμεων της Δύσης στην περιοχή, και σε κάθε επόμενη μεταστροφή των γεγονότων.
Το 1897 δημιουργήθηκε η Σλαβόφωνη Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΑΕΟ) ώστε να οργανώσει και να προκαλέσει μια εξέγερση, με την υπόσχεση αυτοδιάθεσης και αυτονομίας στον τοπικό πληθυσμό. Αρχική επιδίωξη της ήταν έπειτα από την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης, να ενταχθούν οι δυο περιοχές στο Βουλγαρικό Βασίλειο, όπως έγινε στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας όταν- με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878)– η περιοχή αυτονομήθηκε και αργότερα, με πραξικόπημα ενάντια στην οθωμανική αρχή, προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία. Ωστόσο πριν την εξέγερση του Ίλιντεν η οργάνωση είχε ανοιχθεί σε μεγαλύτερο μέρος του μακεδονικού πληθυσμού και η ιδέα της ένωσης με τη Βουλγαρία είχε εγκαταλειφθεί.
Η οργάνωση, που άλλαζε διάφορα ονόματα πριν και μετά την εξέγερση, ξεκίνησε κυρίως ως Βουλγαρομακεδονική υποστηρίζοντας την ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας αλλά και των περιοχών της Αδριανούπολης με τη Θράκη που ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την προστασία της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας. Η οργάνωση είχε ως σύνθημα το «Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Σύντομα στην οργάνωση αυτή δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα. Το ένα, οι Αυτονομιστές, υποστήριζε την αυτονόμηση της Μακεδονίας ως υπόσχεση για την διαφύλαξη της υπόσχεσης της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης της περιοχής που απέρριπτε την μελλοντική ένωση με τη Βουλγαρία, ενώ η άλλη ομάδα, που δημιουργήθηκε από μέλη του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου (Върховен македоно – одрински комитет, ВМОК), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1894 στη Σόφια, υποστήριζε την αρχικά αυτονομία της περιοχής και έπειτα την προσχώρηση στη Βουλγαρία. Τα μέλη της ομάδας αυτής ονομάστηκαν Ενωτικοί ή Βερχοβιστές, σε αντίθεση με τους Αυτονομιστές, επειδή πίστευαν στον υπέρτατο στόχο, την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.
Έτσι η οργάνωση ΕΜΑΕΟ που δημιούργησε το Ίλιντεν φαίνεται πως είχε ως τελικό στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων Χριστιανών από τον Σουλτάνο και τους Οθωμανούς-τη στιγμή που οι ντόπιοι έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να καταρρέει και να δημιουργούνται τα πρώτα βαλκανικά κράτη (με εξαίρεση την Ελλάδα που είχε ήδη δημιουργήσει το πρώτο εθνικό κράτος το 1830)- και μία αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία πιθανότατα μέσα σε μία ομόσπονδη ένωση βαλκανικών κρατών.
Γεγονότα
Η επιλογή της 20ής Ιουλίου, ημέρας του Προφήτη Ηλία, ήρθε ύστερα από μια σειρά πολλών αναβολών, ώστε να οργανωθεί με τον κατάλληλο τρόπο και με τη συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού. Η εξέγερση στη Μακεδονία εκδηλώθηκε στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και υποστηρίχθηκε από βουλγαρόφιλους και σλαβόφωνους των αγροτικών περιοχών αλλά και σε κάποιο βαθμό και από τον αρμανικό (βλάχικο) και ελληνόφωνο πληθυσμό της περιοχής.
Χωρικοί που συμμετείχαν μαζικά στην εξέγερση οπλισμένοι με αγροτικά εργαλεία επιτέθηκαν σε πύργους και κατοικίες Μουσουλμάνων, αλλά και Χριστιανών, μεγαλοϊδιοκτητών γης προξενώντας καταστροφές και λεηλασίες ακόμα και προβαίνοντας σε ωμότητες και δολοφονίες σε κάποιες περιπτώσεις. Η ανηλεής καταστροφή της περιουσίας των μεγαλοϊδιοκτητών οδήγησε την ηγεσία της ΕΜΑΕΟ να εκδώσει τρεις μέρες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης μια ειδική διαταγή που επέβαλλε την ποινή του θανάτου σε όσους κατέστρεφαν τη σοδειά των τσιφλικιών. Η κατοχή του Κρουσόβου από τους επαναστάτες κράτησε ακριβώς δέκα μέρες μέχρι τις 12 Αυγούστου ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία του Κρουσόβου υπό την προεδρία του δασκάλου Νικόλα Κάρεβ.
Στις 6 Αυγούστου 1903 / 19 Αυγούστου, ημέρα εορτής της Μεταμορφώσεως, έγινε η εξέγερση Βουλγάρων αγροτών στο βιλαέτι της Αδριανούπολης και οδήγησε στον έλεγχο μιας μεγάλης περιοχής στα όρη της Στράντζα κοντά στη Μαύρη Θάλασσα και ανακηρύχτηκε η δημιουργία αυτόνομης διοίκησης των ελεύθερων περιοχών με το όνομα Δημοκρατία της Στράντζας και μιας προσωρινής κυβέρνησης με έδρα την πόλη Βασιλικό (σήμερα Τσάρεβο της Βουλγαρίας, στην επαρχία Μπουργκάς). Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε συνολικά για είκοσι μέρες μέχρι την καταστολή της εξέγερσης από τον οθωμανικό στρατό.
Ο Μακεδονομάχος Κων. Ι. Μαζαράκης-Αινιάν, που επισκέφθηκε μυστικά την περιοχή το 1905, γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Αι βλαχόφωνοι πόλεις της Μακεδονίας ήσαν τα πατριωτικώτερα ελληνικά κέντρα. Το Μοναστήρι υπερείχε πάντων με τα πλησίον του Κρούσοβον, Μεγάροβον, Τύρνοβον, Νιζόπολιν, Πισοδέρι, Νέβεσκαν και λοιπά.»
Πολλές ανάλογες μαρτυρίες κατέθεσαν σε αναφορές τους το 1903 ο Εθναπόστολος ΄Ιων Δραγούμης, ο Μητροπολίτης Νευροκοπίου Θεοδώρητος, ο Πρωτοσύγκελος του Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, μετά Εθνομάρτυρος Σμύρνης το 1922, κ.α.π. Έτσι τότε Οθωμανοί, Βούλγαροι και Ρουμάνοι συμμάχησαν για να διασπάσουν Ελληνικό Τείχος. Με Ιραδέ του-διάταγμα- ο Σουλτάνος αναγνώρισε ξεχωριστό «έθνος» Βλάχων παρά τις μαζικές δημόσιες διαμαρτυρίες των Ελληνοβλαχικών Κοινοτήτων. Βάσει αυτού οι Ρουμάνοι τους διεξεδίκησαν ως «ρουμανική μειονότητα» και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εξαπέλυαν εναντίον τους επιδρομές.
ΒΜΡΟ
Στα επαναστατικά κείμενά του το ΒΜΡΟ τόνιζε ότι Μακεδόνες ήσαν όλοι οι κάτοικοι της Μακεδονίας που, όμως, ανήκαν και σε διαφορετικές εθνότητες. Γι’ αυτό έδωσε στα όργανά τους τις ακόλουθες γραπτές οδηγίες του:
«Εις τας συμμορίας να γίνωνται δεκτοί άνδρες αποφασιστικοί ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Ο σκοπός του Επαναστατικού Κομιτάτου δεν επιτυγχάνεται μόνον δια της διαφωτίσεως των διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά πρέπει να σχηματισθή η πεποίθησις ότι η πρόοδος αυτών εν τω μέλλοντι εξασφαλίζεται μόνον δι’ Αυτονόμου Μακεδονίας. Η Μακεδονία ένεκα λόγων εθνολογικών είναι αδύνατον να προσαρτηθή εις οιονδήποτε άλλο κράτος».
Οι επιδρομές, οι σφαγές, οι λεηλασίες και η τρομοκρατία των βουλγαρικών και παράλληλα των τουρκαλβανικών συμμοριών καθώς επίσης οι ωμές αυθαιρεσίες των Οθωμανών και η ουσιαστική συμμαχία τους με τους επιδρομείς προκαλούσαν τόσα δεινά στον πληθυσμό ώστε οι Μακεδόνες θα πήγαιναν και με τον διάβολο ακόμη για να σωθούν ή να ελπίσουν πως θα σωθούν.
Επικαλούμενος αυτήν την κατάσταση ο Αναστάσιος Πηχεών είχε ενημερώσει ήδη προ ετών τον Έλληνα Πρόξενο ότι οι δυστυχείς κάτοικοι θα ήσαν πρόθυμοι να δεχθούν ακόμη και σινοϊνδικάς συμμορίας προκειμένου να απελευθερωθούν.
Σε μήνυμα του προς τον πατέρα του, Στέφανο, στις 25 Ιουλίου ο Ίων Δραγούμης έγραψε ότι «έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία […] Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως» και ότι οι επαναστάτες καταλάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά κατοικούμενα από βλαχόφωνους και αλβανόφωνους, όπως το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο.
Οι αναφορές των ξένων Προξένων υπάρχουν στα Διπλωματικά Αρχεία και δημοσιεύθηκαν . Αναφέρουν:
L. Degrand 6 Μαΐου 1903: Η επιτήρηση των συνόρων δεν είναι πια τόσο αυστηρή και πολυάριθμοι οπαδοί (των κομιτάτων) καθώς πληροφορούμαι, κατευθύνονται προς τη Μακεδονία από τα βουνά της Ροδόπης.
Richard Hichel 12 Μαΐου 1903: Η βουλγαρική πλευρά πρέπει να ελπίζει ότι μεγάλες ομάδες από τη Βουλγαρία πρόκειται να περάσουν σύνορα. Παρά τις διαψεύσεις της βουλγαρικής ηγεμονικής κυβέρνησης και –νομίζω- παρά τη θέλησή της, η επανάσταση δεν έχει πάψει να τροφοδοτείται από τα εδάφη της Ηγεμονίας. Όχι μόνο βρίσκει καταφύγιο εκεί, αλλά καθημερινά αντλεί οικονομικές, υλικές και ανθρώπινες ενισχύσεις.
August Kral 25 Αυγούστου 1903: Οι ηγέτες τους ονομάζονταν Ανδρέας, Ιβανόφ, Παναγιωτόφ, Γκιουρτσίν, Πόπεφ και Πίτο Γκούλη, από τους οποίους οι δύο πρώτοι χαρακτηρίζονται από τις αρχές ως Βούλγαροι αξιωματικοί. Μάλιστα ο Γερμανός υπολοχαγός του Γενικού Επιτελείου Goeben, ο οποίος βρίσκεται εδώ υπό την ιδιότητα του ανταποκριτή, μου λέει ότι το είδος και η θέση των αναχωμάτων, που έχουν κατασκευαστεί, προδίδει τις στρατιωτικές γνώσεις των ηγετών.
August Kral 1 Σεπτεμβρίου 1903: Η ηγεσία του κινήματος βρίσκεται στα χέρια γνωστών καπεταναίων και βοεβόδων, που ενισχύονται, όπως είναι γνωστό άλλωστε, από μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αξιωματικών και υπαξιωματικών. Στις ανατινάξεις, κυρίως των σιδηροδρομικών γραμμών, χρησιμοποιούνται χωρίς αμφιβολία Βούλγαροι στρατιώτες του Μηχανικού.
August Kral 18 Οκτωβρίου 1903: Σήμερα το απόγευμα συνελήφθη σ’ ένα βουλγαρικό σχολείο ο Βούλγαρος υπολοχαγός Ντιμίτρι Στόϊκοφ. Είχε δράσει με την ομάδα και στο Δεμίρ-Χισάρ, αρχικά μόνος, ενώ στο τέλος μαζί με τον αξιωματικό Ντέτσεφ.
Ένα από τα πρωτοκλασάτα στελέχη των κομιτατζήδων, ο Βασίλ Τσακαλάρωφ από την Καστοριά: «Αν και είχαμε πει να είμαστε κρυφά, παρ’ όλα αυτά όλοι μας κατάλαβαν, ακόμα-ακόμα και ο γραικομάνος παπάς Γκέρμαν ζήτησε να έρθει σε μας. Του επιτρέψαμε να έρθει. Αυτός ο αδελφός σε τέτοιο βαθμό είχε εξελληνιστεί, που άρχισε να μας μιλά και μια βουλγαρική λέξη έλεγε και δύο ελληνικές. Αναφερθήκαμε στο ζήτημα της εθνικότητάς του, αυτός προσπάθησε με κάθε τρόπο να μας αποδείξει ότι είμαστε Έλληνες! Αφού απέτυχε να παρουσιάσει τα στοιχεία που του ζητήσαμε, άρχισε να αναπτύσσει την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, ότι δεν είμαστε ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι, αλλά είμαστε Μακεδόνες, χωρίς να σκεφτεί ότι στη Μακεδονία έχει και Τούρκους και Εβραίους και πολλά άλλα έθνη. Κάποιος που δεν γνωρίζει την ιστορία και αρχίσει να σου κάνει κήρυγμα για αυτήν είναι πολύ αστείο! Δεν θέλαμε να μπούμε σε περισσότερες διαμάχες μαζί του και γι’ αυτό τον σταματήσαμε»….
Η στάση της Ελλάδος
Η στάση του τότε ελληνικού κράτους, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί απόλυτα ιστορικά, επάνω στην επανάσταση του Ίλιντεν δεν φαίνεται να ήταν θετική γιατί προφανώς μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία θα ήταν κόντρα στις εδαφικές βλέψεις της χώρας στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Πεζά, τον τότε πρόξενο της Ελλάδας στο τότε Οθωμανικό Μοναστήρι (Μπίτολα), και τα όσα γράφει σε έκθεση προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης το 1902, η επερχόμενη εξέγερση (Ίλιντεν) έχει ως στόχο μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία, προτίθενται να την ακολουθήσουν και πατριαρχικοί και εξαρχικοί πληθυσμοί και περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες ζωής πολλών Μακεδόνων (κυρίως αγροτών).
Υπήρξε γενικός ξεσηκωμός των Ελλήνων (τότε ξέσπασε και το επαναστατικό κίνημα του Ολύμπου και σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση στο Λιτόχωρο, η οποία επεκτάθηκε σε Κοζάνη, Καστοριά, Φλώρινα και Μοναστήρι), που αφύπνισε τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Πρωσία), οι οποίες πίεσαν τη Ρωσία. Έτσι οδηγηθήκαμε στη Συνθήκη του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878), που περιόριζε τη Βουλγαρία σαν αυτόνομη επαρχία μεταξύ Αίμου και Δούναβη, ενώ μεταξύ Αίμου και Ροδόπης ιδρυόταν η αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Ο Πεζάς αναφέρει πως ο ίδιος και το ελληνικό κράτος επιδιώκει μια συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές και δίνει μάλιστα σε αυτές όλες τις πληροφορίες που έχει μαζέψει σχετικά με τις κινήσεις των αυτονομιστών, καθώς επιθυμεί τη συντριβή του κινήματος. Αναφέρει ακόμα πως η Ελλάδα ενδιαφέρεται για την ηρεμία και την ευημερία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς φοβάται πως η αναταραχή θα μπορούσε να επεκταθεί και μέσα στην Ελλάδα. Τις παραμονές της επανάστασης ο νέος πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι Κ. Κυπραίος αναφέρει πως υπάρχει συνεργασία του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε επίπεδο πληροφοριών για την επερχόμενη επανάσταση και πως ξοδεύονται χρήματα για προπαγάνδα που θα απέτρεπε τον πατριαρχικό πληθυσμό να μπει στην επανάσταση. Τέλος, ο τότε μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης χαρακτηρίζει με ύβρεις τους επαναστάτες, ενώ φαίνεται πως ο συνεργάτης του και συνεργάτης των Οθωμανών Βαγγέλης Στρεμπενιώτης με τους άντρες του είχε συμμετοχή σε μία εκστρατεία κατά των επαναστατών στις 4 Αυγούστου.
Συλλήψεις μελών της βουλγαρικής ΕΜΑΕΟ
Όταν η εξέγερση εξαπλώθηκε πολλά ηγετικά στελέχη σκοτώθηκαν σε μάχες με τους Οθωμανούς και η δράση της εξέγερσης καταστάλθηκε μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, ενώ πολλοί που στρατεύτηκαν με τους εξεργεθέντες σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Η οθωμανική διοίκηση έβλεπε τώρα με μεγαλύτερη καχυποψία τους χριστιανικούς πληθυσμούς, και αντί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των βασικών δικαιωμάτων του χριστιανικού στοιχείου, η καταπίεση εντάθηκε και δοκιμάστηκε η εμπιστοσύνη του πληθυσμού σε ανάλογες μελλοντικές αυτονομιστικές ενέργειες. Πιθανολογείται ότι ένας από τους κυριότερους στόχους της εξέγερσης, που ήταν η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, επετεύχθη και κατάφεραν να πείσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσπαθήσουν να παρέμβουν στον σουλτάνο ώστε να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους, αν και η πίεση αντίθετα εντάθηκε στο χριστιανικό στοιχείο και οδήγησε, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων, στην κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1912.
Σύμφωνα με τον Βρετανό δημοσιογράφο H. N. Brailsford: «Το Ίλιντεν ήταν η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του βουλγαρικού στοιχείου στη Μακεδονία και την Θράκη, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας το 1903.»
Επανάσταση των κομιτατζήδων
Γεγονός είναι πως όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι:
α) Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα που εκδηλώθηκε στη δυτική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1903.
β) Πήραν μέρος σ’ αυτό κυρίως σλαβόφωνοι σχισματικοί (εξαρχικοί) αγρότες καθοδηγούμενοι από τους κομιτατζήδες.
γ) Ελάχιστοι πατριαρχικοί (σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι αλβανόφωνοι) συμμετείχαν στο ΄Ιλιντεν, κι αυτοί εξαναγκασμένοι από τα κομιτάτα, υπό την απειλή του θανάτου.
δ) Οι αντάρτες χτύπησαν βίαια τόσο τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό, όσο και τους πατριαρχικούς.
ε) Τα αιματηρά αντίποινα του οθωμανικού στρατού ήταν αναμενόμενα από την ηγεσία του κινήματος και μάλιστα επιδιωκόμενα, ώστε να προκαλέσουν την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.
στ) Σε τελευταία ανάλυση το κίνημα του Ίλιντεν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.