Η χιονοστιβάδα αποκαλύψεων σχετικά με τη σεξουαλική, εργασιακή και ψυχολογική βία που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες στον δημόσιο βίο φαίνεται πως ενθάρρυνε τους ανθρώπους της «διπλανής πόρτας» να σηκώσουν το ακουστικό και να καταγγείλουν ανάλογα περιστατικά.
Στην αποκάλυψη αυτή προχώρησε την Τετάρτη, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο πρόεδρος του «Χαμόγελου του Παιδιού», Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος. «Αυτό συμβαίνει διαχρονικά. Κάθε φορά που υπάρχει μια ένταση γύρω από ένα θέμα αυξάνονται και οι σχετικές καταγγελίες, όπως τώρα. Δεν χρειάζεται όμως να έρθουν στη δημοσιότητα αυτά τα ζητήματα για να μιλήσουμε. Κάποιος που κακοποιείται σεξουαλικά πεθαίνει κάθε μέρα», ανέφερε, παραθέτοντας το παράδειγμα ενός 30χρονου άνδρα που έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στα παιδικά του χρόνια.
«Μας κάλεσε, λέγοντάς μας πως θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο, είπε πως στα επτά του ο θείος του άρχισε να τον κακοποιεί. Το παιδί μεγαλώνοντας σπούδασε Θεολογία, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό θα καταφέρει να διαχειριστεί αυτό που συνέβαινε μέσα του. Όμως, έφτασε τα 30 και “έσκασε”», αναφέρει σχετικά.
«Νιώθουν ότι τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουν»
Σύμφωνα με τον συντονιστή του Εθνικού Κέντρου για τις Εξαφανίσεις και τα Παιδιά Θύματα Εκμετάλλευσης και ψυχολόγο στο «Χαμόγελο του Παιδιού», Στέφανο Αλεβίζο, η αύξηση των καταγγελιών τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται τόσο από τρίτα πρόσωπα που αντιλαμβάνονται σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στον περίγυρό τους όσο και από τα ίδια τα παιδιά. «Όταν μια Ολυμπιονίκης, που βγάζει μια αίγλη κι έναν σεβασμό, καταγγέλλει δημόσια κάτι τέτοιο, τα παιδιά αυτομάτως νιώθουν ότι τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουν, ότι αφού βίωσε κι εκείνη κάτι αντίστοιχο, δεν θα υπάρχει διαπόμπευση για εκείνα. Κι έτσι παρατηρείται ένα μπαράζ αναφορών. Ο ίδιος ο ΟΗΕ έχει κατά καιρούς αναφέρει ότι όσο πιο πολύ μιλάμε για ένα πρόβλημα τόσες περισσότερες αναφορές έχουμε και, κατά συνέπεια, καλύτερη εικόνα», εξήγησε.
Όσο για τους λόγους για τους οποίους απαιτείται κάποιο ερέθισμα προκειμένου να «ανοίξουν τα στόματα», όπως οι καταγγελίες δημόσιων προσώπων στην προκειμένη περίπτωση, ο κ. Αλεβίζος συμπληρώνει πως το αίσθημα ντροπής, φόβου και ενοχής «ακινητοποιεί» το θύμα. «Τα παιδιά πολλές φορές δεν γνωρίζουν ότι κακοποιούνται. Αντιλαμβάνονται την πράξη σαν μια “υποχρέωση” απέναντι στον γονέα ή τον εκάστοτε θύτη», προσθέτει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020 αυξήθηκαν κατά 40,9% οι ανώνυμες και επώνυμες κλήσεις στο 1056 για θέματα κακοποίησης παιδιών. «Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά. Δεν μπορούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα, καθ’ όσον δεν υπάρχει εθνικός οργανισμός που να καταγράφει τη σεξουαλική κακοποίηση», διευκρίνισε ο κ Γιαννόπουλος.