Σε… ξέφραγο αμπέλι κινδυνεύει να μετατραπεί η χώρα από την παρουσία δεκάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών, μετά το stop στις απελάσεις που αποφάσισε η Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με το άρθρο 74 του νέου Ποινικού Κώδικα που ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019, απαγορεύεται η απέλαση αλλοδαπών, ενώ παράλληλα καταργείται το μέτρο που επιβάλλεται ταυτόχρονα με την ίδια δικαστική απόφαση ως παρεπόμενη ποινή και απαγορεύει την επανείσοδο του αλλοδαπού στην Ελλάδα.
Έπειτα από ερώτημα του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., σχετικά με το τι γίνεται με τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν την απέλαση αλλοδαπών, μετά το πέρας της ανωτέρω ημερομηνίας, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης, εξέδωσε γνωμοδότηση, στην οποία αναφέρει ότι οι υποθέσεις αυτές πρέπει να τεθούν άμεσα στο αρχείο. Στη γνωμοδότησή του ο κ. Βουρλιώτης αναφέρει ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας καθιερώνει με το άρθρο 2 την αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου, ο οποίος ίσχυσε από την τέλεση της πράξης ως τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, και προσθέτει ότι «επιεικέστερος νόμος είναι εκείνος που περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις», δηλαδή «εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη, ακόμη και μεταξύ περισσοτέρων του ενός νόμου».
Αξιόποινη πράξη
Ο κ. Βουρλιώτης σημειώνει ότι η παράνομη επάνοδος στη χώρα ατόμου ξένης καταγωγής που είναι καταχωρισμένο στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών εξακολουθεί να αποτελεί αξιόποινη πράξη, «καθ’ όσον η καταχώριση του μετανάστη στον συγκεκριμένο κατάλογο δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην περί απελάσεως και απαγόρευσης εισόδου διάταξη της σχετικής δικαστικής απόφασης».
Ωστόσο, όπως αναφέρει, μετά την κατάργηση της δικαστικής απέλασης, ο χαρακτηρισμός «ανεπιθύμητος» για άτομο ξένης καταγωγής με μόνη την απόφαση ή τη διάταξη δικαστηρίου «είναι νομικά ανεπέρειστη, αφόρητα δυσμενής και δοκιμάζει τα όρια της συνταγματικής τάξης και των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας, γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης για τον επαναπροσδιορισμό των όρων και προϋποθέσεων διαγραφής από τον ανωτέρω κατάλογο».