Το ακατάστατο πρόγραμμα ύπνου συνδέεται με την κακοκεφιά αλλά και τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης μακροχρόνια, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Οι άνθρωποι που τείνουν να ξυπνάνε διαφορετικές ώρες κάθε μέρα, να κοιμούνται λίγο ή να ξενυχτάνε τα περισσότερα βράδια παρουσιάζουν συνήθως μεταπτώσεις στη διάθεσή τους, ενώ μακροπρόθεσμα αυξάνουν τις πιθανότητές τους να εκδηλώσουν κατάθλιψη.
Ερευνητές της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν κατέγραψαν για διάστημα ενός έτους τις συνήθειες ύπνου και τη διάθεση 2.100 νέων γιατρών, οι οποίοι δυσκολεύονταν να τηρήσουν συγκεκριμένα ωράρια ύπνου, λόγω των συνθηκών εργασίας τους. Η καταγραφή των δεδομένων έγινε με τη βοήθεια «έξυπνων» ρολογιών και αντίστοιχων wearable συσκευών. Εκείνοι που ακολουθούσαν διαφοροποιημένο πρόγραμμα ύπνου από μέρα σε μέρα πετύχαιναν μεγαλύτερο σκορ στα ερωτηματολόγια συμπτωμάτων κατάθλιψης στα οποία υποβάλλονταν, ενώ ήταν περισσότερο κακόκεφοι. Το ίδιο συνέβαινε με όσους ξενυχτούσαν ή κοιμούνταν λίγες ώρες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν τη συνέπεια στον ύπνο ως έναν υποτιμημένο παράγοντα σε ό,τι αφορά την κατάθλιψη και τη γενικότερη ευζωία, παρά το γεγονός ότι οι νέοι γιατροί που συμμετείχαν στη μελέτη δεν αντιπροσωπεύουν τον γενικότερο πληθυσμό. Ελπίζουν, ωστόσο, ότι άλλες ερευνητικές ομάδες θα μελετήσουν την επίδραση του ύπνου σε άλλες ηλικιακές ομάδες και πληθυσμιακές κατηγορίες.