Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, από το 2009 μέχρι και το 2018, αναζήτησαν διέξοδο σε άλλες δραστηριότητες, εκτός της παραδοσιακής επιχειρηματικής λειτουργίας, για να ενισχύσουν το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους.
Εξάλλου πόσο μπορεί να στηρίζει μία δραστηριότητα έναν επιχειρηματικό όμιλο που έχει διάρκεια ζωής 60, 70 και 100 χρόνια, και μάλιστα στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, όπου τα πάντα κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα και αλλάζουν οι καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων;
Σύμφωνα με την έρευνα της «κυριακάτικης δημοκρατίας», αναζητώντας από το 2013 και μετά ποιες εταιρίες έδειξαν ενδιαφέρον να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες προέκυψε ότι σε πλεονεκτικότερη θέση βρέθηκαν από την αρχή οι εταιρίες που διέθεταν αξιόλογη ακίνητη περιουσία, που ήταν δύσκολο να ρευστοποιηθεί, και στράφηκαν κυρίως μετά το 2013 σε γεωργικές καλλιέργειες, με προτίμηση σε προϊόντα όπως η ντομάτα, το κρασί, το ελαιόλαδο, τα μανιτάρια και η εμφιάλωση νερού.
Υπάρχουν και εταιρίες που ενίσχυσαν την παρουσία τους στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά πάρκα) και προέρχονται από ξεχωριστούς κλάδους, όπως είναι τα ξενοδοχεία, η πληροφορική κ.ά. Ωστόσο, και τα τυχερά παιχνίδια αποτέλεσαν διέξοδο για εταιρίες που ασχολούνται με τα καύσιμα.
Ολα αυτά, βέβαια, σε έναν βαθμό τα πάγωσε η πανδημία και πιθανότατα οι επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους, διότι το shop in house κερδίζει ολοένα έδαφος, αφού για αρκετό καιρό θα παραμένει ο φόβος της εξόδου σε κλειστούς χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας.
Η Revoil στα τυχερά
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εναλλακτικών επενδύσεων αποτελεί η εμπορική εισηγμένη εταιρία πετρελαιοειδών Revoil, η οποία, μετά την πώληση βενζίνης και πετρελαίου θέρμανσης μέσα από το δίκτυο πρατηρίων της σε όλη την Ελλάδα, επεκτάθηκε στον κλάδο των τυχερών παιχνιδιών. Η διοίκηση της οικογένειας Ρούσου αναζητεί συνέργειες που θα αξιοποιήσουν το δίκτυό της, με τον κλάδο των τυχερών παιχνιδιών να αποτελεί μία από τις βασικές επιλογές, λόγω του σημαντικού αριθμού πελατών που εισέρχονται στη διάρκεια της ημέρας.
Το δίκτυο πρατηρίων υγρών καυσίμων απαριθμούσε, μέχρι και τα τέλη Δεκεμβρίου 2017, 536 πρατήρια, τα οποία φέρουν τα χρώματα και τα σήματά της, και το οποίο εκτείνεται στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας. Επιπρόσθετα, η εταιρία συνεργαζόταν με 213 πρατήρια, τα οποία φέρουν το σήμα Α.Π. (Ανεξάρτητα Πρατήρια), καθώς επίσης και με μεταπωλητές πετρελαίου θέρμανσης.
Χάλυβας και ντομάτα
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εναλλακτικών επενδύσεων αποτελεί η επιλογή των εισηγμένων Ελαστρον (κλάδος εμπορίας και επεξεργασίας χάλυβος, λαμαρινών, ειδών σιδήρου, μετάλλων) και Πλαστικά Θράκης, που από το 2013 έχουν επεκταθεί στην υδροπονική καλλιέργεια για την παραγωγή ντομάτας.
Οι δύο εισηγμένες εταιρίες είχαν δημιουργήσει για τον σκοπό αυτό ξεχωριστές θυγατρικές εταιρίες (Ελαστρον Αγροτική και Θερμοκήπια Θράκης, αντίστοιχα), οι οποίες πλέον έχουν συγχωνευτεί και διευρύνουν το φάσμα εργασιών με την εξαγωγή ντομάτας στις σκανδιναβικές χώρες. Οπως σημείωνε στην ετήσια λογιστική έκθεση του 2015 η διοίκηση της μεταλλουργικής Ελαστρον, «στον αγροτικό τομέα του ομίλου τέθηκαν σε λειτουργία 20 επιπλέον στρέμματα θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων στην περιοχή της Ξάνθης, διπλασιάζοντας την παραγωγική δυναμικότητα. Η συνολική επιφάνεια της εγκεκριμένης από αναπτυξιακό νόμο επένδυσης ανέρχεται σήμερα σε 40 στρέμματα, ενώ σε πλήρη κάλυψη αναμένεται να ανέλθει σε 85 στρέμματα εγκαταστάσεων παραγωγής οπωροκηπευτικών με τη μέθοδο της υδροπονίας και τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας».
Εμφιαλωμένα νερά και μανιτάρια
Αλλη ενδιαφέρουσα επένδυση είναι της εισηγμένης Λανακάμ, η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο της νηματουργίας και εισήλθε το 2013 στην αγορά μανιταριών, με ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους.
* Επίσης, η μαρμαροβιομηχανία Ικτίνος έχει στραφεί στις εξαγωγές κρασιού και ελαιολάδου στην αγορά της Κίνας.
* Η εισηγμένη Mevaco, που δραστηριοποιείται στη μεταλλουργία, επεκτάθηκε στην αγορά της παραγωγής και της τοποθέτησης ηλεκτρονικών, φωτεινών πινακίδων. Το κόστος εισόδου στη νέα αγορά είναι περιορισμένο, καθώς θα γίνει μέσα από την εξαγορά της τεχνογνωσίας από εταιρία του κλάδου και στη συνέχεια με τη σταδιακή απορρόφηση των δραστηριοτήτων της.
* Την είσοδό του στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της θυγατρικής του ΚΕΝ Α.Ε., ανακοίνωσε το 2017 ο όμιλος Καράτζη, που δραστηριοποιείται στον ξενοδοχειακό κλάδο.
* Επίσης, το 2017 στην ετήσια συνέλευση των μετόχων της Μάρμαρα Κυριακίδης αποφασίστηκε ομόφωνα να επεκταθεί ο εταιρικός σκοπός, με την ίδρυση και λειτουργία μονάδας εμφιάλωσης νερού και την εμπορία του.
Επενδύσεις εκατομμυρίων για τη μάχη της μάσκας
Η πανδημία μπορεί να έφερε και να προκαλεί μεγάλους κλυδωνισμούς στην ελληνική οικονομία, αλλά από την άλλη πλευρά άνοιξε νέους επενδυτικούς ορίζοντες. Δημιουργήθηκε ένας νέος επενδυτικός τομέας, που αφορά την παραγωγή μασκών. Οπως εξάλλου δείχνει η εμπειρία των 12 μηνών του Covid-19, οι μάσκες θα μας συντροφεύουν για αρκετό καιρό ακόμα.
Στη «μάχη» της παραγωγής μασκών, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες εγχώριες ανάγκες, μπήκαν με το ξέσπασμα της πανδημίας και ελληνικές εταιρίες, οι οποίες μέχρι σήμερα δραστηριοποιούνταν σε άλλα προϊόντα. Επενδύοντας μάλιστα στις μάσκες, σε αρκετές περιπτώσεις είδαν τις πωλήσεις τους να ανεβαίνουν, αντισταθμίζοντας την πτώση της ζήτησης που παρατηρήθηκε στις άλλες τους δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιδιοκτήτης της Lariplast Γιάννης Τσερέπας, ο οποίος μαζί με τον Αχιλλέα Νταβέλη της Animus και τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο της Chipita δημιούργησαν τη Larisa Face Cover (LFC), που παράγει χειρουργικές μάσκες μίας χρήσης. Η βιομηχανία από τη Λάρισα, που ιδρύθηκε στις 26 Μαρτίου 2020, δηλαδή εν μέσω της πανδημίας και υλοποιεί επένδυση 11,5 εκατ. ευρώ, από τον περασμένο Αύγουστο έχει πενταπλασιάσει την παραγωγή της, δηλαδή παράγει μηνιαίως 60.000.000 μάσκες μίας χρήσης ή 2.000.000 την ημέρα, από 500.000 μάσκες ημερησίως που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή η παραγωγή της.
Εκτός όμως από την παραγωγή μασκών, η LFC μπαίνει και στην παραγωγή της πρώτης ύλης, δηλαδή γίνεται η πρώτη πανευρωπαϊκά καθετοποιημένη μονάδα στο είδος της. Σήμερα την πρώτη ύλη, το meltblown (πρόκειται για το υλικό που χρησιμοποιείται και στις βρεφικές πάνες και στις σερβιέτες), την προμηθεύεται από παραγωγούς της Ευρώπης και κυρίως από την Ιταλία. Το 50% της παραγωγής των χειρουργικών μασκών που παράγει η Larisa Face Cover κατευθύνεται στην Ελλάδα και η υπόλοιπη παραγωγή στο εξωτερικό. Με την ολοκλήρωση της επένδυσης εκτιμάται ότι το 80% θα εξάγεται.
Πλαστικά Θράκης
Στις μάσκες επενδύει και η Πλαστικά Θράκης. Πρόσφατα έθεσε σε λειτουργία τη νέα γραμμή παραγωγής υλικού meltblown, το οποίο θα χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, και για την παραγωγή όλων των τύπων μασκών, από χειρουργικές μάσκες μέχρι και μάσκες τύπου FFP2 και FFP3. Πρόκειται για επένδυση ύψους 5.000.000 ευρώ της κατά 100% θυγατρικής Don&Low Ltd, με έδρα τη Σκοτία, που έχει αντικείμενο την αγορά και την εγκατάσταση του απαιτούμενου μηχανολογικού εξοπλισμού.
Ηδη ο όμιλος προέβη σε έκτακτη επένδυση ύψους άνω των 400.000 ευρώ, προκειμένου να προσθέσει τον απαιτούμενο μηχανολογικό εξοπλισμό για την παραγωγή χειρουργικών μασκών τύπου Ι, τύπου ΙΙ και τύπου ΙΙR. Οι νέες γραμμές παραγωγής έχουν ήδη εγκατασταθεί στα εργοστάσια του ομίλου, στην Ξάνθη, και η παραγωγική τους δυναμικότητα ξεπερνά τις 400.000 μάσκες ανά ημέρα. Παράλληλα, υλοποιεί επενδύσεις αγοράς και εγκατάστασης μηχανολογικού εξοπλισμού για την παραγωγή χειρουργικών μασκών από τις θυγατρικές του ομίλου στη Σκοτία και την Ιρλανδία. Η ημερήσια δυναμικότητα των συγκεκριμένων γραμμών παραγωγής είναι της τάξης των 800.000 και 200.000 μασκών ανά ημέρα, αντίστοιχα. Συνολικά η παραγωγή του ομίλου σε χειρουργικές μάσκες ξεπερνά το 1.400.000 τεμάχια ημερησίως.
Ακόμα τρεις παίκτες
Εκτός από την LFC και την Πλαστικά Θράκης, τη μάχη της μάσκας δίνει και η FiberTex από την Κόρινθο. Η εταιρία έχει ανακοινώσει την υλοποίηση νέας επένδυσης και, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, θα παράγει 10.000.000 μάσκες τον μήνα.
Ακόμα η βιομηχανία Mediline Isothermal Solutions, που παράγει ειδικές συσκευασίες για τη μεταφορά θερμοκρασιακά ευαίσθητων προϊόντων, προσάρμοσε και επέκτεινε την παραγωγική της μονάδα στα Οινόφυτα, με σκοπό την κατασκευή ασπίδων προστασίας προσώπου αλλά και απλών χειρουργικών μασκών.
Σε αυτή τη νέα αγορά εισήλθε και η κλωστοϋφαντουργία Siamidis, που βρίσκεται στα Οινόφυτα. Η δυναμικότητα παραγωγής ξεπερνά τα 3.300.000 μάσκες τον μήνα, ενώ η επένδυση πραγματοποιήθηκε με ίδια κεφάλαια. Η Siamidis δραστηριοποιείται στην παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από το 1961 και από τη δεκαετία του 1990, μέσα από μια πολιτική προϊοντικής διαφοροποίησης και εστίασης σε είδη προστιθέμενης αξίας, παράγει τεχνικά υφάσματα, ενδύματα και μέσα ατομικής προστασίας για τα Σώματα Ασφαλείας, την Πυροσβεστική, τις Ενοπλες Δυνάμεις και τη βιομηχανία.
Η ΜΕΓΑ επένδυση
Ακόμα η ΜΕΓΑ Α.Ε. είναι μία εταιρία που εδώ και τέσσερις δεκαετίες επενδύει συστηματικά στην Ελλάδα και πολύ πριν από την εμφάνιση του SARS-CoV-2 πρωτοστατούσε παγκοσμίως στην προάσπιση της μέγιστης αξίας της προϊοντικής ασφάλειας, η οποία, δικαιωματικά, αποτελεί την ύψιστη απαίτηση του καταναλωτή. Η κατηγορία των χειρουργικών μασκών αναπτύχθηκε σημαντικά με την εμφάνιση της πανδημίας, καθώς η συστηματική χρήση της από το γενικό κοινό αποτελεί ισχυρό σύμμαχο ενάντια στους ιούς. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί, καθώς δεν βασίζεται σε δεδομένα σταθερής ζήτησης. Για παράδειγμα, σε μερικούς μήνες από σήμερα ενδεχομένως η χρήση μάσκας να περιοριστεί, εφόσον η πανδημία εισέλθει σε φάση ύφεσης, κάτι που ευχόμαστε όλοι. Αυτό όμως δεν λειτούργησε ανασταλτικά για τη ΜΕΓΑ.
Η εταιρία προχώρησε εκτάκτως στη δημιουργία μιας νέας, υπερσύγχρονης γραμμής παραγωγής, δυναμικότητας 200.000.000 μασκών ετησίως. Τόσο η νέα γραμμή παραγωγής χειρουργικών μασκών όσο και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται είναι ευρωπαϊκής προέλευσης, ενώ εξασφαλίζεται ανέπαφη παραγωγή, σύμφωνα με τα αυστηρά πρωτόκολλα ποιοτικού ελέγχου της ΜΕΓΑ.
Ο «βασιλιάς» των σαπουνιών στην παραγωγή αντισηπτικών
Η άδεια παραγωγής αντισηπτικών σε δεκάδες ελληνικές βιομηχανίες τον περασμένο Μάρτιο βοήθησε σειρά επιχειρήσεων παραγωγής καλλυντικών να βρουν μια νέα δυναμική αγορά, αντισταθμίζοντας, μάλιστα, απώλειες από τις παραδοσιακές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της εταιρίας Παπουτσάνης, η οποία στους πρώτους έξι μήνες του 2020 αύξησε τις πωλήσεις της κατά 45%. Η εταιρία επένδυσε έγκαιρα στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας για την παραγωγή αντισηπτικών (με την επωνυμία Παπουτσάνης), που ήδη διανέμονται στην ελληνική αγορά, σε όλα τα διαθέσιμα κανάλια και κυρίως στα σούπερ μάρκετ.
Επιπλέον διαθέτει βιομηχανικά και private label αντισηπτικά, κυρίως για μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες και δίκτυο αλυσίδων ξενοδοχείων. Με τις κινήσεις αυτές, η εταιρία κατάφερε να καλύψει τις πολύ μεγάλες απώλειες πωλήσεων προς την ξενοδοχειακή αγορά, που σαφέστατα έχει επηρεαστεί από την πανδημία.