Το Κυπριακό –διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής, και όχι συνήθης αντιπαράθεση μεταξύ δύο κοινοτήτων– βρίσκεται στην κορυφή των ζητημάτων εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες υποβάθμισής του.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Αρκετοί λένε ότι «το Κυπριακό δεν πουλάει» στα πρωτοσέλιδα, ξεχνώντας την πολιτική σημασία του σε κάθε περίοδο κορύφωσης, όπως με το Σχέδιο Ανάν το 2004. Πολλοί αναπαράγουν ότι «κάθε προηγούμενη λύση ήταν καλύτερη», επικαλούμενοι την «Ιστορία Χαμένων Ευκαιριών» του Ευ. Αβέρωφ. Μη γνωρίζοντας (ή κρύβοντας) ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του αναφέρεται στην περίοδο 1950-63 και όχι, ασφαλώς, στη ριζικά διαφορετική κατάσταση μετά την εισβολή του 1974 και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983.
Άλλοι θέτουν το ερώτημα «γιατί ανακατευόμαστε αφού πρόκειται για ανεξάρτητο κράτος», αγνοώντας ότι η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη από το 1960, όπως η Βρετανία και η Τουρκία. Και ορισμένοι κρίνουν πως η Λευκωσία αποτελεί «βάρος» για την Αθήνα, παραγνωρίζοντας ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με διακομματική στήριξη και προσπάθειες, από το 1995 ως το 2004.
Οι ίδιες θεωρίες και αφορισμοί θα ξανακουστούν όσο πλησιάζουμε στη -θεωρητικά μόνο- «άτυπη» Πενταμερή Διάσκεψη που θα διεξαχθεί στη Γενεύη από τις 27 ως τις 29 Απριλίου.
Οι συνθήκες, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετικές συγκριτικά με το παρελθόν για τρεις λόγους:
- Πρώτον, ο Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης (από τα τέλη του 2015, όταν αιφνιδίασε με απαράδεκτο τρόπο τους Αλ. Τσίπρα και Ν. Κοτζιά) έχει επιβάλει τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας – Τουρκίας στις διασκέψεις. Ως αποτέλεσμα, ο «άτυπος» χαρακτήρας έχει διολισθήσει πια σε επίσημο και ουσιαστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης φέρεται ότι ζήτησε από τον κ. Αναστασιάδη, κατά τη συνάντησή τους προ μηνός, να διευκρινίσει τι ακριβώς επιζητεί για τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, ώστε η Αθήνα να καταφέρει να αναστρέψει την πλάνη κάποιων κρατών ότι η Λευκωσία αρνείται κάθε λύση.
- Δεύτερον, για πρώτη φορά τόσο πολύ από το 1974 και το 1996, το Κυπριακό περιπλέκεται με τις τρέχουσες ελληνοτουρκικές εξελίξεις, με αμοιβαία μεταφορά έντασης. Με την εξαίρεση του Ιανουαρίου – Ιουνίου 1988, όταν ο Αν. Παπανδρέου «έβαλε στο ράφι» το Κυπριακό και το ξανάβγαλε γρήγορα με το περίφημο «mea culpa», η Αθήνα πάντοτε υπογράμμιζε ότι το διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής επηρεάζει σαφέστατα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν αποτελεί διμερή πτυχή τους. Δυστυχώς, η Αγκυρα πέτυχε η έκθεση του υψηλού εκπροσώπου Ζ. Μπορέλ, που θα υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης-26ης Μαρτίου, να εξετάζει σχεδόν σαν «πακέτο» την τουρκική στάση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δε μεθόδευση του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν για μετάθεση των σημαντικών εξελίξεων μετά τις 25 Μαρτίου (Πενταμερής τον Απρίλιο και ενδεχόμενη πρόοδος στις διερευνητικές στο αόριστο μέλλον) ήταν επιτυχής, δυσχεραίνοντας τις ελλαδικές και κυπριακές κινήσεις. Δεν αποκλείεται η αποτυχία της Πενταμερούς να χρησιμοποιηθεί ως αφορμή για ένταση και στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
- Τρίτον, αν και η εμπειρία δείχνει ότι οι συζητήσεις δεν τελειώνουν ποτέ στο Κυπριακό, η αμερικανική και η βρετανική διπλωματία εκφράζουν, αυτή τη φορά, σοβαρότατες επιφυλάξεις ως προς την επίτευξη προόδου στην Πενταμερή. Οι απόψεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων απέχουν πάρα πολύ, καθώς η Αγκυρα και το ψευδοκράτος διαμηνύουν πως δεν συζητούν τίποτα άλλο από τη «λύση» δύο κρατών στο νησί.
Ακόμα και αν πρόκειται για διαπραγματευτικό τέχνασμα, ώστε να υπάρξει αργότερα μετατόπιση της τουρκικής θέσης στην υιοθέτηση χαλαρής συνομοσπονδίας, και πάλι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορεί να συναινέσει σε τίποτα διαφορετικό από το ομοσπονδιακό μοντέλο με επιμέρους ρυθμίσεις για την τουρκοκυπριακή μειονότητα.
Η εκδοχή της συνομοσπονδίας αντιμετωπίζεται, άλλωστε, και από τους -λίγους- γνώστες του Κυπριακού στην Ε.Ε. σχεδόν με φρίκη. Γιατί η εκπροσώπηση του νέου κράτους από Τουρκοκύπριο αξιωματούχο, που αναμφίβολα θα επηρεάζεται από την Άγκυρα, αποτελεί «Κερκόπορτα» παρεμβάσεων του κ. Ερντογάν στις αποφάσεις των Βρυξελλών.
Ταυτόχρονα, στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία εμμένει και η Ουάσινγκτον. Γι’ αυτό και, αν δεν υπάρξει έκπληξη πρώτου μεγέθους, δεν αναμένεται ανάμιξη του Τζο Μπάιντεν μέχρι την -προβλεπόμενη ως άκαρπη- Πενταμερή, παρά το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος γνωρίζει το Κυπριακό καλύτερα ίσως και απ’ ό,τι ο Χένρι Κίσιντζερ τη δεκαετία του ’70 ή ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ την περίοδο 1994-2001.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη