Γράφει ο Δημήτρης Καραμάνης
Οι πολιτικοί που χάνουν την πίστη τους στο έργο τους, συνήθως βρίσκουν καταφύγιο στο να θυμίζουν – πρωτίστως στους εαυτούς τους και μετά στον κόσμο – τις μεγάλες τους νίκες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θύμισε σε όλους τους Έλληνες το βράδυ της Τρίτης με το έκτακτο διάγγελμα του, κάτι που συνέβη 20 μήνες πριν, ότι κέρδισε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019.
Δε μίλησε για το success story του πρώτου κύματος, δε μίλησε για το ψηφιακό δημόσιο, τα εμβόλια, τις αλλαγές στην Παιδεία, τον περιβαλλοντικό νόμο, ούτε για την αναγέννηση του ΕΣΥ στα χέρια του. Πράγματα τα οποία αποτελούσαν σημεία του αφηγήματος του, δεν κρίθηκαν αναγκαία να ανακληθούν στη συλλογική μνήμη ενός κόσμου που – για να υπάρξει αυτό το έκτακτο διάγγελμα είναι δεδομένο πως η κυβέρνηση θεωρεί πως – κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση.
Ο Κ. Μητσοτάκης επιστρέφει στη λαϊκή εντολή για να θυμίσει με αυστηρότητα ότι αυτός έχει τη νομιμοποίηση να πράξει όπως αυτός κρίνει για να υπάρξει η – όπως αυτός την εννοεί – σταθερότητα. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια για τη δημοκρατία.
Η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που βασίζεται στις αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Μια κυβέρνηση μπορεί να έχει ένα συνολικό πρόγραμμα που πτυχές του μπορεί να μείνουν στο συρτάρι γιατί προκαλούν μαζικές αντιδράσεις και απειλούν την κοινωνική ειρήνη.
Ένα κόμμα μπορεί να έχει συνολική διαφωνία με την κυβερνητική πολιτική αλλά δεν παίζει μπουνιές με τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Ένα σωματείο εργαζομένων μπορεί να είναι σε σύγκρουση με τον εργοδότη αλλά δεν τον απαγάγει μαζί με τα παιδιά του.
Ένας βιαστής ανηλίκων μπορεί να είναι το μεγαλύτερο βδέλυγμα της κοινωνίας αλλά δεν τον εκτελούμε με μια σφαίρα στο Σύνταγμα.
Στον καιρό της πανδημίας στην Ελλάδα, αυτή η αρχή των υποχωρήσεων έχει γίνει κάπως μονόπαντη. Στην Ελλάδα, που η λέξη πανδημία είναι πλέον συνώνυμη με τη λέξη lockdown καθώς από τους τελευταίους 12 μήνες, αυστηρά μέτρα περιορισμού υπάρχουν τους 8.
Οι πολίτες υποχωρούν – στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας – στα πάντα. Στη μείωση του εισοδήματος τους, στις κοινωνικές τους σχέσεις, την ψυχική τους υγεία, ακόμα και την ίδια τους την ελευθερία να μπορούν να πάνε όπου θέλουν, με όσους θέλουν και όποτε θέλουν.
Η κυβέρνηση από την άλλη δεν υποχωρεί σε τίποτα απολύτως. Όταν ο πρωθυπουργός το Μάρτιο στο πρώτο του διάγγελμα μίλησε για πόλεμο, ένας καλοπροαίρετος θα θεωρούσε ότι αυτό σημαίνει πως μπαίνουμε σε μια έκτακτη συνθήκη στην οποία οι πολιτικοί στόχοι που έθεσε η ΝΔ τον Ιούλιο του 2019, μπαίνουν σε αναστολή μέχρι νεοτέρας.
Στη Δημοκρατία, υπάρχει όμως και κάτι πιο δομικό από τις υποχωρήσεις: ο έλεγχος.
Μία κυβέρνηση ελέγχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Η συναίνεση δεν είναι άπαξ, ακόμα και για μια κυβέρνηση που πήρε 85%, όχι για κάποια που πήρε 40%. Υπάρχει ο θεσμικός έλεγχος που ασκεί η αντιπολίτευση με όσα μέσα διαθέτει αλλά το πιο σημαντικό είναι ο κοινωνικός έλεγχος.
Όταν το στοιχείο της διαμαρτυρίας, ποινικοποιείται de jure δια των περιορισμών των lockdown, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ελέγχου.
Σε μια σειρά από περιστατικά τον τελευταίο χρόνο, φοιτητές, δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, νοσηλευτές, φεμινιστικές οργανώσεις, περιβαλλοντικές οργανώσεις, εργατικά σωματεία, μεταναστευτικές και προσφυγικές ενώσεις, δικηγόροι, μηχανικοί, και μια σειρά άλλες κοινωνικές ομάδες έχουν κατασταλεί αντιδρώντας σε νομοθετικές πρωτοβουλίες παντελώς άσχετες με τη βέλτιστη διαχείριση της πανδημίας.
Όταν η μία πλευρά του ταμπλό θεωρεί κουτοπόνηρα ότι μπορεί να ακυρώσει βασικούς κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, τότε αυτή η συνθήκη γεννά τις εικόνες στη Νέα Σμύρνη.
Ένα σώμα το οποίο έχει δεδομένη αντικοινωνική συμπεριφορά και το οποίο εντέλλεται από μια κυβέρνηση η οποία συμπεριφέρεται σα να μην έχει την υποχρέωση να λογοδοτεί σε κανένα και για τίποτα, θα καταλήξει να θεωρεί όχι απλά δικαίωμα του αλλά υποχρέωση του να σπάει στο ξύλο τον κόσμο που κάθεται σε μια πλατεία.
Η Ομάδα ΔΡΑΣΗ, πρώην ΔΕΛΤΑ, καταργήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση γιατί πρέπει κάποιος να νιώθει μια σχεδόν μεταφυσική απειλή από την κοινωνία για να φτιάξει μια μίξη ΔΙΑΣ και ΜΑΤ με μοναδική αποστολή να τρομοκρατεί και να δέρνει κόσμο.
Μια ομάδα η οποία ήδη από τα πριν, δεν χρειαζόταν να έχει κάποιον ιδιαίτερο λόγο για να δέρνει κόσμο, σήμερα με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την πανδημία δίνοντας στην αστυνομία το ρόλο του μοναδικού, απόλυτου και αλάνθαστου ελεγκτή, πλέον έχει αποκτήσει και λόγο για να βαράει.
Η Νέα Σμύρνη δεν συνέβη γιατί δόθηκαν άνωθεν εντολές. Είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης κουλτούρας η οποία διογκώθηκε στους μήνες της πανδημίας. Όταν μάλιστα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δεν έχει βρει μισή κουβέντα να πει για τις χυδαιότητες της συγκεκριμένης ομάδας από την Αγία Παρασκευή και την Κυψέλη, μέχρι τη Χίο και τα Πετράλωνα εδώ και μήνες, αλλά επιλέγει να κάνει διάγγελμα για να μιλήσει μόνο για τον τραυματισμένο αστυνομικό από τα χτυπήματα περιθωριακών κάφρων, τότε το σήμα είναι σαφές.
Ας υποθέσουμε όμως ότι όντως ο μισός πληθυσμός της χώρας στηρίζει και επαινεί αυτή τη στρατηγική του κ. Μητσοτάκη. Ας υποθέσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τα περισσότερα τηλεοπτικά και διαδικτυακά ΜΜΕ, τέτοια περιστατικά βίας, όντως κάνει τους μισούς Έλληνες να θεωρούν ότι οι δαρμένοι είναι όλοι αναρχικοί, αριστεροί, τρομοκράτες και καλά τους κάνουν. Ποιο είναι όμως το δια ταύτα; Η στρατηγική της έντασης κάποια στιγμή σταματά να κάνει τη δουλειά. Πάμε λίγο πέρα από το ξύλο.
Ας δούμε ένα παράδειγμα από τις ΗΠΑ που μοιάζει να γοητεύει πολλούς μέσα στην κυβέρνηση: Την περίπτωση Τραμπ. Τον άνθρωπο που την τελευταία τριετία έχει πει τις λέξεις νόμος και τάξη περισσότερες και από το ονοματεπώνυμο του, για να δικαιολογήσει αστυνομικές φρικαλεότητες και δολοφονίες.
Τον άνθρωπο που κατασκεύασε τον εσωτερικό εχθρό της Antifa, του Black Lives Matter και της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Δημοκρατικών για να πάρει μαζί του όλη τη λευκή Αμερική που κάπως έτρεμε στην ιδέα όλων αυτών των περίεργων στους δρόμους.
Μέχρις εδώ, οι ομοιότητες είναι εμφανείς.
Αλλά ο Τραμπ δεν ήταν καθεστώς. Είχε όλα τα κανάλια απέναντι του και – το σημαντικότερο – η στρατηγική του είχε ένα αντίβαρο: την οικονομία.
Ο Τραμπ πολέμησε τα lockdown, έβριζε τους επιστήμονες, διακωμώδησε τη χρήση μάσκας και φλέρταρε με κάθε πιθανή και απίθανη θεωρία συνομωσίας για τον covid.
Το μήνυμα του ήταν απλό: Θα έχω τους μισούς φανατικά απέναντι αλλά οι άλλοι μισοί θα είναι φανατικά δικοί μου, γιατί μπορούν για λίγα δολάρια παραπάνω το μήνα να αγνοήσουν και μερικές χιλιάδες θανάτους.
Στην ελληνική περίπτωση, τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει.
Ο κ. Μητσοτάκης – ευτυχώς – δεν ασπάστηκε ποτέ αυτές τις τρέλες για τον ιό. Διαχειρίζεται την πανδημία μόνο με lockdown, παρ’ ότι ο ίδιος το σπάει κατά το δοκούν. Έχει μια πρωτοφανή και απόλυτη στήριξη από τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ. Έχει βάλει λουκέτο στους πλέον παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Έχει κάνει τα ελάχιστα για τη στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ένα πράγμα μένει: Μπορεί κάποιος με σοβαρότητα να ισχυριστεί ότι η χώρα θα ζήσει τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή έκρηξη της τελευταίας 20ετίας, από το καλοκαίρι και μετά;
Μπορεί.
Αν οι Έλληνες όντως αυτούς τους μήνες αποταμιεύουν και θα αρχίσουν να ξοδεύουν χωρίς αύριο μόλις αρθούν οι περιορισμοί. Αν οι ελληνικές τράπεζες αποφασίσουν να μοιράσουν φθηνά δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αν το κράτος διαγράψει – ή έστω ρυθμίσει πολύ ευνοϊκά – μεγάλο μέρος των οφειλών αυτών των επιχειρήσεων που προέκυψαν τον τελευταίο χρόνο. Αν στη χώρα γίνουν πολλές μεγάλες επενδύσεις που θα φέρουν καλά αμειβόμενες και σταθερές θέσεις εργασίας.
Πάνω κάτω, αν γίνουν δηλαδή αυτά που υποσχόταν 20 μήνες πριν ο κ. Μητσοτάκης και κέρδισε τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019. Στην εξαιρετικά πιθανή περίπτωση όμως που δεν γίνουν όλα τα παραπάνω, τότε σε ποια χώρα θα ξυπνήσουμε μετά τα lockdown;
Τι θα μείνει από όλα όσα έκανε η κυβέρνηση τον τελευταίο χρόνο;
Το πρώτο είναι η ρήξη με τη γενιά των lockdown. Οι γενιές της κρίσης, αυτοί και αυτές που ενηλικιώθηκαν μέσα στα μνημόνια, είναι ήδη πλειοψηφικά απέναντι. Οι επόμενοι, τα παιδιά του 2000, είναι αυτοί που ενηλικιώνονται μέσα στον εγκλεισμό. Όλοι αυτοί δεν πρόκειται να έχουν ή να αποκτήσουν στο άμεσο μέλλον σκληρή πολιτική ταύτιση με κάποιο χώρο. Αυτό που υποτιμά η ΝΔ, είναι ότι είναι άλλο πράγμα να αποστρέφονται γενικώς τα κόμματα και την πολιτική αυτές οι γενιές και άλλο πράγμα μια συγκεκριμένη κυβέρνηση να τους προκαλεί πρωτοφανή συναισθήματα οργής και απέχθειας και μάλιστα σε καθεστώς εγκλεισμού.
Δεύτερο, ας εξετάσουμε το αίσθημα της οργής. Ο εγκλεισμός παράγει πολλές δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις. Η οργή είναι η πιο κρίσιμη από αυτές. Ο κόσμος εξοργίζεται τους τελευταίους μήνες για πολλά και διάφορα. Άλλοι εξοργίζονται γι’ αυτούς που διαδηλώνουν, άλλοι εξοργίζονται με αυτούς που χτυπούν αυτούς που διαδηλώνουν, άλλοι εξοργίζονται με την Ικαρία, άλλοι εξοργίζονται με τον Πολάκη. Η κυβέρνηση φαίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, να μην κατανοεί αυτή την οργή και στη χειρότερη να μην επιλέγει συνειδητά τον κατευνασμό αυτής της οργής, αλλά την όξυνση και τη χειραγώγηση της.
Το ποντάρισμα στην οργή είναι εξόχως επικίνδυνο. Οι πυροτεχνουργοί της Δεξιάς μπορεί να ονειρεύονται πολύ περισσότερο από ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου ένα νέο Δεκέμβρη. Για την ακρίβεια, μπορεί να τους μοιάζει πολύ πιο βολικό ένα “ξεκαθάρισμα λογαριασμών” ανάμεσα σε αυτούς που σήμερα κατά βάση πλακώνονται στα κοινωνικά δίκτυα και τα sites. Το μεγάλο πρόβλημα της Δεξιάς με την Ιστορία είναι ότι με τα χρόνια, αυτά που φαντάζεται ότι συνέβησαν, τα λέει και τα πιστεύει.
Αν το μοναδικό που θυμούνται από το Δεκέμβρη του 2008 είναι ότι ο τότε ΣΥΡΙΖΑ του δημοσκοπικού 18%, πήγε στο εκλογικό 4% τον Οκτώβρη του 2009, καλό είναι να θυμούνται ότι εκείνο τον Οκτώβρη η ΝΔ έχασε με 11 μονάδες από το ΠΑΣΟΚ που ένα χρόνο πριν στις δημοσκοπήσεις έπιανε με το ζόρι 20%.
Επίσης, εκείνη η γενιά που κατά τη Δεξιά «έκαψε την Αθήνα», εφτά χρόνια μετά χάρισε ακόμα μια ήττα στη ΝΔ με 8 μονάδες διαφορά από το ίδιο κόμμα που το 2011 ήταν ακόμα στο 4%.
Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κοινωνική ειρήνη και το δόγμα «τάξη και ασφάλεια». Ο κόσμος θέλει να ησυχάσει το κεφάλι του. Να ξυπνήσει μετά τα lockdown και να δει πως θα βάλει σε μια τάξη τη ζωή του. Δε θέλει φασαρίες.
Θέλει καλά σχολεία, καλά πανεπιστήμια, καλά νοσοκομεία και ανθρώπινες γειτονιές για να ζει.
Αυτή η κυβέρνηση, όταν επανέλθουμε στην κανονική ζωή, θα έχει αφήσει πίσω της ένα χαμό. Αστυνομία στα πανεπιστήμια, μαγαζιά που έβαλαν οριστικό λουκέτο, ζαλισμένους μαθητές και φοιτητές από μια – επί της ουσίας – χαμένη χρονιά, νοσοκομεία στο όριο της διάλυσης και εξαγριωμένους αστακούς να ψάχνονται για μανούρες σε πλατείες, πάρκα και γειτονιές.
Αυτό που αδυνατούμε – και είναι λογικό – να κατανοήσουμε όλοι είναι σε ποια χώρα θα ξυπνήσουμε. Αν οι άνθρωποι γύρω μας θα είναι περισσότερο φοβισμένοι, συνειδητοποιημένοι, εξοργισμένοι. Αν οι φίλοι μας και οι γνωστοί μας που έχουμε χαθεί θα μας βγουν αντάρτες ή εξαγριωμένοι νοικοκυραίοι.
Βρισκόμαστε στη σφαίρα του αχαρτογράφητου. Όσο και αν προσπαθούν τα εξελιγμένα παλιά και νέα αναλυτικά εργαλεία καταγραφής του «κοινού αισθήματος» να ερμηνεύσουν τι συμβαίνει σήμερα στους πολίτες αυτής της χώρας, είναι εξαιρετικά επισφαλές και επικίνδυνο να θεωρούνται θέσφατα στη χάραξη στρατηγικής.
Οι χιλιάδες Νεοσμυρνιώτες που κατέβηκαν χτες δεν ξέρω αν και τι μήνυμα έστειλαν στο 13033. Πολλοί από αυτούς συμπαθούν τον Τσιόδρα, βλέπουν Ευαγγελάτο, γουστάρουν τον Κουτσόπουλο, δεν ξέρουν ποια είναι η Μενδώνη και σίγουρα δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον Κουφοντίνα.
Αν η οργή αυτού του κόσμου για τον βάρβαρο και αναίτιο ξυλοδαρμό ενός γείτονά τους, τους οδήγησε να σπάσουν τη ρουτίνα του εγκλεισμού τους και να «παρανομήσουν» κατεβαίνοντας στην πλατεία, είναι σίγουρο ότι δεν θα κατευναστεί με τον πρωθυπουργό από οθόνης να τους λέει ότι συμβάλλουν στο διχασμό.
Τον Ιούλιο του 2019 ο Μητσοτάκης μίλησε με την κοινωνία.
Το Μάρτιο του 2021, μιλά μόνο στην εκκλησία, την αστυνομία και την τρίτη ηλικία.