Με περισσότερο από ενάμιση χρόνο καθυστέρηση θα λάβουν μέσα στο καλοκαίρι οι περίπου 200.000 συνταξιούχοι που έχουν άνω των 30 ετών ασφάλισης τις αυξήσεις και τα αναδρομικά, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2019, που δικαιούνται από την εφαρμογή του νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ακόμη αδυνατεί να υλοποιήσει.
Ο νόμος 4670 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 28 Φεβρουαρίου 2020 και η εφαρμογή του έχει αναβληθεί ήδη επτά φορές, με τον νέο υπουργό Εργασίας, κ. Κωστή Χατζηδάκη, να θέτει ως προτεραιότητα αυτό το διάστημα την υλοποίηση της διάταξης του νόμου της προκαταβολής σύνταξης. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην παγίδα της εξαγγελίας είχε πέσει και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν είχε δεσμευθεί από τη Θεσσαλονίκη για την καταβολή των ποσών τον Δεκέμβριο… που μας πέρασε.
Οι κερδισμένοι από την εφαρμογή του νόμου χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
- 50.000 άτομα που είχαν βγει στη σύνταξη πριν από τις 12 Μαΐου 2016 (ψήφιση νόμου Κατρούγκαλου 4387) και είχαν προσωπική διαφορά περίπου 30 ευρώ. Δικαιούνται αναδρομικά περίπου 250 ευρώ και θα δουν τη σύνταξή τους να αυξάνεται σε πέντε ετήσιες ισόποσες δόσεις.
- 100.000 άτομα που είχαν βγει στη σύνταξη πριν από τις 12 Μαΐου 2016 με αρνητική προσωπική διαφορά θα λάβουν αναδρομικά περίπου 250 ευρώ και αύξηση στη σύνταξη σε πέντε ετήσιες ισόποσες δόσεις.
- 50.000 άτομα που συνταξιοδοτήθηκαν μετά τον Μάιο του 2016 δικαιούνται αναδρομικά περίπου 500 ευρώ και θα δουν τις συντάξεις τους να αυξάνονται εφάπαξ κατά 50 ευρώ μέσο όρο.
Παράλληλα, περίπου μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι δεν θα δουν αυξήσεις στις συντάξεις τους, αλλά, λόγω μηδενισμού της προσωπικής διαφοράς, θα δικαιούνται αυξήσεις τρία χρόνια νωρίτερα από το προβλεπόμενο, δηλαδή το 2024 αντί του 2027. Εξυπακούεται, τέλος, ότι τα νέα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης αφορούν και όσους βγήκαν στη σύνταξη με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, μετά τις 29 Φεβρουαρίου του 2020.
Η υπουργική απόφαση
Το υπουργείο Εργασίας έδωσε στη δημοσιότητα τα βασικά σημεία της υπουργικής απόφασης που απέστειλε για γνωμοδότηση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΦΚΑ ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, για τον απαραίτητο για την υλοποίηση του νόμου επανυπολογισμό των συντάξεων.
Η νέα υπουργική απόφαση αφορά κύριες συντάξεις Δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (εκτός του πρώην ΟΓΑ), οι οποίες είτε έχουν ήδη επανυπολογιστεί είτε εκκρεμεί ο επανυπολογισμός τους. Αποτελείται από επτά άρθρα τα οποία αφορούν το πεδίο εφαρμογής της, τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξεων, τις συντάξιμες αποδοχές, τα ποσοστά αναπλήρωσης, τα έτη ασφάλισης, τον προσδιορισμό της καταβλητέας από 1/10/2019 σύνταξης και τη διαδικασία αναπροσαρμογής.
Τα βασικά σημεία της απόφασης αφορούν τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, βάσει των νέων, βελτιωμένων συντελεστών αναπλήρωσης του ν. 4670/2020 για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης. Η αναπροσαρμογή από 01/10/2019 όλων των κύριων συντάξεων που χορηγήθηκαν με προγενέστερες του ν. 4387/2016 διατάξεις, πραγματοποιείται βάσει των στοιχείων επί των οποίων πραγματοποιήθηκε ο πρώτος επανυπολογισμός και αναπροσαρμογή του διαστήματος από 13/05/2016 έως 30/09/2019. Οι βελτιωμένοι συντελεστές αναπλήρωσης εφαρμόζονται άμεσα, χωρίς επανάληψη του πρώτου επανυπολογισμού και της αναπροσαρμογής.
Προσδιορισμός της καταβλητέας σύνταξης
Προκειμένου να προσδιοριστεί η καταβλητέα από 01/10/2019 σύνταξη, γίνεται σύγκριση α) του καταβαλλόμενου την 30.09.2019 ποσού εθνικής σύνταξης, ανταποδοτικής σύνταξης και προσωπικής διαφοράς με β) το άθροισμα εθνικής σύνταξης, ανταποδοτικής σύνταξης και προσωπικής διαφοράς που προκύπτει με βάση τους αυξημένους συντελεστές αναπλήρωσης. Η σύγκριση των ποσών διενεργείται μεταξύ καθαρών προ φόρου ποσών.
Αν το καθαρό προ φόρου ποσό που ελάμβανε ο συνταξιούχος προ της 30/09/2019 εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό που προκύπτει με τους αυξημένους συντελεστές αναπλήρωσης, τότε εξακολουθεί να καταβάλλεται το υψηλότερο ποσό. Η διαφορά τους εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, και ακολουθώντας τις σχετικές προβλέψεις του νόμου.
Στην περίπτωση που λόγω των αυξημένων συντελεστών αναπλήρωσης προκύπτει αυξημένο ποσό στον δικαιούχο, σε σχέση με ό,τι ελάμβανε προ της 30ής Σεπτεμβρίου 2019, τότε το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της τυχόν πρόσθετης διαφοράς που προκύπτει, για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 και σταδιακά ισόποσα κατ’ έτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2024.
Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται ότι κάθε συνταξιούχος προ του 2016 θα λαμβάνει τουλάχιστον όσα ελάμβανε, εάν όχι περισσότερα. Για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης θα αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω οι ανταποδοτικές τους συντάξεις, ενώ ενδέχεται να υπάρξουν και αυξήσεις των καθαρών ποσών που αυτοί λαμβάνουν.
Τέλος, τυχόν αναδρομικά ποσά που θα προκύψουν για τους συνταξιούχους για το διάστημα από τον Οκτώβριο 2019 μέχρι την εφαρμογή της αναπροσαρμογής, αυτά θα τους αποδοθούν εφάπαξ.
Επανυπολογισμός επί των λαθεμένων υπολογισμών
Όπως έχει τονίσει κατ’ επανάληψη η «κυριακάτικη δημοκρατία», ο πρώτος επανυπολογισμός των συντάξεων που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2019, κατ’ επιταγή του νόμου Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016), βρίθει λαθών και παραλείψεων για περίπου 600.000 συνταξιούχους! Επομένως, καθώς ο δεύτερος επανυπολογισμός θα βασιστεί στα… έωλα ποσά που προκύπτουν από τον πρώτο, το τελικό ποσό της σύνταξης και τα αναδρομικά κινδυνεύουν να εκτροχιαστούν για όσους εξ αυτών έχουν άνω των 30 ετών ασφάλισης!
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που έφερε στο φως το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων: Συνταξιούχος με 36,89 έτη ασφάλισης λάμβανε σύνταξη 1.394,34 ευρώ. Η επανυπολογισμένη σύνταξη με σωστή εφαρμογή νόμου 4387 από 1/1/2019 ορίζεται σε 2.005,15 ευρώ. Καθώς ο συγκεκριμένος έχει άνω των 30 ετών ασφάλισης, η σύνταξή του θα πρέπει τους επόμενους μήνες να επανυπολογιστεί για δεύτερη φορά, ώστε να εφαρμοστεί ο νόμος 4670/2020 και να διαμορφωθεί στα 2.005,15 + 113,07 = 2.118,22€.
Κάτι τέτοιο όμως δεν πρόκειται να συμβεί, εάν η κυβέρνηση δεν εφαρμόσει πρώτα σωστά τον νόμο Κατρούγκαλου, γιατί η βάση για τον δεύτερο επανυπολογισμό δεν θα είναι τα 2.005,15 ευρώ, αλλά τα 1.394,34 ευρώ.