Σε αναστολή της διάταξης του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που έστελνε στην αρμοδιότητα των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς τους υπουργούς και τους υφυπουργούς της κυβέρνησης, προχώρησε με τις διατάξεις που ψηφίστηκαν στο διυπουργικό νομοσχέδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης. Υπενθυμίζεται ότι σε αυτήν τη διάταξη είχε προχωρήσει, την τελευταία στιγμή, η απελθούσα κυβέρνηση με τα άρθρα 33 και 35 του νέου ΚΠΔ, στα οποία είχε προστεθεί με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η φράση περί «αρμοδιότητας του εισαγγελέα κατά της διαφθοράς σε υπουργούς και υφυπουργούς».
Η προσθήκη
Σύμφωνα με το dikastiko.gr, η προσθήκη είχε προκαλέσει απορίες για τη σπουδή ψήφισής της, αφού με αυτήν την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου περνούσαν στην αρμοδιότητα της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς και οι υπουργοί-υφυπουργοί. Προηγουμένως, γι’ αυτούς ήταν αρμόδιος ο όποιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ή Εφετών, ανάλογα με το αδίκημα για το οποίο κατηγορούνταν.
Ειδικότερα, στο άρθρο 35, πριν την προσθήκη προβλεπόταν:
«1. Εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς. Αρμοδιότητα. 1. Στις εισαγγελίες εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ορίζεται εισαγγελέας εγκλημάτων δια-φθοράς, με βαθμό αντεισαγγελέα εφετών. Η τοποθέτησή τους διενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, η κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου εκτείνεται στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου όπου είναι τοποθετημένος, εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και συνεπικουρείται από δύο τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Οι τελευταίοι ορίζονται από τους διευθύνοντες τις οικείες εισαγγελίες, μετά από γνώμη του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς.
Το έργο των αρμόδιων για τα εγκλήματα διαφθοράς εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει o αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που ορίζεται κατά την παρ. 2 του άρθρου 33.
Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 33.»
Στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της Πέμπτης αναφερόταν ότι:
«Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το ν. 4620/2019 (Α’ 96) γίνονται οι εξής διορθώσεις:
α) Στην παρ. 3 του άρθρου 35, πριν από τη λέξη «βουλευτές», προστίθενται οι λέξεις «υπουργοί, υφυπουργοί».
Αναστολή
Η κυβέρνηση με την ψήφιση του διυπουργικού νομοσχεδίου ανέστειλε, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή και αυτής της διάταξης, συνεπώς οι υπουργοί και υφυπουργοί παραμένουν στην αρμοδιότητα του όποιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών, ανάλογα με το αδίκημα που αποδίδεται ανά περίπτωση.