Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά την ακραία ένταση του 2020 και την τεχνητή ύφεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 25ης Μαρτίου φέτος, κρέμονται «σε μια κλωστή» μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου και την εκεί -πιθανή- συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρ.Τ. Ερντογάν.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Συμπτωματικά, την ίδια περίοδο θα επανεξετάζονται οι σχέσεις Ε.Ε. – Αγκυρας (Σύνοδος Κορυφής 24ης Ιουνίου) και θα εγκαινιαστεί η νέα φάση του τουρκικού προγράμματος ερευνών και γεωτρήσεων στη Μεσόγειο. Τα γνωστά πλοία («Oruc Reis» κ.λπ.) και τα βοηθητικά τους θα επιστρέφουν -κατά περίπτωση- από τη Μαύρη Θάλασσα ή τις εγκαταστάσεις συντήρησης με άγνωστες αποστολές.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, συμφωνία για τη συνάντηση των ηγετών Ελλάδας – Τουρκίας, τον Ιούνιο, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα και μάλλον θα οριστικοποιηθεί τις παραμονές της συνόδου της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η δήλωση Μητσοτάκη όμως, ότι «δεν θα αργήσει ιδιαίτερα», αποτελεί συνέχεια σχετικής συζήτησης μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ν. Δένδια και Μ. Τσαβούσογλου στην Αγκυρα, στις 15 Απριλίου. Η πρόταση συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν κατατέθηκε από την Τουρκία, η οποία τη βλέπει ως κορύφωση της συμφωνίας των διπλωματικών συμβούλων Ελ. Σουρανή και Ιμπ. Καλίν για σταδιακή προσέγγιση. Οι υπουργοί Εξωτερικών δεσμεύτηκαν να συνεχιστεί η επικοινωνία, μαζί με την εξέταση της «θετικής ατζέντας» επί οικονομικών θεμάτων, παρά την επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου Δένδια – Τσαβούσογλου.
Ωστόσο, το μείζον ζήτημα δεν είναι η εθιμοτυπία της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν καθαυτής, αλλά αν θα δρομολογήσει αποκατάσταση της ομαλότητας με σεβασμό των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή θα οδηγήσει σε επικίνδυνη ψευδαίσθηση βελτίωσης των σχέσεων.
Προς το παρόν, η πλάστιγγα γέρνει, δυστυχώς, προς την πλευρά της ψευδαίσθησης. Γιατί, ενώ η Αθήνα θέλει να διατηρεί -και να δείχνει προς τρίτες χώρες- διαύλους επικοινωνίας με την Αγκυρα, η τουρκική πλευρά εμμένει στο σύνολο των παράνομων αξιώσεών της. Έχει μόνον αναστείλει τους πλόες των ερευνητικών σκαφών, αφού πρώτα καταπατήθηκαν αγρίως πολλά ελληνικά δικαιώματα και έγινε η δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη για το όριο των 6 ν.μ. Το Μαξίμου επιμένει άλλωστε στη «σημιτική» ορολογία περί «θαλάσσιων ζωνών», αντί της συζήτησης μόνο περί υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, όπως υπενθυμίζουν, μεγαλοφώνως, ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και, πιο διακριτικά, πλήθος βουλευτών.
Παράλληλα, όσο θα πλησιάζει η σύνοδος του ΝΑΤΟ θα εντείνονται οι συζητήσεις επί δύο σημαντικών θεμάτων, για τα οποία οι κύριοι Μητσοτάκης και Ερντογάν είτε θα συμφωνήσουν άμεσα είτε θα τα μεταθέσουν τους επόμενους μήνες.
Το πρώτο θέμα είναι η σύγκληση (ή μη) του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας, που αναβάλλεται συνεχώς, από το 2017, επειδή θα παρουσίαζε απατηλή εικόνα «κανονικότητας» εν καιρώ τουρκικών προκλήσεων. Ο κ. Ερντογάν ζήτησε τη σύγκληση κατά τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη στον ΟΗΕ το 2019 και ο πρωθυπουργός συναίνεσε χωρίς προβολή ελληνικών όρων. Σύμφωνος ήταν και ο κ. Δένδιας (από τα ελάχιστα λάθη του ως υπουργού Εξωτερικών), αλλά η απόφαση ανεκλήθη μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Το δεύτερο θέμα, που θα ανακύπτει πιεστικά ως τον Ιούνιο, είναι μια μορφή Κοινής Δήλωσης Ελλάδας – Τουρκίας, κατά το πρότυπο ίσως της γνωστής «Συμφωνίας της Μαδρίτης» στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 1997.
Οι δύο κυβερνήσεις δεν έχουν εξετάσει ένα τόσο «προχωρημένο» βήμα, αλλά πρόκειται για επιδίωξη του γ.γ. της συμμαχίας Γ. Στόλτενμπεργκ. Ο γενικός γραμματέας επιθυμεί σφόδρα την επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας πριν από την εκπνοή της θητείας του, το 2022. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά τη σύνοδο, όλοι θα συζητούν μόνο για τον διάδοχό του, το ορόσημο του Ιουνίου αποτελεί την τελευταία ευκαιρία του για επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας.
Ενδεικτική είναι η σπουδή Στόλτενμπεργκ, το φθινόπωρο πέρυσι, να αναβαθμίσει σε «μηχανισμό αποτροπής κρίσεων στην Ανατολική Μεσόγειο» τις συζητήσεις εγκατάστασης απευθείας γραμμής επικοινωνίας των ΓΕΕΘΑ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η αναβάθμιση αποφεύχθηκε χάρη σε ενέργειες του κ. Δένδια και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Κων. Φλώρου, αλλά έκτοτε παρουσιάζονται διάφορα εφευρήματα νόθευσης των ελληνικών δικαιωμάτων για επιχειρήσεις και ασκήσεις στην περιοχή. Επίσης, δεν είναι θεμιτό ο κ. Στόλτενμπεργκ αφενός να πιέζει την Ελλάδα, που είναι πιστή σύμμαχος στο ΝΑΤΟ (μετά τα προβλήματα των δεκαετιών του ’80 και ’90), αφετέρου να διευκολύνει την Τουρκία, η οποία αλληθωρίζει διαρκώς προς τη Μόσχα.
Αρκετοί, πάντως, Ελληνες και ξένοι διπλωμάτες προβλέπουν μια εξέλιξη «μεικτού» χαρακτήρα, με έκδοση «πανηγυρικής» δήλωσης στο ΝΑΤΟ, που θα αναφέρεται μόνον στην επικοινωνία μεταξύ των ΓΕΕΘΑ και στη βούληση των δύο κυβερνήσεων να πυκνώσουν τις επαφές τους.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη