«Αυτήν τη χώρα δεν την έκτισε η Wall Street. Την έκτισε η μεσαία τάξη. Και την μεσαία τάξη την έκτισαν τα συνδικάτα… Είκοσι εκατομμύρια Αμερικανοί της μεσαίας και της εργατικής τάξης έχασαν τις δουλειές του στην πανδημία, την ίδια ώρα που 650 δισεκατομμυριούχοι στην Αμερική έβλεπαν την καθαρή αξία της περιουσίας τους να αυξάνεται πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια». Όχι, δεν πρόκειται για σχόλιο κάποιου ξεχασμένου, ακροαριστερού Αμερικανού! Αλλά για απόσπασμα από τη χθεσινή ομιλία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στο Κογκρέσο. «Biden boom! Σαράντα χρόνια νέο-φιλελευθερισμού γκρεμίζει ο Μπάιντεν», γράφει η ισπανική «El Pais».
- Από τον Μιχάλη Ψύλο
Ορθά κοφτά το είπε ο Αμερικανός Πρόεδρος: «Τα “trickle-down economics” (μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους για να ενισχυθεί η οικονομία), δεν δούλεψαν ποτέ». Και πρόσθεσε: «Ήρθε η ώρα να αναπτύξουμε την οικονομία από τα κάτω προς τα πάνω. Οι κοινωνικές δαπάνες θα αυξηθούν, αλλά αυτή τη φορά δεν θα τις πληρώσει η μεσαία τάξη, θα τις πληρώσουν οι πιο πλούσιοι. Είναι καιρός οι εταιρείες και το 1% των πιο πλούσιων Αμερικανών να αρχίσουν να πληρώνουν το μερίδιο που δίκαια τους αναλογεί», τόνισε ο Μπάιντεν καλώντας το Κογκρέσο να εγκρίνει τον διπλασιασμό του κατώτατου ωρομισθίου σε 15 δολάρια.
«Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την ανοικοδόμηση. Πρέπει να ανοικοδομήσουμε καλύτερα», προειδοποίησε ο Αμερικανός Πρόεδρος. «Build Back Better», είναι άλλωστε το κύριο σύνθημα της προεδρίας του. Η γραμμή Μπάιντεν βλέπει το δημόσιο ως μέσο όχι μόνο στην υπηρεσία της ανάπτυξης, αλλά και ως πρωταγωνιστή μιας τεράστιας επέκτασης, χωρίς προηγούμενο δεκαετιών στη χώρα, στην κοινωνική πρόνοια, την εκπαίδευση και στις πρωτοβουλίες για την επιβίωση και ανάκαμψη της μεσαίας τάξης .
Χλώμιασαν οι νέο-φιλελεύθεροι
Για αυτό έβγαλαν… φλύκταινες οι Ρεπουμπλικάνοι και οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι, ακούγοντας τον Μπάιντεν. «Το καλύτερο μέλλον δεν θα έλθει από τα… σοσιαλιστικά όνειρα», του Μπάιντεν, ήταν η επίσημη απάντηση των Ρεπουμπλικάνων. Επέλεξαν μάλιστα να τη απαντήσουν μέσω του μοναδικού αφροαμερικανού γερουσιαστή του κόμματος, Τιμ Σκοτ. Για… ξεκάρφωμα προφανώς!
Εκφράζοντας -όπως όλοι οι νεοφιλελεύθεροι- την πίστη τους στον… Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος στην αντίστοιχη ομιλία που είχε κάνει στο Κογκρέσο όταν εξελέγη πρόεδρος το 1981 είχε πει: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημά μας, η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα». Αλλά και στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε υιοθετήσει μια παρόμοια άποψη το 2019, μιλώντας επίσης στο Κογκρέσο. Εξισώνοντας τις εκκλήσεις για ενίσχυση του δημόσιου τομέα με τον… σοσιαλισμό, ο Τραμπ είχε πει: «Γεννηθήκαμε ελεύθεροι και θα μείνουμε ελεύθεροι. Απόψε, ανανεώνουμε την αποφασιστικότητά μας ότι η Αμερική δεν θα γίνει ποτέ σοσιαλιστική χώρα»…
Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών επιδοκίμασαν τις δηλώσεις Μπάιντεν, όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις. Χωρίς φυσικά να είναι υπέρμαχοι του… σοσιαλισμού. Δημοσκόπηση του δικτύου CNN μετά την ομιλία του Προέδρου, έδειξε ότι το 70% των Αμερικανών την είδαν θετικά, εκτιμώντας ότι ο Μπάιντεν οδηγεί τη χώρα στη σωστή κατεύθυνση. Καθόλου τυχαίο. Απλά διαπίστωσαν ότι στην κρίση του κορωνοϊού η πολιτική του Τζο Μπάιντεν -η αμφισβήτηση της συντηρητικής θεολογίας, δηλαδή- ήταν αυτή που συνέβαλε στην ουσιαστική αντιμετώπιση της πανδημίας.
Κι όμως! Ο Μπάιντεν μπήκε στον Λευκό Οίκο με τη σφραγίδα ενός μετριοπαθούς, βαρετού πολιτικού, ο οποίος θα προσλάμβανε ανώτερα στελέχη της Goldman Sachs για να κάνει πολιτική. «Μοιάζω με ριζοσπάστη σοσιαλιστή;», ρώτησε κατά την προεκλογική του εκστρατεία, κοιτάζοντας μια τηλεοπτική κάμερα.
«Στους πρώτους κιόλας μήνες της θητείας του, ο Μπάιντεν απέδειξε ότι η μεγάλη κυβέρνηση και ίσως ένα σοσιαλιστικό θρόισμα είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία των Αμερικανών και των Ηνωμένων Πολιτειών. Και όλοι το καταλαβαίνουν αυτό», γράφει η ιταλική οικονομική εφημερίδα «Il Sole 24 Ore».
Όπως είπε άλλωστε ο Αμερικανός πρόεδρος στο Κογκρέσο: «Πρέπει να αποδείξουμε ότι η δημοκρατία εξακολουθεί να λειτουργεί. Ότι η κυβέρνησή μας εξακολουθεί να λειτουργεί – και μπορεί να προσφέρει για τον λαό. Στις πρώτες 100 μέρες προσπαθήσαμε να αποκαταστήσουμε την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία μας. Εμβολιάζουμε το έθνος. Δημιουργούμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Παρέχουμε πραγματικά αποτελέσματα που οι άνθρωποι μπορούν να δουν και να αισθανθούν στη ζωή τους».
Οι απανταχού νέο-φιλελεύθεροι, που φοράνε τελευταία τη «στολή Μπάιντεν» για λόγους πολιτικής επιβίωσης, ουδεμία σχέση έχουν με τον Αμερικανό πρόεδρο και τις απόψεις του. Αυτοί είναι με τον Ρέιγκαν και τον Τραμπ και δεν πρέπει να μας ξεγελούν. Όπως γράφει μάλιστα η «El Pais», «η συντηρητική, νεοφιλελεύθερη “επανάσταση” είχε κατά καιρούς διάφορες μορφές: η πιο πρόσφατη εξέλιξή της ήταν ο Τραμπισμός, αλλά είναι επίσης εμφανής και σε τμήματα της Σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα στον λεγόμενο Τρίτο Δρόμο, ή στον γερμανο-φιλελευθερισμό της Άνγκελα Μέρκελ. Όλα αυτά οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008».
Οι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες ακολουθούν άλλωστε πιστά την πολιτική αυτή και στην πανδημία: Όλα στον ιδιωτικό τομέα και αφαίμαξη του δημόσιου.
Η κυβέρνηση Τραμπ για παράδειγμα, προσέφερε τεράστια ποσά σε φαρμακευτικές εταιρείες για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης εμβολίων (954 εκατομμύρια δολάρια στη Moderna, 456 εκατομμύρια δολάρια στην Johnson & Johnson) και ακόμη μεγαλύτερα ποσά σε συμφωνίες προ-αγοράς εμβολίων πριν ακόμη παραχθούν (έξι δισεκατομμύρια δολάρια στην Pfizer/BioNTech, πέντε δισεκατομμύρια στη Moderna, 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια στην AstraZeneca, 1 δισεκατομμύριο δολάρια στη Johnson & Johnson).
«Όλες οι μεγάλες κρίσεις οδηγούν όμως σε πολιτικά σοκ και η πανδημία του δεν αποτελεί εξαίρεση: υπάρχει ένας άνεμος αλλαγής αυτού του “καθεστώτος”, που φυσά στην παγκόσμια οικονομική πολιτική», σημειώνει η «El Pais».
«Θαρραλέες ενέργειες» σε περιόδους κρίσης.
Αυτό τον άνεμο αλλαγής φέρνει ο Μπάιντεν, τονίζοντας ότι απαιτούνται «θαρραλέες ενέργειες» σε περιόδους κρίσης, για να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες. Για την σωτηρία τελικά και του ίδιου του συστήματος, από απρόβλεπτες κοινωνικές αναταράξεις. Πιο επιθετικές αναδιανεμητικές και προοδευτικές πολιτικές, από εκείνες των πιο πρόσφατων δημοκρατικών προκατόχων του στο Οβάλ Γραφείο -του Μπαράκ Ομπάμα και του Μπιλ Κλίντον.
Οι «εκπτώσεις» στα εισοδήματα των βασιλιάδων των hedge funds θα ακυρωθούν. Θα αυξηθεί δραστικά η φορολόγηση των πλουσιότερων Αμερικανών. Ο Λευκός Οίκος είναι πεπεισμένος ότι κρύβουν το ένα πέμπτο του εισοδήματός τους και σκοπεύει να συγκεντρώσει από αυτούς 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε δέκα χρόνια. Από τα έσοδα αυτά θα προκύψουν οι ελαφρύνσεις για τους λιγότερο εύπορους, σύμφωνα με το σχέδιο Μπάιντεν. Το όραμά του για «μια άλλη Αμερική χωρίς αποκλεισμούς», επενδύει άλλωστε όχι στο μέλλον της οικονομίας και των εργαζομένων, αλλά δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και όπλα για να «νικήσουν τον ανταγωνισμό της Κίνας και άλλων χωρών».
Ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκαλμπρέιθ λέει ότι «τόσο η αγάπη όσο και οι επαναστάσεις, ακόμη και οι οικονομικές, χρειάζονται το σωστό άτομο, στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή». Στη ζωή πάντως σπάνια συναντώνται και οι τρεις αυτές συνθήκες. Θα μπορούσε ο Μπάιντεν να είναι ο άνθρωπος που θα τα καταφέρει; «Οι ηλικιωμένοι που βιάζονται είναι καλό πράγμα», λέει ο γιός του θρυλικού Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Σημειώνει μάλιστα ότι «οι Δημοκρατικοί γνωρίζουν πως έχουν μόνο δύο χρόνια πριν από τον επόμενο εκλογικό κύκλο για να αλλάξουν τα πράγματα και να αποτρέψουν την αναβίωση του Τραμπικού λαϊκισμού».
Ο Σάιμον Τζόνσον, πρώην ανώτερο στέλεχος του ΔΝΤ, λέει ότι το πακέτο του Μπάιντεν «δεν μπορεί να περιγραφεί με τα γνωστά κλισέ αριστερό ή δεξιό: είναι απλώς ο σωστός δρόμος για την ανοικοδόμηση της οικονομίας όπου έχει πληγεί περισσότερο από τις δύο τελευταίες κρίσεις. Και ίσως μπορεί να χρησιμεύσει ως έμπνευση για άλλα μέρη», προσθέτει ο Τζόνσον, δείχνοντας την Ευρώπη.
Ακόμα κι έτσι, είναι αναμφισβήτητο ότι κάτι κινείται. Στην Αμερική, τουλάχιστον. Γιατί στην Ευρώπη και στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη πολιτικοί που παραμένουν προσκολλημένοι στους παλιούς και ξεπερασμένους δαίμονες του νεοφιλελευθερισμού…