Αν αναζητήσει κάποιος στην Google το όνομα του Γιάννη Σπαλιάρα στ’ αγγλικά, θα βρεθεί μπροστά σε μια έκπληξη: το βιογραφικό του και μια συνέντευξη που έδωσε πριν από καιρό στην αμερικανική ιστοσελίδα pop sugar με αφορμή τη συμμετοχή του στη σειρά του Netflix «El Señor de los Cielos» υπάρχουν μεταφρασμένα σε περισσότερες από 25 γλώσσες, από κινεζικά και αραβικά μέχρι φινλανδικά και σλοβένικα!
- Από τον
ΗΛΙΑ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ
Φαίνεται πως η διεθνής συνεργασία του ωραίου Έλληνα που ξεκίνησε από τα γήπεδα του μπάσκετ, διέπρεψε στο μόντελινγκ και ακολουθεί πλέον καριέρα ηθοποιού έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των τηλεθεατών σε πολλά κράτη, στα οποία απλώνεται σταδιακά η δημοφιλής τηλεοπτική πλατφόρμα. Ο ίδιος πριν από λίγους μήνες έκανε και μια φωτογράφηση για το εξώφυλλο αμερικανικού περιοδικού με φόντο τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο δημοσιογράφος του οποίου επισήμανε ότι πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα μέρη στην Ελλάδα. «Χαίρομαι και συγκινούμαι όταν προβάλλεται θετικά η χώρα μας» σημειώνει στην «Espresso» ο Γιάννης Σπαλιάρας λίγο προτού ξεκινήσει την αφήγηση του life story του.
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια στην Αθήνα;
Όμορφα και ξέγνοιαστα. Μεγάλωσα στον Άγιο Δημήτριο τη δεκαετία του ’80, μια εποχή που δεν υπήρχε επικινδυνότητα στις γειτονιές. Μπορούσες τότε να παίζεις έξω από το πρωί μέχρι τη δύση του ήλιου, χωρίς να έχει κανένα άγχος η μητέρα σου.
Τι αναμνήσεις έχεις από την εποχή που πήγαινες σχολείο;
Έχω έντονες εικόνες από τις καταλήψεις. Μαζευόμασταν όλα τα παιδιά και παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Φυσικά ακούγαμε και τις μουσικές της εποχής. Εγώ μεγάλωσα με Duran Duran, Scorpions και Bon Jovi.
Η μισή καταγωγή σου είναι από την Κύπρο. Έχεις επαφές με το νησί;
Όντως η μητέρα μου είναι από την Πάφο. Έχουμε συγγενείς και φίλους στο νησί και κρατάμε σχέσεις μαζί τους. Προσωπικά, κάθε φορά που πηγαίνω στην Κύπρο, κυρίως για δουλειά, στήνουν τραπέζια οι θείοι. Να είναι καλά!
Η ενασχόλησή σου με το μπάσκετ σε οδήγησε ως έφηβο σε διεθνές τουρνουά με την Εθνική παίδων. Πόσο διαμόρφωσε τον χαρακτήρα σου το συγκεκριμένο άθλημα;
Πολύ. Πιστεύω πως ο αθλητισμός γενικά παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού. Έχει πολλά οφέλη και ειδικά ένα ομαδικό άθλημα σε μαθαίνει να προσπαθείς για την ομάδα σου, να μοιράζεσαι.
Σκεφτόσουν τότε μια καριέρα στο μπάσκετ;
Η αλήθεια είναι πως για εκεί πήγαινε η ζωή μου. Στα 16 μου έπαιζα στην Εθνική παίδων, στα 18 μου μπήκα στη Γυμναστική Ακαδημία, οπότε το αρχικό πλάνο ήταν αυτό: μπασκετμπολίστας.
Και το μόντελινγκ;
Το ξεκίνησα σαν φοιτητής για ένα χαρτζιλίκι, χωρίς να περιμένω κάποια εξέλιξη μέσα απ’ αυτό. Κι όμως, ύστερα από έξι μήνες είχα αρχίσει ήδη να καθιερώνομαι. Σχεδόν αμέσως κέρδισα τον διαγωνισμό για το καλύτερο μοντέλο στη χώρα και με έστειλαν να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε διεθνή διοργάνωση, στη Σιγκαπούρη.
Ποιος σε «ανακάλυψε»;
Η Αντιγόνη Δέλιου από το καλύτερο πρακτορείο μοντέλων της εποχής, το Agence Unique. Με είδε σε ένα κλαμπ και με προσέγγισε για να συνεργαστούμε. Ένιωσα ασφάλεια μαζί της και ξεκίνησα.
Η τηλεόραση πότε έγινε στόχος για σένα;
Δεν είχα όνειρο να γίνω ηθοποιός, ήταν κάτι που βγήκε στην πορεία. Το αγάπησα πολύ, ωστόσο, και το κάνω με πάθος. Νομίζω ότι κάποια πράγματα στη ζωή, αν δεν τα δοκιμάσουμε, δεν ξέρουμε αν μας πάνε.
Όταν ασχολήθηκες με την υποκριτική, υπήρξαν άνθρωποι του χώρου που σε έκριναν αρνητικά χωρίς να σε δουν, απλά και μόνο επειδή ήσουν μοντέλο;
Μια προκατάληψη υπάρχει γενικά. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως η παρουσία μου ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπής, οπότε δεν άφησα τα περιθώρια για πολύ κακές κριτικές. Δεν θεωρώ πως θα βλέπουν στο μέλλον το παίξιμό μου οι επόμενες γενιές ηθοποιών και θα μαθαίνουν απ’ αυτό. Πιστεύω όμως πως ό,τι έχω κληθεί να παίξω το έχω κάνει, αν μη τι άλλο, σωστά και με αξιοπρέπεια.
«Ερωτας», «Σχεδόν ποτέ» «Ρουά ματ», «Μίλα μου βρόμικα». Ποια από τις σειρές που πήρες μέρος ήταν η αγαπημένη σου;
Το «Μίλα μου βρόμικα» της Μυρτώς Κοντοβά, η οποία κάνει γενικότερα ξεχωριστές τηλεοπτικές δουλειές που είναι μπροστά από την εποχή τους. Για μένα το εν λόγω σίριαλ ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτά που είχα κάνει μέχρι τότε. Το να βρεθείς ξαφνικά από μια καθημερινή δραματική σειρά σε μια εβδομαδιαία κωμωδία με στοιχεία μιούζικαλ δεν είναι εύκολο. Οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί. Μου έκανε πολύ καλό η συμμετοχή μου σε αυτή τη σειρά, με βοήθησε να λυθώ και να εξελιχθώ.
Κοιτώντας πίσω σου ποια θα χαρακτήριζες ως την πιο δύσκολη στιγμή στη ζωή σου;
Σίγουρα ο χαμός του πατέρα μου, πριν από τέσσερα χρόνια, ήταν η πιο δύσκολη στιγμή για μένα. Ήταν κάτι ξαφνικό, που μας συγκλόνισε. Δεν μπορώ να πω ακόμη ότι έχω συνέλθει πλήρως.
Η σχέση σου με τη μητέρα σου πώς είναι;
Έχουμε άψογη σχέση, είναι η αδυναμία μου.
Ποιο θεωρείς πως είναι το highlight της καριέρας σου ως ηθοποιού ως τώρα;
Η λατινοαμερικάνικη σειρά που έκανα στο Netflix, το «El Señor de los Cielos», όπου υποδύθηκα έναν Έλληνα αστυνομικό. Ένιωσα υπερηφάνεια και συγκίνηση όταν έκλεισα αυτή τη δουλειά, γιατί όσο καιρό περνούσα τα κάστινγκ και προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στην ισπανική γλώσσα σκεφτόμουν τον πατέρα μου, για να παίρνω δύναμη. Ήθελα πολύ να του αφιερώσω αυτή την επιτυχία.
Μετά ήρθε πρόταση από το Ιράν, όπου ταξιδέψες λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, για να πάρεις μέρος στην επική σειρά «Σαλμάν Φαρσί».
Ακριβώς, μιλάμε για μια παραγωγή με χιλιάδες ανθρώπους, που επί της ουσίας πραγματεύεται την ιστορία της Περσίας μέσα σ’ έναν αιώνα, με όλες τις μάχες που είχαν γίνει, αφού ο περσικός στρατός ήταν ο πιο δυνατός της εποχής. Στο γύρισμα μιας σκηνής ήμουν επάνω σε άρμα και είχα πίσω μου 2.000 άτομα στρατό. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό σου δημιουργεί αυτομάτως μια πίεση να μην κάνεις κανένα λάθος ή κάποιο σαρδάμ στο γύρισμα, αφού πρέπει να συντονιστεί τόσος κόσμος μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Στο σίριαλ αυτό ενσάρκωσα έναν Βυζαντινό αξιωματικό που μαχόταν κατά των Περσών, γύρω στα 536 π.Χ.
Πάντως και το ταξίδι σου στο Ιράν για τα γυρίσματα της σειράς αποδείχτηκε περιπετειώδες.
Ναι. Η αναχώρησή μας συνέπεσε με την κόντρα Ιράν – Αμερικής, που ήταν τότε στα πρόθυρα του πολέμου. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο αεροδρόμιο της Αθήνας για να ταξιδέψουμε, μάθαμε πως οι πτήσεις για το Ιράν είχαν μόλις αναβληθεί, καθώς την προηγούμενη μέρα είχε καταρριφθεί ένα αεροπλάνο καναδικών αερογραμμών. Έτσι γυρίσαμε στα σπίτια μας και «πετάξαμε» την επόμενη μέρα. Τώρα, στον γυρισμό μας από τη χώρα, προλάβαμε στο… τσακ να φτάσουμε στην Αθήνα λίγο προτού κλείσουν τα σύνορα λόγω πανδημίας.
Τι ήταν για σένα το «Survivor»;
Μια τεράστια εμπειρία, εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι άλλο έχω ζήσει. Φτάσαμε όλοι στα όριά μας και πήραμε πολλά μαθήματα ζωής. Αν δεν το βιώσει κάποιος από κοντά, δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς. Η τηλεόραση δεν μπορεί να σου μεταδώσει πώς είναι να ξυπνάς στη μέση της νύχτας από τους πόνους στο στομάχι σου επειδή είναι άδειο. Δεν είναι αυτό το αίσθημα που σε πιάνει όταν αργείς στη δουλειά και κάθεσαι να φας δυο ώρες μετά το συνηθισμένο. Είναι πείνα… Κατοχής. Εύρισκες κάτω μια μπανάνα πατημένη και μισοφαγωμένη, τη βουτούσες, την καθάριζες λίγο με το χέρι και την έτρωγες. Κι αυτό ήταν το καλύτερο που σου είχε συμβεί μέσα στην ημέρα.
Πέρυσι έγινες γατο-μπαμπάς και σύμφωνα με αναρτήσεις σου στα social media φαίνεται να το απολαμβάνεις.
Δεν είχα ποτέ κατοικίδιο, γιατί από 20 χρόνων ταξιδεύω στο εξωτερικό για μεγάλα διαστήματα και θα ήταν δύσκολο. Αυτή η γατούλα, η Khobi, με διάλεξε, δεν τη διάλεξα εγώ. Ήταν 8 Αυγούστου, Παγκόσμια Ημέρα Γάτας, με δυνατή καλοκαιρινή βροχή, Σάββατο προς ξημερώματα Κυριακής, όταν άκουσα ένα έντονο κλάμα από μωρό γατάκι. Βγαίνοντας στον κήπο μάζεψα δύο. Δυστυχώς το ένα επιβίωσε, το άλλο είχε προβλήματα εκ γενετής. Έτσι βρέθηκε στη ζωή μου η Khobi, η οποία μου έχει χαρίσει πολύ ευχάριστες στιγμές. Δεν το περίμενα ότι ένα ζωάκι μπορεί να σου δώσει τόση αγάπη, ευτυχία και ηρεμία. Από τότε προσπαθώ να πείσω τον κόσμο να σώσει ένα αδέσποτο. Πρέπει να σου πω μάλιστα ότι ετοιμάζω κι ένα πρότζεκτ με κοινωνικό μήνυμα που σχετίζεται με τα αδέσποτα.
Γατο-μπαμπάς έγινες. Κανονικός μπαμπάς σ’ ενδιαφέρει να γίνεις;
Θα ήθελα να μου συμβεί. Θεωρώ όμως πως αυτά δεν είναι πράγματα που επιλέγουμε, απλώς μας τυχαίνουν. Το να ερωτευτεί κάποιος είναι θέμα συγκυριών. Πρώτα βρίσκουμε τον άνθρωπο που θα μας κάνει να θέλουμε κάτι παραπάνω από μια σχέση και μετά προχωράμε.