Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, έπειτα από μακρά περίοδο ανεξήγητης και υπέρμετρης στήριξης προς την Κίνα, πραγματοποιεί πολιτική στροφή και αποδέχεται τις ανησυχίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ για τους κρυφούς στόχους του Πεκίνου στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Η στροφή Μητσοτάκη πραγματοποιήθηκε με παρέμβασή του σε συνέδριο των «Financial Times» την περασμένη εβδομάδα, αναιρώντας τις φιλοκινεζικές υπερβολές του παρελθόντος. Για παράδειγμα, κατά την επίσκεψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 2019, ο πρωθυπουργός δεσμευόταν για την «περαιτέρω ανάπτυξη της επένδυσης» της COSCO στον Πειραιά, χωρίς να θέτει τον παραμικρό όρο! Εξέφραζε δε «εκτίμηση για τη στήριξη της Κίνας, όταν η Ελλάδα δοκιμαζόταν από την οικονομική κρίση», ενώ το ακριβές είναι πως το Πεκίνο πρώτα εξασφάλισε αναθεωρήσεις της σύμβασης της COSCO (Ιούλιος 2011 και Μάρτιος 2012 επί Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου, αντίστοιχα) και μετά αρνήθηκε να αγοράσει, επί πρωθυπουργίας Σαμαρά και Τσίπρα, ελληνικά κρατικά ομόλογα μέχρι τα τέλη του 2018.
Η νέα γραμμή του κ. Μητσοτάκη απο-πολιτικοποιεί το ζήτημα της COSCO, δηλώνοντας στο συνέδριο ότι «υπάρχει μια συμφωνία μετόχων, την οποία προφανώς θα τηρήσουμε», αλλά «και οι δύο πλευρές έχουν υποχρεώσεις και πρέπει και αυτοί να προβούν σε κάποιες επενδύσεις». Πρόσθεσε πως «πράγματι η Κίνα επένδυσε σε περίοδο που κανείς δεν ενδιαφερόταν», συμπληρώνοντας δημόσια πια (όπως ο ίδιος και υπουργοί καθησύχαζαν ιδιωτικώς Ευρωπαίους και Αμερικανούς συνομιλητές τους) ότι «η Ελλάδα δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από τις κινεζικές επενδύσεις».
Ωστόσο είναι ενδιαφέρον -και οιωνός δύσκολων διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Πεκίνου- ότι η κινεζική πλευρά είχε σαφή εικόνα για την αλλαγή της ελληνικής πολιτικής εδώ και αρκετούς μήνες και προσπάθησε να την αποτρέψει με τρεις, κυρίως, κινήσεις. Η πρώτη κίνηση έγινε, στα τέλη του 2020, από την τότε πρεσβευτή στην Αθήνα κυρία Τσανγκ Τσιγιουέ, η οποία επισκέφθηκε αρκετούς αρμόδιους παράγοντες, διατυπώνοντας ποικίλα αιτήματα με μάλλον εριστικό και αντιδιπλωματικό ύφος. Κύριο επιχείρημα της πρέσβεως ήταν ότι η ελληνική πλευρά είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τη διετή καθυστέρηση έκδοσης άδειας για την 4η προβλήτα στον Πειραιά και ότι, από τη στιγμή της έγκρισης, θα απαιτηθούν άλλα τρία χρόνια για την κατασκευή της. Η κυρία Τσανγκ Τσιγιουέ παρουσίαζε μάλιστα την εκδοχή ότι η COSCO έκανε σχεδόν χάρη στην Ελλάδα, αυξάνοντας την εμπορευματική κίνηση αντί της επιλογής άλλων λιμένων στη βόρεια Ευρώπη. Πρόσθετε, επίσης, ότι διαπιστώνεται δυσάρεστη αλλαγή στη στάση της κυβέρνησης ως προς τις άδειες του τηλεπικοινωνιακού 5G, την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του ΔΕΔΔΗΕ και, γενικότερα, πολλές δημόσιες συμβάσεις.
Η δεύτερη κινεζική κίνηση ήταν σταλινικού-μαοϊκού τύπου με την αιφνιδιαστική, ανεπίσημη ανάκληση της πρέσβεως Τσανγκ Τσιγιουέ στο Πεκίνο στα τέλη Μαρτίου. Οι υπηρεσιακοί και κομματικοί προϊστάμενοι την «καρατόμησαν» επειδή, προφανώς, απέτυχε στο σχέδιο εκφοβισμού της ελληνικής πλευράς. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της κινεζικής οργής ήταν η απόρριψη της πρότασης για διοργάνωση στην Αθήνα, το 2022, της συνόδου κορυφής της «Πρωτοβουλίας 17+1» (συνεργασία βαλκανικών και κεντροευρωπαϊκών χωρών με την Κίνα σε θέματα υποδομών, εμπορίου και επενδύσεων). Αν και η κυβέρνηση παρουσίασε θεμελιωμένο σκεπτικό, με έμφαση στις υψηλές δαπάνες και στα μέτρα ασφαλείας για τη σύνοδο στην ασταθή περίοδο μετά την έξοδο από την κρίση του κορωνοϊού, το Πεκίνο δεν πείστηκε. Θεώρησε πως ο πρωθυπουργός ενέδωσε σε δυτικές πιέσεις και η οργή εκδηλώθηκε με την απομάκρυνση της πρέσβεως Τσανγκ Τσιγιουέ, η οποία διαβεβαίωνε ότι ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί, που υπερθεμάτιζαν σε φιλοκινεζικές δηλώσεις, θα παρέμεναν στην ίδια γραμμή. Η «καρατόμηση» αποτελεί μήνυμα και προς το Μαξίμου ότι, στο εξής, το Πεκίνο θα είναι πιο απαιτητικό, καθώς ο διάδοχος της κυρίας Τσανγκ Τσιγιουέ θα ακολουθήσει αυστηρότερη γραμμή.
Η τρίτη κίνηση του Πεκίνου εκδηλώθηκε με την αποστολή μακροσκελούς επιστολής, πριν από λίγες εβδομάδες. Η επιστολή, παρά τις συνήθεις διπλωματικές αβρότητες, υπογραμμίζει τις νομικές επιπλοκές της μη μεταβίβασης του 16% των μετοχών του ΟΛΠ στην COSCO μέχρι τον Αύγουστο φέτος, σημειώνοντας πως η επίλυση των εκκρεμοτήτων δεν αποτελεί ευθύνη της κινεζικής εταιρίας, αλλά της ελληνικής κυβέρνησης και του ΤΑΙΠΕΔ.
Το σκηνικό γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αν ληφθεί υπόψη ότι η Κίνα επέβαλε αντίμετρα, χωρίς νομική θεμελίωση, στις κυρώσεις της Ε.Ε. για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ θα καθυστερήσει (ίσως και πέραν του 2022) η κύρωση της επενδυτικής συμφωνίας Βρυξελλών – Πεκίνου.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη