Σχεδόν τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική απηλλάγη μετά την εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας μας από την υποχρέωσή της να καταναλώνει διπλωματικό κεφάλαιο και να δίδει μάχες ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα. Και στα ανατολικά (Ελληνοτουρκικά – Κυπριακό) και στα βαλκανικά (Σκοπιανό). Αυτή τη στιγμή αφιερώνουμε όλη μας την ενέργεια στο μέτωπο του Ερντογάν.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Τρία χρόνια μετά οφείλουμε επίσης να αναγνωρίσουμε ότι σαφώς και προτιμούμε να έχουμε στα βόρεια σύνορά μας αυτό το κράτος-μαξιλάρι. Είναι προτιμητέο από μία Μεγάλη Αλβανία ή από μία Μεγάλη Βουλγαρία.
Και οι δύο έχουν εκδηλώσει αντίστοιχες επιθετικές βλέψεις και επιθυμίες στην περιοχή. Ωστόσο ο πολιτικός χρόνος και τα ενδεχόμενη κέρδη που αποκομίζει κανείς κατά τη διάρκεια αυτού είναι μέγεθος ριζικά διαφορετικό από τον ιστορικό χρόνο.
Ο ιστορικός χρόνος, αν και διαφέρει σε ταχύτητα από τον πολιτικό -είναι πιο αργός-, δεν «δουλεύει» για εμάς. Διότι το μέγα πρόβλημα της περιοχής, όπως είχε προειδοποιήσει ο μεγάλος Μακεδόνας Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν είναι η αντιδικία για το όνομα απλώς, αλλά «ποιος συνδυασμός δυνάμεων θα προκύψει στο μέλλον στην περιοχή».
Αυτό δεν μπορεί να το διαβάσει κανείς σήμερα. Ούτε καν οι Αμερικανοί που έχουν το πάνω χέρι στα Βαλκάνια και είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς ομογενοποίησαν στρατιωτικά και ενεργειακά τα Βαλκάνια έναντι των Ρώσων. Τρέχει, άραγε, ο ιστορικός χρόνος υπέρ ημών; Ειδικώς όταν η Δυτική Μακεδονία, μετά τη βιαστική απολιγνιτοποίηση, ρημάζει από την ανεργία και λόγω του δημογραφικού «αδειάζει» και μοιάζει με έρημο χώρα; Αμφιβάλλουμε.
Αν βάλουμε κάτω τη συμφωνία και εξετάσουμε τους υποτιθέμενους αυτοματισμούς που υποτίθεται ότι περιείχε ο μηχανισμός της ως μέσον εξαναγκασμού εφαρμογής της από τους γείτονες, θα διαπιστώσουμε με απογοήτευση τα εξής απλά: Στα κεφάλαια που μας αφορά έχει ήδη ατονίσει και μερικές φορές παραβιάζεται κιόλας. Χωρίς να διαμαρτυρόμαστε μην τυχόν και θεωρηθούμε υπεύθυνοι πως χαλάμε την καλή ατμόσφαιρα της συμμαχίας.
Τα σχολικά τους βιβλία παραμένουν αλυτρωτικά. Η Ν.Δ. δυστυχώς έκανε ένα σοβαρό λάθος: Αντικατέστησε την ομάδα πανεπιστημιακών που είχε οριστεί αρχικώς να τα διορθώσει και γνώριζε άριστα τη γλώσσα των Σκοπίων με πρόσωπα καταξιωμένα μεν, αλλά με γνώση της σερβικής δε. Η απομάκρυνση του πανεπιστημιακού Σπυρίδωνα Σφέτα ήταν έγκλημα. Τα βιβλία ακόμη… αναθεωρούνται. Και εξαγγελία διόρθωσής τους να γίνει σε ανώτατο επίπεδο, θα παραμείνω σκεπτικός.
Τρία χρόνια μετά ο πρόεδρος των Σκοπίων Πενταρόφκσι σε επίσημες δηλώσεις του, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, έθεσε ζήτημα δικαιωμάτων μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα και υπαινίχθηκε ότι η χώρα του θα βοηθήσει όλους όσοι ήθελαν να προσφύγουν κατά της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι δηλώσεις του Σκοπιανού προέδρου συνιστούν τον ορισμό της παραβίασης της Συμφωνίας των Πρεσπών καθώς ανεμείχθη απαραδέκτως παρά τα οριζόμενα σε αυτήν στα εσωτερικά μας, αλλά η Πολιτεία σιώπησε. Δεν έκανε ούτε διάβημα στους γείτονες.
Στο ίδιο ατόπημα «υπέπεσε» χθες και ο πρόεδρος Ζάεφ, ο οποίος προανήγγειλε μέσω της εφημερίδας «Αυγή» ότι σύντομα η Ελλάς θα κυρώσει τα μνημόνια αμυντικής συνεργασίας «Ελλάδος – Βόρειας Μακεδονίας». Από πού κι ως πού, άραγε, υποκαθιστά ξένος ηγέτης, και μάλιστα ο Ζάεφ, το ελληνικό Κοινοβούλιο; Και μόνον αυτή η απρέπεια δικαιώνει δυστυχώς την άρνησή μου να συντονίσω τη συνέντευξη του Σκοπιανού προέδρου στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, όπως είχε την καλοσύνη να μου προτείνει ο πρόεδρός του Συμεών Τσομώκος. Δεν θα περνούσαμε καθόλου καλά μαζί! Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, επίσης, οι γείτονες εμμένουν να χρησιμοποιούν στο εσωτερικό τους το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ενώ αντίστοιχες πονηριές επιχειρούν να κάνουν στο εξωτερικό. Τρία χρόνια μετά, επίσης, διάφορες ΜΚΟ τους κτυπούν τακτικώς την πόρτα της ελληνικής Δικαιοσύνης και με «προσχηματικά» καταστατικά ίδρυσης σωματείων πασχίζουν να ιδρύσουν σωματεία διάδοσης της «μακεδονικής γλώσσας». Τρία χρόνια μετά, τέλος, το ζήτημα με τα εμπορικά σήματα των επιχειρήσεών μας παραμένει άλυτο.
Όσον αφορά δε το περίφημο ζήτημα της κύρωσης των μνημονίων αμυντικής συνεργασίας, τα οποία καλούνται να κυρώσουν οι βουλευτές της Ν.Δ. με την απειλή της διαγραφής τους και του αποκλεισμού τους από τα ψηφοδέλτια του κόμματος στις εθνικές εκλογές, δύο είναι οι βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη, στρατιωτική. Μέχρι ποίου βάθους μπορεί να φθάσει η αμυντική συνεργασία; Δεδομένου ότι οι Τούρκοι είχαν διεισδύσει στον στρατό της γείτονος και καθόλου απίθανο να διατηρούν τα ερείσματά τους εκεί μέχρι και σήμερα -ο πρόεδρος της Βουλής των Σκοπίων επισκέφθηκε την Αγκυρα προσφάτως-, ποια μυστικά μπορούμε να μοιραστούμε μαζί τους στο πλαίσιο αυτής της αμυντικής συνεργασίας;
Έχουμε μυστικά να μοιραστούμε; Ειδικώς αν ο Στρατός μας, λόγω της φιλοτουρκικής στροφής της Αλβανίας, αναδιαταχθεί πάλι και προς Βορράν;
Είμαστε βέβαιοι ότι ο στρατός τους έχει στεγανά ή μήπως είναι ένα βαλκανικό σουρωτήρι; Και ας υποθέσουμε χάριν της οικονομίας της συζήτησης πως… όλα καλά. Κανένα πρόβλημα. Εμπιστοσύνη! Πώς καλείται το ελληνικό Κοινοβούλιο να κυρώσει εκόν άκον μια τέτοια συμφωνία, όταν οι γείτονες αμελούν συστηματικά να εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι ημών, όπως αυτές απορρέουν από τη συμφωνία; Με ποια ανταλλάγματα προς τις ΗΠΑ στις οποίες γίνεται κατ’ ουσίαν το χατίρι;
Για την ιστορία θα ήθελα να θυμίσω -είμαι βέβαιος πως το θυμάται και ο ίδιος- ότι σχετικά με το θέμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρόεδρος της Ν.Δ. και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δήλωσε κατά καιρούς τα εξής:
«Η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει βέτο στη διαδικασία των Σκοπίων στην Ε.Ε. και αυτό το δικαίωμα της πατρίδας αρνούμαι να το απεμπολήσω». (15/9/2018)
«Θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις για να αμβλύνω τις αρνητικές συνέπειες που είναι βέβαιον ότι θα προκύψουν από μία προβληματική συμφωνία». (25/1/2019)
«Βέτο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην Ε.Ε. όσο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος δεν διασφαλίζονται και αν δεν επιλυθούν τα σχετικά με τα μακεδονικά προϊόντα προβλήματα». (29/3/2019)
«Θα είμαστε πολύ αυστηροί ως προς την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών που τη θεωρούμε κακή». (8/9/2019)
Ως απάντηση σε όλα αυτά η ελληνική εξωτερική πολιτική έλαβε μία δήλωση του Ζόραν Ζάεφ στις 1/12/2020 ότι «θα ενταχθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως Μακεδόνες που μιλούν μακεδονικά». Με συνέπεια το ζήτημα της γλώσσας και της ταυτότητας ως εμπόδιο για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Σκοπίων – Ε.Ε. να το θέτουν πλέον οι Βούλγαροι, εγείροντας μάλιστα και βέτο! Δεν χρειάζεται κανείς να επεκταθεί πολύ. Η εθνική ζημιά που άρχισε επί ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται. Οι επικοινωνισμοί δύσκολα την αποκρύπτουν. Δυστυχώς.