Η Γεωργία Μπερδέση, μητέρα του δολοφονημένου πυγμάχου Τάσου Μπερδέση μίλησε στην εφημερίδα «Αχαϊκή Πολιτεία» κάνοντας μια κατάθεση ψυχής και περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τη διαίσθησή της, ότι ο δολοφόνος του γιου της, ήταν στην κηδεία του!
Μάλιστα, παρότρυνε τις αρχές να «ψάξουν καλά την Πάτρα», καθώς θεωρεί ότι η απάντηση βρίσκεται στην αχαϊκή πόλη.
«Στην κηδεία τον τίμησαν. Ήσαν πολλοί. Αλλά να σου πω και κάτι. Που το νιώθω. Δεν ξέρω, μπορεί να μην ισχύει αλλά αυτό νιώθω ως μάνα. Έχω μία διαίσθηση. Αυτός που το ‘κανε μπορεί να ήταν στην κηδεία και να γέλαγε από μέσα του. Οι περισσότεροι τον αγαπούσαν. Το ξέρω. Κάποιοι όμως ήρθαν και για εφέ, άλλοι πάλι δεν ξέρω. Εγώ πιστεύω ότι ο δολοφόνος μπορεί να ήταν στην κηδεία. Αλλά υπάρχει Θεός. Και θα τον είδε που γελούσε», είπε χαρακτηριστικά η Γεωργία Μπερδέση.
Περιέγραψε ακόμα και ένα προαίσθημα που είχε, ότι κάτι δεν πάει καλά: «Εγώ να σου πω την αλήθεια, τον τελευταίο καιρό δεν ήμουν καλά. Κάτι ένιωθα. Και όταν άκουγα τα τελευταία στην Αθήνα αναρωτιόμουν σαν μάνα ‘μην είναι το παιδί μου, μην είναι ο Τάσος μου’. Δεν κοιμόμουν τελευταία τα βράδια. Είχα σαν ένα προαίσθημα. Το έβλεπα. Ο Τάσος δεν έλεγε ποτέ τίποτα για όσα συνέβαιναν. Ότι και να γινόταν μου έλεγε ‘μην αγχώνεσαι’. Του έλεγα ‘παιδί μου άκουσα κάτι’ και μου απαντούσε ‘όλα μάνα είναι καλά. Μην τους ακούς’».
Ο πόνος της μάνας είναι ατέλειωτος και ερωτώμενη τι είναι αυτό που ζητάει από την αστυνομία, απαντά και ξεσπά:
«Τι ζητάω; Να βρεθεί ο ένοχος, να με κοιτάξει κατάμουτρα και να μου πει γιατί το έκανε; Για ποιον λόγο του αφαίρεσε την ζωή! Εμάς μας σκέφτηκε; Τα αδέλφια του, τη μάνα του, τους φίλους του, τους συγγενείς που τον αγαπάνε και πιο πολύ εμένα. Αγωνίστηκα γι’ αυτό το παιδί. Μέρα νύχτα δούλευα. Ο Τάσος πήγε από 12 χρονών για δουλειά. Ήταν εργατικό παιδί. Το ξέρεις ότι όταν πήγε για δουλειά, με τον πρώτο μισθό που πήρε, ήρθε και μου πήρε σκούπα;
Τι να σου πω; Ότι θέλαμε ήταν ο Τάσος εδώ. Όλα. Δεν μας άφηνε έτσι. Ερχόταν γιορτές, μας έφερνε από ένα μπουκέτο λουλούδια. Είναι το στερνοπούλι μου. Ο Τάσος δεν ήθελε να με δει να κλαίω. Μανούλα μην κλαις, όλα καλά θα πάνε, μου έλεγε. Κι όμως τώρα… δεν ξέρω πόσο θα αντέξω! Να ψάξει η Αστυνομία να τον βρει και να τον φέρει μπροστά μου. Να ‘ρθει να με κοιτάξει στα μάτια αυτός που μου πήρε το παιδί μου. Μου στέρησε τον Τάσο μου, μου έκλεισε το σπίτι και μου πήρε το λεβέντη μου. Τόσο πολύ τον μισούσε; Και να τον χτυπήσει άνανδρα και πισώπλατα. Μια κατάρα δίνω ως μάνα. Και ας με συγχωρέσει ο Θεός, αλλά πονάω: Να μην λιώσει ποτέ ο δολοφόνος»!