Σε αναμονή της απολογίας του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, στις 10 το πρωί της Τρίτης 22/6, με τον 33χρονο να αναμένεται πως θα επιχειρήσει να πείσει τον ανακριτή ότι δεν προσχεδίασε τη δολοφονία της Καρολάιν, έρχεται στο φως το άγνωστο «ημερολόγιο» των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. από τις επαφές τους με τον πιλότο-δράστη της δολοφονίας.
Το ημερολόγιο μνήμης των αστυνομικών-χειριστών μέσα από καταθέσεις, επαφές και επικοινωνίες τους με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, τις 37 ημέρες μέχρι την ομολογία του, αναδεικνύει, πλέον, την επίμονη προσπάθειά του να χτίσει το προφίλ του «καλού παιδιού» που οι «κακοί ληστές» σκότωσαν την γυναίκα του.
Από τις 11 έως τις 21 Μαΐου είχε τακτικές επικοινωνίες μόνο με έναν αστυνομικό χειριστή της υπόθεσης. Μετά τις πρώτες δηλώσεις του στις κάμερες, ο αστυνομικός τον παρότρυνε να «μην κάνει δηλώσεις», να αποτραβηχτεί από την δημοσιότητα. Ήταν μία αστυνομική κίνηση που είχε ως επιδίωξη τις προσωπικές επαφές μαζί του, προκειμένου να αξιολογήσουν το ψυχολογικό προφίλ του, καθώς φαινόταν «διαβασμένος» και να έχει… προβάρει τι θα έλεγε μπροστά στις κάμερες.
Τις πρώτες 10 ημέρες έδειχνε υπερβολικά και παράξενα συνεργάσιμος και επιδείκνυε μια αξιομνημόνευτη αυτοκυριαρχία και ψυχραιμία. Κάποια στιγμή αυτών των επαφών με τους αστυνομικούς διαμαρτυρήθηκε για τις υπερβολικές αναφορές προσωπικών του δεδομένων, ενώ εξοργίστηκε με δημοσιεύματα δηλώσεων της ψυχολόγου που άφηναν υπόνοιες εμπλοκής του. Κάποια στιγμή είπε στον αστυνομικό που μιλούσε «θέλω να κάνω μηνύσεις» για αυτά τα δημοσιεύματα και ρεπορτάζ, αλλά μετά υπαναχωρούσε και έλεγε πως «ο κόσμος λέει τα δικά του».
Υπόνοιες για οικονομικά κίνητρα
Το δεύτερο 10ήμερο μετά την δολοφονία της Καρολάιν, παρουσιαζόταν ως ένας απελπισμένος άνθρωπος που έπρεπε να ορθοποδήσει παρά την απώλειά του, προκειμένου να μεγαλώσει την Λυδία. «Προσπαθώ να επιβιώσω», «δεν νοιώθω καλά», «πρέπει να πάω μπροστά για την κόρη μου», έλεγε στον αστυνομικό που συνομιλούσε.
Όταν κάποια στιγμή σε ζωντανές συνδέσεις των τηλεοπτικών σταθμών άκουγε συνδικαλιστές αστυνομικούς να αναφέρονται στην ασφάλεια ζωής της Καρολάιν, «τσαντίστηκε» και είπε: «Ρε παιδιά πως είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα από αστυνομικούς». Τώρα, πλέον, οι αξιωματικοί του αρμόδιου τμήματος εκτιμούν ότι εκνευρίστηκε με αυτές τις αναφορές, γιατί ήξερε το κίνητρό του και ότι δεν το έκανε για τα λεφτά.
Το χρονικό διάστημα από 2 έως 12 Ιουνίου έφτιαχνε το σκληρό και αδίστακτο προφίλ των «δολοφόνων» της γυναίκας του. Έλεγε ότι ήταν… φιλόζωος και μίλαγε για τα ζώα, για να δείξει ότι δεν θα μπορούσε να είχε σκοτώσει εκείνος τον σκύλο και έλεγε χαρακτηριστικά: «Όπως σκότωσαν τον σκύλο, σκότωσαν και την γυναίκα μου».
Το ίδιο χρονικό διάστημα οι αρμόδιοι αξιωματικοί, όταν δεν εντόπιζαν ευρήματα που να στηρίζουν την εκδοχή της δολοφονικής ληστρικής επιδρομής, ανίχνευαν στοιχεία «σκηνοθεσίας» με πολλά στοιχεία υπερβολής. Για παράδειγμα, η διάρρηξη του παραθύρου ήταν υπερβολική, αλλά ήταν πραγματική, γιατί όντως την είχε κάνει. Τα άλλα σημεία υπερβολής του στην «σκηνοθεσία» για την αγριότητα των δραστών ήταν το κρέμασμα του σκύλου και η αφαίρεση της κάρτας μνήμης της κάμερας.
«Σας πρόδωσα»
Στις 17 Ιουνίου, τέλος, μόλις κάθεται στο τραπέζι των ανακρίσεων του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής, του λέει ο αστυνομικός: «Έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Δεν σε φέραμε για πλάκα άρον-άρον από την Αλόννησο. Μήπως θες να μας πεις κάτι;». Και, αφού ακολουθεί μια «ιστορική αναδρομή» του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου στη σχέση του με τη γυναίκα του και τα προβλήματά της, φτάνει στην ομολογία του στυγερού εγκλήματος, λέγοντας στους αστυνομικούς: «Μου φερθήκατε σαν αδέρφια και εγώ σας πρόδωσα».
Αγκαλιάζει τον αστυνομικό με τον οποίο είχε συνδεθεί περισσότερο, αν και, λίγο νωρίτερα, σε σχετική ερώτηση, είχε απαντήσει: «Έβλεπα εφιάλτες, είχα τύψεις, έβλεπα την Καρολάιν στον ύπνο μου, αλλά ναι, δεν θα ερχόμουν να ομολογήσω».
- Δείτε το σχετικό ρεπορτάζ: