Μια ακόμα παραλλαγή του κορωνοϊού έχει κάνει την εμφάνισή της και ανησυχεί τις υγειονομικές αρχές της Νότιας Αμερικής, όπου και εμφανίστηκε αρχικά, ενώ προβληματίζει ορισμένους επιστήμονες εξαιτίας των κάπως «ασυνήθιστων» μεταλλάξεων που αυτή περιλαμβάνει.
Η Λάμδα, προηγουμένως γνωστή ως C.37, ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά στο Περού το Δεκέμβριο του 2020 και έκτοτε έχει εξαπλωθεί σε 27 χώρες (και στην Ευρώπη). Η παραλλαγή πλέον αποτελεί περίπου το 82% των νέων κρουσμάτων στο Περού, από 50% το Μάρτιο και μόλις 0,5% στο τέλος του προηγούμενου έτους. Στη γειτονική Χιλή η Λάμδα αποτελεί πια σχεδόν το ένα τρίτο των νέων περιστατικών λοίμωξης Covid-19.
Ο μικροβιολόγος Πάμπλο Τσουκουγιάμα του Πανεπιστημίου Καγιετάνο Χερέδια της πρωτεύουσας του Περού Λίμα δήλωσε, σύμφωνα με τους Financial Times, πως «αυτό δείχνει ότι η ταχύτητα μετάδοσης της Λάμδα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές».
Το Περού έχει τη μεγαλύτερη στον κόσμο θνητότητα λόγω Covid-19, όμως οι επιστήμονες δεν είναι βέβαιοι ακόμη κατά πόσο οι μεταλλάξεις της Λάμδα την καθιστούν όντως πολύ πιο μεταδοτική ή πιο θανατηφόρα. «Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι είναι πιο επιθετική από ό,τι άλλες παραλλαγές. Είναι πιθανό ότι έχει μεγαλύτερο βαθμό μεταδοτικότητας, αλλά χρειάζεται περισσότερη έρευνα επ’ αυτού», δήλωσε ο δρ Χάιρο Μέντεζ Ρίκο του Παναμερικανικού Οργανισμού Υγείας.
Η Λάμδα, που έχει «βαφτιστεί» και αυτή με βάση το νέο σύστημα ονοματοδοσίας με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, είναι η έβδομη που έχει τραβήξει το ενδιαφέρον του ΠΟΥ. Θεωρείται μικρότερη πηγή ανησυχίας σε σχέση με τις τέσσερις βασικές Άλφα, Βήτα, Γάμμα και Δέλτα (που αντίστοιχα ανιχνεύθηκαν αρχικά σε Βρετανία, Νότια Αφρική, Βραζιλία και Ινδία), αλλά παρατηρείται με προσοχή για το πώς θα εξελιχθεί.
Στις 23 Ιουνίου η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας χαρακτήρισε τη Λάμδα παραλλαγή υπό διερεύνηση «λόγω της διεθνούς εξάπλωσής της και των αρκετών αξιοσημείωτων μεταλλάξεών της». Πρόσθεσε πάντως πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Λάμδα προκαλεί πιο σοβαρή νόσο ή καθιστά τα εμβόλια λιγότερο αποτελεσματικά.
Ο δρ Τζεφ Μπάρετ του βρετανικού Ινστιτούτου Γενετικής Wellcome Sanger διευκρίνισε ότι «ένας λόγος που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η απειλή από τη Λάμδα, με τη χρήση υπολογιστικών και εργαστηριακών δεδομένων, είναι ότι έχει μια μάλλον ασυνήθιστη γκάμα μεταλλάξεων, σε σύγκριση με άλλες παραλλαγές».