Δάζωμα 1, σειρά 5, σκαλί 20, θέση 14. Από εδώ πάνω, τέρμα Θεού, πίσω σου βρίσκονται θάμνοι και όχι θεατές, σε ύψος χαμηλής πτήσης ελικοπτέρου, έχεις δύο επιλογές: να παρακολουθήσεις την παράσταση θαυμάζοντας την ακουστική του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου και παρατηρώντας στο βάθος τις κορυφογραμμές του αργολικού ορίζοντα, η πρώτη.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Να παρατηρήσεις τις αντιδράσεις του κοινού στην πρώτη μετά Λιγνάδη παράσταση του Εθνικού μας Θεάτρου, η δεύτερη. Πέντε χιλιάδες τριακόσιοι πενήντα θεατές την πρώτη μέρα, 5.300 τη δεύτερη, «ούτε ο Παναθηναϊκός δεν κόβει τόσα εισιτήρια στα ντέρμπι» σχολίαζε σκωπτικώς ο λαϊκός τύπος που καθόταν μπροστά μου, όταν άκουσε την ηρωίδα ταξιθέτρια να αποκαλύπτει τον αριθμό των θεατών. Προφανώς ήθελα να παρακολουθήσω την παράσταση -δεν βλέπεις «Ιφιγένεια εν Ταύροις» κάθε μέρα-, συνειδητοποίησα μάλιστα πως τελευταία φορά που είχα έρθει εδώ είχα δει σε ενεργό δράση -τι κρίμα- έναν καλό Λιγνάδη σε μια παράσταση του Σταύρου Τσακίρη με πρωταγωνιστή τον Κώστα Καζάκο. Τόσοι χιλιάδες Ελληνες όμως σε έναν χώρο μαζί μετά την πανδημία ήταν «πρόκληση». Δημοσιογραφική.
Για την παράσταση δεν θα πω πολλά, ωραία ήταν. Μια ασφαλής επιλογή μετά τη θύελλα στο Εθνικό μας Θέατρο. Δεν θα μείνει στην Ιστορία, αλλά το γεγονός ότι ο Γιώργος Νανούρης απέδωσε πίστα το γράμμα και το πνεύμα της τραγωδίας χωρίς νεωτερισμούς ήρκεσε. Είναι τόσο δυνατή η ιστορία του Ευριπίδη για τη συνάντηση των δύο αδελφών, Ιφιγένειας και Ορέστη, στον «άξενο πόντο», που πειραματισμοί δεν χωρούσαν. Μόνο προσήλωση στο κείμενο. Μου κακοφάνηκε που άκουσα τρεις φορές τη γενική «Λητώς» και όχι «Λητούς», αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να έχω χάσει τεύχη στην Γραμματική. Ίσως έχει δίκιο ο Γεώργιος Ιωάννου! Το θρίλερ της συνάντησης των δύο αδελφών του θρυλικού οίκου των Ατρειδών μάς καθήλωσε, λοιπόν. Πόσο μάλλον που ακούγαμε ιστορίες αιώνων για το αρχαίο Αργος, μια ανάσα από το σύγχρονο Άργος!
Η αίσθηση της ελληνικής συνέχειας ήταν μοναδική στον χώρο αυτόν που, κοιτώντας στο περιβάλλον, άνετα το έκανε να μοιάζει με μυστική βάση πολιτισμού. Αδύνατον να κινήσεις για εδώ, αν δεν γνωρίζεις πως υπάρχει χαμένο μέσα στην ελληνική φύση το κόσμημα αυτό. Ξεχωρίζω τη Λένα Παπαληγούρα, τη θυγατέρα του αγαπητού μου Αναστάση και εγγονή Ράλλη. Τεράστιες η εξέλιξη και η ωρίμανσή της. Ξεχωρίζω τον αγγελιοφόρο Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Τεράστια διαδρομή έχει κάνει και αυτός. Από αστυνομικός σε σίριαλ, συγκλονιστικός σύζυγος της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στην ομώνυμη ταινία και τώρα στην Επίδαυρό μας. Στο «Γουέμπλεϊ του πολιτισμού», που καταξιώνει ή καταπίνει κάθε ηθοποιό όταν πατά στην «αρένα» του. Στάθηκε. Καλός και ο Νίκος Ψαρράς, με δύο εξάρσεις που προκάλεσαν τον αδικαιολόγητο για τραγωδία γέλωτα του κοινού. Όσο για την «Αθηνά» Χαρούλα Αλεξίου; Και εκείνη θα θυμάται τις τρεις μέρες της Επιδαύρου κι εμείς θα τις θυμόμαστε. Και ας της έδωσαν… μικρόφωνο, ενώ ούτε η ίδια το χρειαζόταν ούτε ο χώρος το επέτρεπε!
Η καταγόμενη από τη… Θήβα, την άλλη αρχαία πόλη μας, Χαρούλα δεν είχε την πείρα. Είχε όμως μια φωνή γνήσια ελληνική, που έβγαινε από τα σωθικά της, σπαρακτική. Ετρεχαν στις συλλαβές και τις αναπνοές της χιλιάδες χρόνια! Η οποία φωνή ήταν ό,τι χρειαζόταν για τη στιγμή. Αθηνά ηγετική! Διερωτήθηκα όταν την άκουσα να διατάζει την ανέγερση ναού της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα Αττικής πώς να είναι σήμερα, σε τι κατάσταση, ο αρχαιολογικός χώρος. Εκανα γύρισμα τηλεοπτικό με τον Γιάννη Βαρβιτσιώτη πριν από χρόνια εκεί για την ΕΡΤ και υπήρχε μάλλον εγκατάλειψη. Για την παράσταση αυτά. Το Εθνικό Θέατρο άνοιξε τη νέα του σελίδα χωρίς τον Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν ξέρω αν η παράσταση προγραμματίστηκε από αυτόν ή από τη νέα διεύθυνση, αλλά το μοναστήρι να είναι καλά! Οι θεσμοί υπερισχύουν των προσώπων. Έχουν αντοχή. Αν και ο Λιγνάδης δεν ήταν μακριά από το σημείο. Στις Φυλακές Τίρυνθας φιλοξενείται, λίγο πιο κάτω! Λέτε να πήγε κανείς να τον δει;
Η είδηση για μένα όμως όλο το βράδυ ήταν το κοινό. Η πλειονότητά του εκπαιδευμένη στην τραγωδία. Η μειονότης του, όχι. Παραδόξως εκεί βρήκα την ελπίδα. Αριστερά μου καθόταν ένα ζευγάρι από την Ελβετία, που έφθασε στο θέατρο για περιήγηση και, όταν είδε πως υπήρχε παράσταση, είπε, όπως μου εξήγησαν τα παιδιά, «δεν προσπαθούμε;». Δίπλα μου κάθονταν δύο νεαροί μαθητές με τον πατέρα τους. Με σκαμμένο από τον ήλιο, δαρμένο πρόσωπο, εκείνος «φώναζε» από μακρυά πως είναι οικοδόμος, σιδεράς, κάτι συναφές.
Οι μικροί ανάγωγοι στην αρχή είχαν αδυναμία συγκέντρωσης, γελούσαν διαρκώς, τους έγινε παρατήρηση. Από το πέμπτο λεπτό όμως σίγησαν καθηλώθηκαν, δεν έβγαλαν άχνα. Στο τέλος της παράστασης παραπονέθηκαν μόνο που δεν είχε «δράση». Ηθελαν να δουν καράβια στη στεριά για να ζήσουν την απόδραση του Ορέστη και της Ιφιγένειας.
«Ήθελα να σας δείξω από πού ερχόμαστε, αυτή είναι η Ελλάδα μας, παιδιά μου!» τους είπε ο λαϊκός πατέρας τους συγκινημένος. Και τον αγκάλιασαν! Δεν ήταν ο μόνος. Σε όλα τα πάνω διαζώματα ήταν τετραμελείς λαϊκές οικογένειες που πλήρωσαν 80 και 100 ευρώ για να δείξουν σε δύο ώρες στα παιδιά τους ποια είναι η Ελλάδα. Εστησα αυτί στο φευγιό. Οταν συντεταγμένοι και χωρίς διαμαρτυρίες με μάσκες αποχωρούσαμε από τον ιερό χώρο. «Για Ελλάδα κάναμε φοβερή ησυχία στην παράσταση!» σχολίαζαν χαρούμενοι! Την επόμενη μέρα χάζεψα στο πρωινό του ξενοδοχείου Τούρκους τουρίστες να έχουν βάλει κάτω τον χάρτη με τα μνημεία της αργολικής γης και να σχεδιάζουν πού να πάνε για «προσκύνημα».
Λίγο αργότερα ο καθηγητής μου Στέλιος Περράκης, αγναντεύοντας το Μπούρτζι από το «ηλιοστάσι», μου αποκάλυπτε μια εξομολόγηση του Μιτεράν στον Πάγκαλο για την ινκόγκνιτο επίσκεψή του στις Μυκήνες το 1988. Τότε που όλοι νόμισαν πως είχε έρθει ιδιωτικώς για να ζήσει κάποιον παράνομο έρωτά του και τον κάλυπταν ο Ανδρέας και η Μελίνα.
«Ω κύριέ μου! Καμία σχέση. Λατρεύω το βασίλειο των Ατρειδών, όπως ξέρετε. Τότε έγραφα βιβλίο γι’ αυτό! Ηθελα λοιπόν σε συνθήκες απομόνωσης να νιώσω τον αέρα που μύριζαν οι πρωταγωνιστές του, να τραφώ από τα προϊόντα της γης που τρέφονταν κι αυτοί, να τους αισθανθώ και να τους αφουγκραστώ! Κανένα μυστήριο!» ήταν η απάντησή του στην απορία Παγκάλου για τον πραγματικό λόγο της επίσκεψης. Επιστρέφοντας για Αθήνα κοίταξα μια ακόμη φορά την ταμπέλα προς αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Έχει δίκιο ο Φρανσουά, είπα. Κάπου εδώ είναι οι Ατρείδες μας. Δεν έφυγαν! Και όσο θα τους ψάχνουμε για να δούμε από πού ερχόμαστε, όλο και κάποια ελπίδα θα υπάρχει για τον τόπο αυτό! «Μάτια μου, η Ελλάδα», που λέει και η Χαρούλα μας.