Όλο και πυκνώνουν οι φήμες που θέλουν την ελληνική κυβέρνηση να έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την αναγνώριση του Κοσόβου. Κίνηση που εξυπηρετεί τους εταίρους και κυρίως την Γερμανία, αλλά σε καμία περίπτωση τα ελληνικά συμφέροντα.
Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει η Κίνηση για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου σχετικά με το θέμα και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης:
«Έντονη είναι τις τελευταίες ημέρες η φημολογία, η οποία τροφοδοτείται από άρθρα κορυφαίων ελληνικών ΜΜΕ τα οποία δεν έχουν διαψευσθεί ακόμα από το Υπουργείο Εξωτερικών, ότι η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να αναγνωρίσει το Κόσοβο.
Αδιαμφισβήτητα μία τέτοια κίνηση, εάν πραγματοποιηθεί, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στα Βαλκάνια, με συνέπειες και εναντίον της Ελλάδας, αφού η ίδια η Αθήνα θα δώσει με αυτό τον τρόπο διπλωματικά και πολιτικά επιχειρήματα σε όσους επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία και ακεραιότητα του Ελληνισμού (βλ. περιπτώσεις Κύπρου – Θράκης).
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση θα συναινέσει στην πραγμάτωση της «μεγάλης Αλβανίας», την ώρα που το καθεστώς Ράμα διεξάγει πολιτική βελούδινης εθνοκάθαρσης εις βάρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Είναι λοιπόν δυνατόν το εθνικό μας κέντρο να αναγνωρίζει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και την ίδια ώρα να μην δείχνει την αναμενόμενη στήριξη στον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου;
Ως Κίνηση για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου, υπενθυμίζουμε στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, πριν προβεί στην οποιαδήποτε ενέργεια, τις θέσεις του αειμνήστου πατέρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος, ως πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 1993 είχε τονίσει:
«Η Ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχθεί να ισχύσουν για την Ελληνική Μειονότητα που ζει στην Αλβανία άλλα μέτρα από εκείνα που θα ισχύσουν για τις αλβανικές κοινότητες εκτός Αλβανίας. Η κυβέρνηση της Ελλάδας απαιτεί τα ίδια δικαιώματα για την ελληνική κοινότητα που ζει στην Αλβανία με εκείνα που ζητεί η αλβανική κυβέρνηση για τις αλβανικές κοινότητες στην τέως Γιουγκοσλαβία. Η απροκάλυπτη αυτή πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών είναι σαφώς απαράδεκτη και άδικη».