Η εκπαιδευτική χρονιά που έφυγε ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Και για τους μαθητές και για τους εκπαιδευτικούς και για τους γονείς.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Το γεγονός ότι ολοκληρώθηκε με τη διαδικασία της τηλεκπαίδευσης αποτελεί άθλο του υπουργείου Παιδείας. Και, υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να είμαστε επιεικείς για τις επιδόσεις των μαθητών κατά την πρώτη χρονιά της εφαρμογής του νέου συστήματος ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια – του συστήματος Κεραμέως. Σε συνθήκες κανονικότητας και κοινωνικής ηρεμίας τα παιδιά ίσως είχαν γράψει καλύτερα.
Αλλά, όταν κάθε σπίτι θύμιζε Βαγδάτη, βομβαρδισμένο τοπίο από τις εντάσεις μεταξύ των μελών του και οι μαθητές μετά βίας μπορούσαν να συγκεντρωθούν στο βιβλίο ύστερα από ένα εξαντλητικό οκτάωρο στον υπολογιστή, καλό είναι να μην είμαστε απόλυτοι. Ωστόσο, και με αυτά τα δεδομένα κάποια πρώτα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν. Διότι, πλην Μαθηματικών, όπου η αποτυχία ήταν παταγώδης, τα στατιστικά επιτυχίας και αποτυχίας που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Παιδείας δεν εμφανίζουν ιδιαίτερες αποκλίσεις από άλλες χρονιές – στα ίδια επίπεδα κινούνται πάνω κάτω. Το μόνο που άλλαξε ήταν ο κανόνας.
Αν δεν πιάσεις τη βάση -που και αυτή διαμορφώθηκε στο 8,82 και όχι στο 10, πανεπιστήμιο δεν περνάς. Ο παλαιός κανόνας, ότι μπορεί να γεύεσαι το αγαθό της ανώτατης Παιδείας και να αποκτάς την ιδιότητα του φοιτητή με λευκή κόλλα, δεν ισχύει πια. Τι μας δείχνουν, λοιπόν, τα στατιστικά; Πως όλο το οικοδόμημα πάσχει. Πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα στηρίζεται σε γυάλινα πόδια. Πως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστών για την τράπεζα θεμάτων στις προαγωγικές, που θα αποκάλυπταν την πραγματική εικόνα του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών, δεν ήταν αθώες. Πως το γηρασμένο ανθρώπινο δυναμικό του σχολείου χρειάζεται ανανέωση. Πως η αξιολόγηση είναι μονόδρομος. Πως η έκφραση των εκπαιδευτικών, το συνδικαλιστικό κίνημα, που, εκτός πάσης λογικής, επιχείρησε στάσεις εργασίας μέσα στις εξετάσεις, είναι ξεπερασμένο. Πρέπει να τα δούμε, ξανά, όλα από την αρχή. Για χρόνια πολλά είχαμε συνηθίσει να κρύβουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Για χρόνια πολλά είχαμε εκπαιδεύσει ως κοινωνία τους εαυτούς μας στην ωραιοποίηση της κατάστασης. Για χρόνια πολλά παραπλανούσαμε εαυτούς και αλλήλους με μια μαγική εικόνα: αριστεία για όλους στο σχολείο και εισαγωγή για όλους στο πανεπιστήμιο.
Κανείς επί δεκαετίες δεν εκπόνησε μια διδακτορική διατριβή με στόχο να συγκρίνει τις υψηλότατες βαθμολογίες αποφοίτησης των μαθητών με τις βαθμολογίες εισαγωγής στα ΑΕΙ. Και δεν το έκανε γιατί εκεί θα ανακάλυπτε σε όλες της τις διαστάσεις την αποτυχία του εκπαιδευτικού εγχειρήματος και των παραγόντων διαμόρφωσης αυτού: της Πολιτείας, που σχεδιάζει ατελώς τα σχολικά προγράμματα από το δημοτικό έως το λύκειο, των εκπαιδευτικών, που δεν κάνουν όλοι για την τάξη, αλλά αρνούνται την αξιολόγηση, του συστήματος διοίκησης του σχολείου, που ευνοεί την επιείκεια στις βαθμολογήσεις, ακόμη και αυτών των γονέων που ικανοποιούνται όταν τα παιδιά βαθμολογούνται καλά και εισάγονται ακόπως στα ΑΕΙ. Οι εικονικοί βαθμοί του σχολείου κατέρρευσαν, όμως, στις πανελλαδικές. Διότι λείπει από αυτές το υποκειμενικό στοιχείο στη βαθμολόγηση. Τα ονόματα των εξεταζομένων καλύπτονται.
Οι πανελλαδικές, μαζί με τις γραπτές εξετάσεις του ΑΣΕΠ, εξακολουθούν να είναι ο πλέον αντικειμενικός θεσμός στην Ελλάδα – ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που η διεξαγωγή τους θα ανατεθεί στα ίδια τα πανεπιστήμια.
Η άρνησή μας όμως να δομήσουμε και ένα σχολείο αντικειμενικό, με εξετάσεις από τράπεζες θεμάτων που δεν ελέγχουν οι καθηγητές, οδήγησε στο προχθεσινό σοκ. Μαθητές και μαθήτριες που δεν είχαν σαφή εικόνα για το μορφωτικό τους επίπεδο πρσγειώθηκαν ανωμάλως σε βαθμολογίες ξένες προς αυτούς: 15 στα Μαθηματικά στο σχολείο, 5 στις πανελλαδικές. Νέοι και νέες εθίζονται στη φενάκη και στο ψέμα για τις αληθινές τους δυνατότητες από τα πρώτα βήματά τους στη ζωή. Και το χειρότερο είναι ότι βρίσκονται και πολιτικές δυνάμεις, οι δυνάμεις του λαϊκισμού, για να τις κολακεύσουν και να ρίξουν τις ευθύνες για την αποτυχία τους στον κακό Μητσοτάκη και στην άθλια Κεραμέως, που όρισαν τη βάση εισαγωγής. Δυστυχώς, το ακούσαμε και αυτό: «Με το περυσινό σύστημα και τους φετινούς σας βαθμούς -έστω και αν ήταν 4-, θα μπαίνατε στο πανεπιστήμιο» – λαΐκισε ασυστόλως η Αριστερά.
Η αποστολή της πολιτικής όμως δεν είναι να θωπεύει συνειδήσεις, αλλά να διαμορφώνει πολίτες. Και να επιβραβεύει τους καλύτερους. Η επικρατήσασα σοσιαλιστική αντίληψη ότι το πανεπιστήμιο είναι για όλους και όχι για αυτούς που αξίζουν αποτέλεσε το πρώτο βήμα για το γκρέμισμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αφαίρεσε κάθε κίνητρο για διάκριση και επίδοση μέσα στο σχολείο. Και παρέσυρε προς τα κάτω όλους τους συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα μας ήταν εύκολο να ρίξουμε όλο το ανάθεμα για την αποτυχία των μαθητών στους εκπαιδευτικούς μας.
Εξαιτίας του -εκτός κλίματος κοινωνίας- συνδικαλιστικού τους κινήματος, είναι ελάχιστα συμπαθείς στους πολίτες. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ανέτως ότι αρνούνται την αξιολόγηση όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί γνωρίζουν ότι θα δείξει αυτό που κρύβουν επί έτη και αποκαλύπτεται μόνον όταν γίνεται η βαθμολόγηση των γραπτών στις πανελλαδικές εξετάσεις: ότι μορφώνουν πλημμελώς τους μαθητές.
Θεωρούμε, ωστόσο, αυτή την προσέγγιση άδικη και αποσπασματική. Ναι, οι εκπαιδευτικοί έχουν ευθύνες για το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών τους, ναι, η αριστερή νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας πέρασε και μέσα στις αίθουσες με ευθύνη τους, αλλά κακά τα ψέματα: Στην πραγματικότητα, οι εκπαιδευτικοί είναι ένας κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα, αλλά δεν είναι η ίδια η αλυσίδα.
Οι καθηγητές στο λύκειο διαχειρίζονται έτοιμες προσωπικότητες, καλές ή κακές, που διαμόρφωσαν επί μακρόν η οικογένεια, το νηπιαγωγείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο και η τεχνολογία. Για να βρούμε τι φταίει για έναν κακό τερματισμό οφείλουμε να αναζητήσουμε τι συνέβη στην αφετηρία. Ητοι:
Με ποιες αξίες γαλουχήθηκε το παιδί στα πρώτα του βήματα μέσα στην οικογένεια; Με ποιες αρχές μέσα στο δημοτικό, όπου καταργήθηκαν οι βαθμοί και οι διαγωγές; Με ποιο σχολικό πρόγραμμα μέσα στο γυμνάσιο; Και, βεβαίως, με ποιους εκπαιδευτικούς;
Αν δεν δούμε από την αρχή τι τρέχει και δεν συνειδητοποιήσουμε -η Κεραμέως μοιάζει να το καταλαβαίνει- ότι όλες οι μεγάλες ζημιές στον σκληρό δίσκο του μυαλού των μαθητών γίνονται μέχρι τα 6-7, δεν θα καταλάβουμε ποτέ τα αίτια της αποτυχίας.
Στην πραγματικότητα, μέσα στο λύκειο χτίζουμε νέα λάθη πάνω στα παλιά. Ας μου επιτραπεί να πω κάτι προς τους φίλους εκπαιδευτικούς: Στο παρελθόν μπήκα σε τάξη και δίδαξα Αρχές Δημοσιογραφίας τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό ΙΕΚ.
Είναι μεγάλη δοκιμασία η αίθουσα. Αν δεν μπορείς να εμπνεύσεις και να επιβληθείς, καλύτερα να μην μπαίνεις. Κάθε ώρα διδασκαλίας είναι μια εξέταση και για την επάρκεια του εκπαιδευτικού να ηγηθεί. Για τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις δύσκολες ερωτήσεις των «δαιμόνων» μαθητών. Για τη δεινότητά του να επικρατήσει επί του αόρατου ανταγωνιστή, στον οποίο οι μαθητές έχουν πρόσβαση και μέσα από την αίθουσα, του διαδικτύου! Οποιος δεν θέλει να ασκεί αυτό το λειτούργημα, όποιος το θεωρεί «παράσταση», όπως μου είπε τις προάλλες ένας συνδικαλιστής, όποιος αποστρέφεται την πειθώ, όποιος νιώθει άβολα με την απαίτηση να είναι σε διαρκή εκπαιδευτική ετοιμότητα καλύτερα να μην μπαίνει στην τάξη, αλλά να επιλέγει μια διοικητική θέση.
Η δικαιολογία ότι οι μαθητές φθάνουν στο λύκειο με ένα σωρό προβλήματα στην πλάτη από τις προηγούμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης στέκει, αλλά έως ένα σημείο. Ο εκπαιδευτικός είναι σαν τον κόουτς: Αν θέλει, μπορεί να μεταμορφώσει έναν παίκτη και να τον οδηγήσει να κάνει θαύματα ακόμη και αν τον παραλάβει απροπόνητο. Αρκεί να αγαπά τη δουλειά του.
Στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η ΟΛΜΕ πρέπει να ηγηθεί της προσπάθειας να δημιουργηθεί σώμα επίλεκτων διδασκόντων. Και με το παράδειγμά της να σύρει την Πολιτεία και στα υπόλοιπα που πρέπει να γίνουν. Τα πάντα μπορούν να γίνουν! Διάθεση να υπάρχει.