Το φάρμακο για την αρρώστια που κατατρώει τα σωθικά του έθνους υπάρχει. Αν δεν το πληρώσεις ακριβά, χάνεις τα πάντα
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Αληθινή ιστορία: Το μακρινό 2004, πριν από τις εκλογές, ένα από τα θέματα συζητήσεως ήταν η αποχώρηση του Στέφανου Μάνου και του Ανδρέα Ανδριανόπουλου από τη Νέα Δημοκρατία και η πρόσδεσή τους (ως… συνεργαζόμενοι) στο πασοκικό άρμα του δυσπερίγραπτου Γιωργάκη Παπανδρέου.
Δημοσιογράφος σχολίαζε τα τεκταινόμενα σε καφέ του Κολωνακίου με γνωστούς του, οι οποίοι -ως βεριτάμπλ, γκάγκαροι, ολωσδιόλου και πανταχόθεν νεοδημοκράτες- είχαν εκμανεί με τους «εξωμότες» Μάνο και Ανδριανόπουλο, με τους ανθρώπους που τους «ανέδειξε» το κόμμα, αλλά «πρόδωσαν» και αυτό και τους ψηφοφόρους και τον λαό τον ίδιο και το γνωστό τρισδιάστατο σύμπαν.
Ο Μάνος και ο Ανδριανόπουλος ήταν ασυγχώρητοι και συνεργάστηκαν με το «απόλυτο κακό», την «παρακμή», το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που κατέστρεψε την Ελλάδα. Ο δημοσιογράφος, ο οποίος αντιπαθούσε το ΠΑΣΟΚ μάλλον περισσότερο από τους συνομιλητές του, επισήμανε στους τελευταίους ότι δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο ή αξιόμεμπτο αυτό που συνέβη, μια και -κατά την άποψή του- και τα δύο κόμματα στα πολύ βασικά θέματα δεν διέφεραν και τόσο.
Οι συνομιλητές του, όμως, άκαμπτοι. Αν έπαιρνε κάποιος στα σοβαρά όσα έλεγαν, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι και οι δύο θα σούβλιζαν ευχαρίστως τον Μάνο και εξίσου ευχαρίστως θα έβραζαν σε δηλητήριο οχιάς τον Ανδριανόπουλο. Μιλάμε για τέτοιο πάθος, τέτοιον οίστρο και τόσο αντιπασοκικό μένος.
Και όλα έβαιναν ομαλώς, μέχρι που πέρασε τυχαία από το καφέ ο Στέφανος Μάνος. Αμφότεροι οι μέχρι προ ολίγου «κατήγοροί του» πετάχτηκαν από τις θέσεις τους σαν ελατήρια και φώναξαν εν χορώ: «Υπουργέ μου! Καλή επιτυχία! Θα σκίσουμε στις εκλογές! Με θυμάσαι; Είμαι ο τάδε, που γνωριστήκαμε στον δείνα».
Ο δημοσιογράφος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζε ότι είχε παραγίνει κυνικός με τους ανθρώπους που καταγίνονται με τα κοινά και τις προθέσεις τους, διαπίστωσε ότι ανήκε μάλλον στους αφελείς και στους υπερβολικά… ρομαντικούς, ενώ οι συνομιλητές του εξέφραζαν περισσότερο τον μέσο όρο αυτών που αποκαλούμε «παράγοντες» του δημόσιου βίου.
Συνεχίζεται…