Ο Στάθης Νικολαΐδης είναι αγαπημένος ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης, έχοντας παίξει σε περισσότερες από 60 σειρές, με τους ρόλους του στο «Κάτω Παρτάλι» και στο «Κόκκινο ποτάμι» να ξεχωρίζουν.
- Από τον
Βαγγέλη Καράλη
Γεννημένος και ζώντας στην Κωνσταντινούπολη για χρόνια, εξομολογείται στην «Espresso» τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη και τις εμπειρίες του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή όπου ήταν μαθητής, αλλά και τη βαθιά του θλίψη όταν το 1974 αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα διωγμένος από τους Τούρκους. Στο βιβλίο του με τίτλο «Κωνσταντινούπολη – Θυμάμαι & Γεύομαι» ταξιδεύει τους αναγνώστες γευστικά στη μαγευτική Πόλη, με αναμνήσεις από τις συνταγές της μητέρας του.
Πώς θυμόσαστε τα παιδικά σας χρόνια στην Κωνσταντινούπολη;
Είναι βαθιά χαραγμένα μέσα μου. Είχαν μια ηρεμία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, με πολλούς περιορισμούς βέβαια την εποχή εκείνη, αλλά με ευγένεια, ήθος και αρχές. Εξάλλου τα καταγράφω όλα πολύ αναλυτικά στο βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη – Θυμάμαι & Γεύομαι».
Είστε απόφοιτος του Ζάππειου Παρθεναγωγείου, από το δημοτικό που ήταν μεικτό, και μετά της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Τι αποκομίσατε ως μαθητής από τις δύο σπουδαίες σχολές;
Τα δύο υπέροχα σχολεία, με το κύρος και την ιστορικότητά τους, έδωσαν άλλη διάσταση στις σπουδές μου. Χαρακτηριστικό τους ήταν η τάξη, η ευγένεια, η ευπρέπεια, το ήθος και ο σεβασμός που υπήρχε και από τους εκπαιδευτικούς στους μαθητές αλλά και αντίστροφα, κάτι που δυστυχώς σπανίζει στην εποχή μας. Οι καθηγητές μας, και από την Ελλάδα αλλά και οι Τούρκοι, ήταν αφοσιωμένοι στο λειτούργημά τους. Και θέλω να τονίσω ότι τότε πηγαίναμε στο σχολείο 9 το πρωί με 5 το απόγευμα και το Σάββατο μέχρι τις 3, διότι παρακολουθούσαμε μαθήματα σε δύο γλώσσες.
Το 1974 αποφασίσατε να αφήσετε την Πόλη και να έρθετε στην Αθήνα. Τι σας ώθησε σε αυτή την επιλογή;
Δεν ήταν ξαφνικά. Δυστυχώς είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου το 1974. Οι Ρωμιοί πάντα προσπαθούσαν να κρατήσουν ισορροπίες και πάντα με υπομονή και επιμονή να αντιμετωπίσουν όλες τις αντίξοες συμπεριφορές των Τούρκων. Χαρακτηριστικά αναφέρω τους βανδαλισμούς το 1955, τις απελάσεις το 1964 και το Κυπριακό το 1974, όπου κι έγινε πια ο μεγάλος ξεριζωμός. Η νεολαία έφευγε για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό, όπου οι συνθήκες ήταν άγριες. Ετσι λοιπόν μας εξανάγκασαν να εγκαταλείψουμε την Κωνσταντινούπολη, να χάσουμε τις περιουσίες μας και να έρθουμε στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν τύχαμε και της καλύτερης υποδοχής.
Τι αναμνήσεις έχετε από την Πόλη; Την επισκέπτεστε;
Εφυγα το 1974 από την Πόλη με ένα κρουαζιερόπλοιο. Ημουν στο κατάστρωμα και καθώς απομακρυνόταν από την προκυμαία αισθανόμουν να ξεριζώνεται και να αποκόπτεται ολόκληρη η ζωή μου από τη γενέτειρά μου. Με δάκρυα στα μάτια, όταν το πλοίο βγήκε από το λιμάνι, αντίκρισα στο βάθος την Αγία Σοφία, που κρατούσε αγέρωχα τη λεβεντιά της, και ζήτησα τη βοήθεια και τη θετική ενέργειά της για τη νέα ζωή που θα ξεκινούσα στην Ελλάδα. Ξαφνικά ένα ρίγος πέρασε το κορμί μου. Σήκωσα το κεφάλι και, όπως έδυε ο ήλιος, έπεφτε ένα ολόχρυσο χρώμα πάνω στον τρούλο της, που ήταν, είναι και θα είναι ελληνική στις καρδιές όλης της οικουμένης. Αισθάνθηκα μια απίστευτη δύναμη μέσα μου. Εκτοτε δεν θέλησα να ξαναπάω και ούτε θα πάω στην Κωνσταντινούπολη, γιατί θέλω να μείνει στη μνήμη και στην καρδιά μου η Πόλη που έζησα.
Προτού γίνετε ηθοποιός είχατε εργαστεί και στον τουρισμό. Ηταν το πάθος που είχατε για τα ταξίδια;
Από μικρός είχα πάθος με τα ταξίδια και είμαι ευχαριστημένος που τα έφερε έτσι η ζωή και ασχολήθηκα με τον τουρισμό. Αφετηρία ήταν όταν, τα τελευταία χρόνια πριν φύγω από την Πόλη, εργάστηκα σε ναυτιλιακό γραφείο που πρακτόρευε ελληνικά δεξαμενόπλοια αλλά και κρουαζιερόπλοια. Ετσι είχα δώρο την κρουαζιέρα που με πήρε από την Πόλη και με έφερε στον Πειραιά. Στην Αθήνα εργάστηκα σε αεροπορικές εταιρίες και αργότερα σε τουριστικό γραφείο. Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες να ταξιδέψω σε απίστευτα μέρη.
Πώς προέκυψε η υποκριτική στη ζωή σας;
Από μικρός ήθελα να γίνω ηθοποιός. Αφορμή ήταν όταν πάτησα το σανίδι σε ηλικία πέντε ετών στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη και είπα ένα ποίημα. Ετσι λοιπόν άρχισε να μπαίνει το μικρόβιο μέσα μου. Στην Αθήνα είχα ασχοληθεί με τον ερασιτεχνικό θίασο των Κωνσταντινουπολιτών. Σε μια από τις παραστάσεις που δώσαμε και βασικά στην πρεμιέρα με το έργο του Χουρμούζη «Ο Λεπρέντης» είχαμε την τιμή να την παρακολουθήσει η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στο τέλος της παράστασης ήρθε στα καμαρίνια να συγχαρεί όλο τον θίασο και όταν με πλησίασε μου είπε με εκείνη τη χαρακτηριστική φωνή της «εσύ, παιδί μου, ήσουν υπέροχος, θα πας μπροστά». Πήρα το θάρρος και την παρακάλεσα να με βοηθήσει για να πάω στη δραματική σχολή, γιατί όντως η ηλικία μου ήταν μεγαλύτερη και βέβαια δούλευα και στον τουρισμό. Γύρισε, με κοίταξε και μου λέει: «Αύριο κιόλας θα πας εκ μέρους μου στο Ωδείο Αθηνών». Ετσι κι έγινε και της χρωστάω πολλά. Αρχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα καθημερινά μετά το γραφείο όπου εργαζόμουν, όπου, ομολογώ, πήγαινα με το κοστούμι και τη γραβάτα. Αλλά εγώ το χαιρόμουν και πήρα τα φώτα που ήθελα.
Ως ηθοποιός έχετε παίξει σε 60 σειρές στην ελληνική τηλεόραση. Ποια ξεχωρίζετε και γιατί;
Κάθε σειρά που πήρα μέρος στην καριέρα μου την αντιμετώπιζα με αγάπη και με ζήλο προκειμένου να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Θα ξεχωρίσω το «Κάτω Παρτάλι», που ήταν ένας κωμικός και απαιτητικός ρόλος, και φυσικά το «Κόκκινο ποτάμι», που ήταν πολύ δύσκολος και κόντρα ρόλος.
Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη μεγάλη επιτυχία του Μανουσάκη «Κόκκινο ποτάμι»;
Οπως είπα, ο ρόλος μου στο «Κόκκινο ποτάμι» ήταν πάρα πολύ δύσκολος. Είχα να αντιμετωπίσω τις δύο γλώσσες, τα ελληνικά και τα τουρκικά, αλλά και τη δυσκολία του ρόλου γιατί έπρεπε να υποδυθώ έναν πολύ κακό ήρωα, πράγμα που ήταν εντελώς κόντρα σε μένα. Εκεί όμως ήταν η πρόκληση και το στοίχημα και πιστεύω ότι με τη βοήθεια του αγαπημένου σκηνοθέτη Μανούσου Μανουσάκη (ήταν η τέταρτη συνεργασία μου μαζί του) τα καταφέραμε. Με πολύ σκληρή δουλειά χτίσαμε τον ρόλο για να βγει λιτός, σοβαρός, με πυγμή αλλά και με εσωτερικό συναίσθημα.
Μεγάλη στιγμή στην καριέρα σας ήταν και η συμμετοχή σας στην παράσταση του Εθνικού «Οιδίποδας Τύραννος» στο Broadway της Νέας Υόρκης, έχοντας μάλιστα θεατή και τον σπουδαίο ηθοποιό Πολ Νιούμαν. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για εσάς;
Το να βρεθείς στην… αγκαλιά του Broadway με το Εθνικό Θέατρο, με το υπέροχο έργο «Οιδίποδας Τύρανος» και πρωταγωνιστή τον θεατράνθρωπο και εκλεκτό μου φίλο και συνεργάτη Γρηγόρη Βαλτινό, νομίζω ήταν κάτι το ονειρικό. Oταν ήρθε στα καμαρίνια ο διάσημος Πoλ Νιούμαν που παρακολούθησε την παράσταση σε ένα θέατρο 7.000 θέσεων που ήταν κατάμεστο και στις επτά παραστάσεις που δώσαμε, για να μας συγχαρεί, δεν θέλησε να φωτογραφηθεί μόνο με τον πρωταγωνιστή αλλά με όλο τον θίασο και μας χαιρέτησε τον καθένα προσωπικά. Εκεί καταλαβαίνεις ότι το μεγαλείο να είσαι σπουδαίος είναι να είσαι απλός.
Σήμερα την ελληνική τηλεόραση πώς την κρίνετε;
Η ελληνική τηλεόραση δυστυχώς είναι ένα συνονθύλευμα πολλών πραγμάτων. Χαίρομαι πάρα πολύ από τη μια που και πάλι η μυθοπλασία πρυτανεύει και έχουμε καταπληκτικές σειρές που βασίζονται οι περισσότερες σε βιβλία και λυπάμαι από την άλλη που στον βωμό συμφερόντων έχουμε τα ριάλιτι, γιατί πιστεύω ότι το χειρότερο σίριαλ θα ήταν καλύτερο από ένα ριάλιτι. Δυστυχώς δεν προσφέρουν τίποτα, αντιθέτως εθίζουν άσκοπα τη νέα γενιά και την κατευθύνουν στο απόλυτο τίποτα. Θα μπορούσαμε να έχουμε πιο εκπαιδευτική τηλεόραση. Θα μπορούσαμε να έχουμε πιο πολλά πράγματα που θα εκπαίδευαν τα παιδιά από το να βλέπουν κινούμενα σχέδια. Θα μπορούσαμε να προβάλλουμε βιβλία και να προτρέψουμε όλες τις ηλικίες να διαβάσουν και όχι να είναι με ένα κινητό στα χέρια τους. Το βιβλίο είναι πνευματική τροφή που την έχουμε μεγάλη ανάγκη. Και, τέλος, θα ήθελα επιτέλους να έχουμε ειδήσεις που θα ωφελούσαν την κοινή γνώμη και όχι ειδήσεις που θα αναστατώνουν τον κόσμο προκειμένου να έχουμε θεαματικότητα.
Θα ήθελα να αναφερθούμε στο νέο βιβλίο σας με τίτλο «Κωνσταντινούπολη – Θυμάμαι και Γεύομαι», ένα πολύ γλυκό βιβλίο αφιερωμένο στις συνταγές της μητέρας από την Πόλη. Πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο…
Δώδεκα χρόνια έγραφα και έσβηνα για να φθάσω στο σημερινό αποτέλεσμα του βιβλίου μου που έχει μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο στην Ελλάδα, στην Αμερική μέχρι την Αυστραλία και σε όλη την Ευρώπη. Είναι μια κατάθεση ψυχής, με αναφορές στην παιδική και εφηβική μου ηλικία, από το 1959 μέχρι το 1974 στην Κωνσταντινούπολη. Αναμνήσεις γεμάτες συγκίνηση, όπου μέσα από αυτές γευόμαστε πρωτότυπες συνταγές της μητέρας μου που πάντα και μέχρι τώρα το πνεύμα της με καθοδηγεί. Οι Πολίτες αγαπούσαν πολύ το φαγητό, ήταν μια τεράστια ιεροτελεστία, στο τραπέζι επικοινωνούσαμε ο ένας με το άλλον. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, αλλά υπήρχε η κουβέντα. Κυρίως σε γιορτινά γλέντια μπορεί να κάθονταν και τέσσερις ώρες γύρω από ένα τραπέζι που ξεκίναγε με τα διάφορα ορεκτικά, μετά έρχονταν τα πρώτα πιάτα, κρύα και ζεστά, και ακολουθούσε το κυρίως φαγητό για να τελειώσουν με τα γλυκά. Ομως αναφέρομαι και στις ομορφιές της Πόλης, από τον Βόσπορο μέχρι τα Πριγκιποννήσια, από την Αγία Σοφία μέχρι το Πατριαρχείο και από το Ζάππειο μέχρι τη Θεολογική Σχολή Χάλκης και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Τις ξακουστές συνοικίες του Πέρα και τα θρυλικά Ταταύλα. Ολα καταγράφονται μέσα στο βιβλίο μου με συγκίνηση, νοσταλγία αλλά και θαυμασμό. Πρέπει όμως να ευχαριστήσω και δημόσια την εξαιρετική εκδότριά μου κυρία Σοφία Δερέ που με εμπιστεύθηκε, με πίστεψε και μαζί δουλέψαμε μήνες ολόκληρους διαδικτυακά -λόγω πανδημίας- για να δώσουμε αυτό το τέλειο αποτέλεσμα στην παρουσίαση του βιβλίου μου και είμαι υπερήφανος ότι καταχειροκροτήθηκε από όλους, διότι είχε μια ιδιαιτερότητα στο όλο στήσιμο. Είμαι περιχαρής που αισίως εξαντλείται η δεύτερη έκδοση και πάμε για τρίτη και θέλω και δημόσια να ευχαριστήσω όλους τους αναγνώστες μου.