Εκανα χθες μια «δημοσκόπηση» εκ του προχείρου. Κάλεσα διακεκριμένους συναδέλφους, οι οποίοι εργάζονται σε μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, για να «πιάσω» το κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία, όπως τους φθάνει μέσα από τα μηνύματα των τηλεθεατών τους.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Τις πρώτες αντιδράσεις! Εννοείται για τα νέα μέτρα κατά των ανεμβολίαστων. Δεν εξεπλάγην από όσα άκουσα. Αν και κάθε τηλεοπτικός σταθμός έχει το δικό του κοινό, με τα δικά του ιδεολογικά χαρακτηριστικά και το δικό του προφίλ, το συμπέρασμα που αποκόμισα από όλους είναι ενιαίο: Κάτω, στη βάση της κοινωνίας, υπάρχουν πόλωση και διχασμός. Εως και μίσος.
«Εχουμε δεκάδες μηνύματα από αντιεμβολιαστές που βάλλουν κατά της κυβέρνησης, αλλά για πρώτη φορά έχουμε και πολλά μηνύματα από εμβολιαστές και μάλιστα οργισμένα» με ενημέρωσε αγαπητός συνάδελφος. Το τι γράφεται στα μηνύματα αυτά, λέξεις, φράσεις, έννοιες, θα έπρεπε ίσως να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, γιατί όχι και διδακτορικής διατριβής. Δείχνει σε πρώτο χρόνο πώς διαμορφώνονται τα ρεύματα στην ελληνική κοινωνία. Και με λύπη μου πρέπει να σας πω ότι οι Ελληνες έχουμε καταληφθεί από αισθήματα οργής.
Και οι μεν και οι δε χρησιμοποιούν στα μηνύματα που αποστέλλουν στους τηλεοπτικούς σταθμούς εναντίον αλλήλων το ρήμα που έγινε της μόδας στις πυρκαγιές: «Να πάνε να…» Οταν μια κοινωνία φθάνει σε αυτό το σημείο, είναι απολύτως προφανές ότι έχουν κοπεί οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ της και μεταξύ αυτής και της ηγεσίας της. Και το χειρότερο από όλα είναι πως η κατάσταση θα παροξυνθεί. Γιατί οι «διαιτητές» σφυρίζουν επιλεκτικώς. Διαδίκτυο και τηλεοπτικοί σταθμοί χρησιμοποιούσαν χθες ως εισαγωγή στα σχετικά ρεπορτάζ με στόμφο τη φράση «σφίγγει ο κλοιός για τους ανεμβολίαστους».
Μέχρι τώρα δημοσιογραφικά αυτή η φράση χρησιμοποιείτο για γκάνγκστερ που καταδίωκε η Αστυνομία προς σύλληψιν. Στο παρελθόν η φράση χρησιμοποιείτο και για επιθετικά ζώα που είχαν αποδράσει από κάποιον ζωολογικό κήπο. Σφίγγει ο κλοιός για τους ανεμβολίαστους, όμως, γιατί; Θηράματα είναι; Κακοποιοί; Ληστές; Γκάνγκστερ; Το κλουβί είναι ο προορισμός τους; Το αυτό ισχύει για τις ανακοινώσεις υπουργείων και κομμάτων, τα οποία κατηγορούν το ένα το άλλο ότι «κλείνει το μάτι στους ανεμβολίαστους».
Λεπροί είναι, άραγε, στους οποίους δεν επιτρέπεται η έκφραση της παραμικρής συμπάθειας ή Ελληνες πολίτες με τους οποίους διαφωνούμε σε ένα πράγματι σοβαρό θέμα δημόσιας πολιτικής; Το αυτό ισχύει για τα υπουργεία που περιγράφουν την κρίση ως «πανδημία ανεμβολίαστων» και όχι ως «πανδημία κορονοϊού».
Με δεδομένο ότι και οι εμβολιασμένοι πλέον κολλάνε, τι είδους στοχοποίηση είναι αυτή; Διερωτώμεθα: Πού πήγαν οι εραστές της πολιτικής ορθότητας, οι οποίοι διακρίνουν ρατσισμό, σεξισμό, ισλαμοφοβία, ομοφοβία με την πρώτη ενοχλητική λεξούλα ή με τον πρώτο υπαινιγμό που ακούν; Πού χάθηκαν; Πού βρίσκεται η αστυνομία λέξεων του facebook; Πού πήγε εδώ η ευαισθησία για τον ρατσισμό; Πού πήγε ο αρμόδιος εισαγγελεύς του αντιρατσιστικού νόμου; Γιατί στον Τσιτσιπά συμπεριφέρονται με το «σεις» και με το «σας» και σε εκατομμύρια Ελληνες με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς όπως «τζαμπατζήδες»;
Τα αυτά πρέπει να λεχθούν για την ανευθυνότητα της πολιτικής μας τάξης. Για την Πολιτεία τα είπαμε χθες, τα γράφουμε και σήμερα.
Υπάρχει όμως και η αντιπολίτευση. Δεν πάει πίσω! Η περίπτωση Πολάκη είναι ενδεικτική. Βάλλει κατά του εμβολίου επικαλούμενος επιστημονικά στοιχεία που δεν υπάρχουν. Και επηρεάζει κόσμο. Και η απάντηση δεν είναι η αποδόμησή του και η αποδοκιμασία του, αλλά η γελοιογράφησή του ως… Τσιτσιπά! Παλαιά ιδιώματα όλα αυτά! Η σύγκρουση, αν απαιτείται σύγκρουση για την επίλυση ενός σοβαρού κοινωνικού προβλήματος, απαιτεί σοβαρότητα. Οχι λογικές κερκίδας.
Συμπεραίνω: Αν, λοιπόν, υπάρχει ήδη φωτιά και ρίχνουμε κι άλλο λάδι στη φωτιά -πολιτικοί, ειδικοί, δημοσιογράφοι, πολίτες-, όχι απλώς δεν θα δούμε ποτέ φως στο τούνελ, όχι δεν θα βγούμε από αυτό, αλλά πράγματι -δεν είναι υπερβολή με όσα βλέπω και ακούω γύρω μου- θα ζήσουμε εμφύλιο σπαραγμό.
Προσοχή, όχι διχασμό. Σπαραγμό. Τα βλέμματα είναι ηλεκτρισμένα, τα μάτια πολλών γυαλίζουν! Το γνωστό ρήμα είναι πλέον της μόδας. Σε πρώτη χρήση και ζήτηση. Ας το έχουμε υπ’ όψιν μας.