Με αφορμή την πρόσφατη διεθνή έκθεση αμυντικών συστημάτων IDEF 2021 στην Κωνσταντινούπολη και σε αντιπαραβολή με την ελληνική DEFEA 2021, είμαστε αναγκασμένοι να διαπιστώσουμε ότι σε επίπεδο τεχνολογίας και βιομηχανίας ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έχει ήδη έναν ξεκάθαρο νικητή, που δυστυχώς δεν είναι η χώρα μας.
- Του Περικλή Ζορζοβίλη
Παρότι και οι δύο γειτονικές χώρες άρχισαν να αναπτύσσουν την αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία περίπου την ίδια περίοδο, σχεδόν πέντε δεκαετίες πριν, οι εξελίξεις είναι διαμετρικά αντίθετες. Στην περίπτωση της Τουρκίας το εμπάργκο πώλησης όπλων που επιβλήθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 1974, ως συνέπεια της εισβολής στην Κύπρο, αποτέλεσε καταλύτη για την ανάπτυξη ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και απεξάρτησης από άλλες χώρες. Σχεδόν 50 χρόνια μετά, το 2020, επτά τουρκικές, κρατικές και ιδιωτικές, εταιρίες (Aselsan, Turkish Aerospace Industries – TAI, BMC Otomotiv, ROKETSAN, STM, FNSS και HAVELSAN) περιλαμβάνονται στον ετήσιο κατάλογο των 100 μεγαλύτερων παγκοσμίως της αμερικανικής εβδομαδιαίας επιθεώρησης «Defense News». Μία πραγματικά εντυπωσιακή επίδοση, όταν στον ίδιο κατάλογο περιλαμβάνονται μόνο τέσσερις γαλλικές και τρεις γερμανικές εταιρίες.
Το 2019 το 70% των εξοπλιστικών αναγκών των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας καλυπτόταν από την εγχώρια βιομηχανία και το 2023 το ποσοστό προβλέπεται να αυξηθεί σε 75%. Διακηρυγμένος στόχος για το 2023 είναι η τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία να απασχολεί 80.000 άτομα (από 73.000 το 2019), ο ετήσιος κύκλος εργασιών να ανέλθει σε 27 δισ. δολάρια (από περίπου 11 δισ. το 2019) και οι εξαγωγές σε 10 δισ. δολάρια (3 δισ. δολάρια το 2020).
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός του άμεσου οικονομικού οφέλους λόγω της εισροής συναλλάγματος, μέσω της βιομηχανικής συνεργασίας υποβοηθούν σημαντικά και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της.
Σύμφωνα με τον Ισμαΐλ Ντεμίρ, πρόεδρο της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB), η τουρκική, ιδιωτική και κρατική, αμυντική βιομηχανία από τα 66 προγράμματα συνολικής αξίας 5 δισ. δολαρίων που ανέπτυσσε το 2012, έφθασε το 2020 στα περισσότερα από 700, συνολικής αξίας 60 δισ. δολαρίων (75 δισ. αν συμπεριληφθούν και αυτά που οι διαγωνιστικές διαδικασίες ήταν σε εξέλιξη) και το τουρκικό δημόσιο επένδυσε 1,5 δισ. δολάρια σε έρευνα και ανάπτυξη το ίδιο έτος.
Στον αντίποδα, η ελληνική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία, αφού αντιμετώπισε, όπως και όλη η χώρα, την καταστρεπτική δεκαετή οικονομική κρίση, συνεχίζει να λειτουργεί και να διεκδικεί τα αυτονόητα, δηλαδή την αξιόλογη (από πλευράς όγκου έργου και τεχνολογικού επιπέδου) συμμετοχή της στα εξοπλιστικά προγράμματα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και τη διάθεση πόρων για έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων. Οι δε δύο μεγάλες κρατικές εταιρίες, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) και τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) συνεχίζουν να πορεύονται με τα ίδια προβλήματα εδώ και δεκαετίες και η ανασυγκρότηση / εξυγίανσή τους μοιάζει πλέον ουτοπία. Φυσικά υπάρχουν «νησίδες» με εντυπωσιακή εξαγωγική δραστηριότητα και ικανότητα ανάπτυξης προϊόντων, αλλά συνολικά η σύγκριση με τη γειτονική χώρα είναι καταθλιπτική.
Το 1982 η Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων (ΕΛΒΟ) παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό τα πρώτα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού «ΛΕΩΝΙΔΑΣ», τα οποία κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα κατόπιν αδείας του προμηθευτή με ελληνική προστιθέμενη αξία, η οποία τελικά ανήλθε στο 28%. Χρειάστηκαν 39 χρόνια (και 21 από το «ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ», που δεν υιοθετήθηκε από τον Ελληνικό Στρατό) για να παρουσιαστεί στην DEFEA 2021 το πρωτότυπο ενός ελληνικής σχεδίασης τεθωρακισμένου οχήματος («ΟΠΛΙΤΗΣ») και να επανεκκινήσει η ΕΛΒΟ υπό τη νέα ιδιοκτησία. Στο ίδιο διάστημα δύο από τις επτά τουρκικές εταιρίες στον κατάλογο του «Defense News», οι FNSS και BMC Otomotiv, δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεθωρακισμένων οχημάτων.
Το 1978 άρχισε στα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά) η ναυπήγηση (κατόπιν αδείας του προμηθευτή) έξι ταχέων περιπολικών κατευθυνόμενων βλημάτων τύπου Combattante IIIB. Ας περιοριστούμε εδώ ότι η Τουρκία έχει εξαγάγει τέσσερις κορβέτες τύπου MILGEM (Ada) στο Πακιστάν και δύο στην Ουκρανία.
Τον Μάρτιο του 1979 άρχισε από την τότε ΕΒΟ (Ελληνική Βιομηχανία Οπλων, συγχωνεύθηκε με την ΠΥΡΚΑΛ στα ΕΑΣ) η κατόπιν αδείας του προμηθευτή εγχώρια παραγωγή του τυφεκίου εφόδου G-3A3 / G-3A4. Σήμερα συζητείται το «εθνικό τυφέκιο», που πιθανότατα θα είναι η κατόπιν αδείας εγχώρια παραγωγή σχεδίασης ξένου προμηθευτή.
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι η μεγάλη ποσοτική και ποιοτική υστέρηση της ελληνικής σε σχέση με την τουρκική αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία, αλλά ότι τεχνολογίες οι οποίες είναι εξαιρετικά ελκυστικές για την ελληνική πλευρά [όπως, για παράδειγμα, μη επανδρωμένα (εξοπλισμένα και μη), κατευθυνόμενα και μη όπλα, Ηλεκτρονικός Πόλεμος] αναπτύσσονται εντατικά και συστηματικά από την Τουρκία, ενώ στην Ελλάδα συνεχίζουμε να… πελαγοδρομούμε.
Είναι πέραν πάσης λογικής το 1986, στον Πειραιά, στη διεθνή έκθεση αμυντικών συστημάτων Defendory να παρουσιάζεται στο περίπτερο της ΕΑΒ ως έκθεμα το σχεδίασης ΚΕΤΑ (Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογίας Αεροπορίας) μη επανδρωμένο αερόχημα «ΠΗΓΑΣΟΣ» και 35 χρόνια αργότερα η Τουρκία, που άρχισε την εγχώρια ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροχημάτων τις αρχές του 2000, να πραγματοποιεί εξαγωγές συστημάτων του τύπου (αεροχήματα Bayraktar TB2 στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στο Κατάρ και πιθανόν στην Αλβανία). Και μάλιστα να είναι μία από τις 10 χώρες στον κόσμο με δυνατότητα κρούσης από μη επανδρωμένα αεροχήματα! Το πώς ένα προβάδισμα περίπου 15 ετών μετατράπηκε σε τόσο μεγάλη υστέρηση ίσως πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης.
Το ίδιο ισχύει και για τα μη επανδρωμένα οχήματα επιφανείας. Τον επόμενο χρόνο θα εισαχθεί σε υπηρεσία το πρώτο τουρκικής σχεδίασης εξοπλισμένο, μη επανδρωμένο όχημα επιφανείας και ήδη έχει αρχίσει η ανάπτυξη της δυνατότητας μη επανδρωμένων οχημάτων επιφανείας και αέρος να επιχειρούν σε σμήνη (swarming), εξέλιξη που, εφόσον υλοποιηθεί, θα προσδώσει νέο… εφιαλτικό περιεχόμενο στον όρο «επιθέσεις κορεσμού».
Σε ό,τι αφορά τον ηλεκτρονικό πόλεμο, ο κατάλογος των προϊόντων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας για το 2019 (βρίσκεται αναρτημένος στη διαδικτυακή πύλη της προεδρίας Αμυντικής Βιομηχανίας στον σύνδεσμο https://www.ssb.gov.tr/urunkatalog/en/) περιλαμβάνει 24 σελίδες που περιέχουν προϊόντα – συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου (συνολικά 41) και υποσυστήματά τους.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση για να γίνει αντιληπτό ότι, αν συνεχίσουμε την ίδια πορεία, στον ίδιο εξαιρετικά αργό ρυθμό, οι προοπτικές είναι τουλάχιστον… δυσοίωνες. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι κλασικές ελληνικές «αδυναμίες» (έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και προγραμματισμού, συνέχειας και δέσμευσης στην επίτευξη αντικειμενικών σκοπών), αλλά και η υστέρηση (ανησυχητική πλέον) των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ως οργανισμού, να στραφούν και να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες.
Ας έχουμε υπ’ όψιν άπαντες ότι ο νικητής στον Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ – Σοβιετικής Ένωσης δεν αναδείχθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στην ανάπτυξη και ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών και στην οικονομία.
Μετά ας κοιτάξουμε στον καθρέφτη!