Αμερικανοί υγειονομικοί αξιωματούχοι ανακοίνωσαν ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι έχουν 11 φορές λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από την Covid-19 και 10 φορές λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν, έχοντας μολυνθεί με τον νέο κορωνοϊό, από τότε που η πιο μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα έγινε το κυρίαρχο στέλεχος του ιού στις ΗΠΑ!
Τα δεδομένα προκύπτουν από τρία άρθρα που δημοσιεύθηκαν από τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), τον κύριο ομοσπονδιακό οργανισμό δημόσιας υγείας της χώρας, και υπογραμμίζουν ομόφωνα τη συνεχή αποτελεσματικότητα των εμβολίων για τον Covid-19 κατά των σοβαρών μορφών του ιού. «Όπως έχουμε αποδείξει με αλλεπάλληλες μελέτες, ο εμβολιασμός έχει αποτέλεσμα», επέμεινε η διευθύντρια των CDC Ροσέλ Bαλένσκι σε συνέντευξη Τύπου.
Η πρώτη μελέτη ανέλυσε εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα του Covid-19 σε 13 αμερικανικές περιφέρειες δικαιοδοσίας των CDC, στο χρονικό διάστημα από τις 4 Απριλίου έως τις 19 Ιουνίου, πριν τη διάδοση της παραλλαγής Δέλτα, και τα συνέκρινε με τον αριθμό μολύνσεων από τις 20 Ιουνίου έως τις 17 Ιουλίου. Μεταξύ αυτών των δύο χρονικών περιόδων, ο κίνδυνος ένα άτομο πλήρως εμβολιασμένο να μολυνθεί με τον νέο κορονοϊό, σε σύγκριση με ένα μη εμβολιασμένο άτομο, μειώθηκε από 11,1 φορές λιγότερο πιθανό να μολυνθεί σε 4,5 φορές. Η προστασία από νοσηλεία και θάνατο παρέμεινε σταθερή, αλλά μειώθηκε περισσότερο για άτομα 65 ετών και άνω από ό,τι για νεότερες ομάδες ατόμων.
Υψηλότερη προστασία
Μία από τις μελέτες, που ανέλυσε την αποτελεσματικότητα διαφορετικών εμβολίων, στο χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου σε περισσότερα από 400 νοσοκομεία και κέντρα υγείας, διαπίστωσε ότι το εμβόλιο της Moderna ήταν το πιο αποτελεσματικό έναντι εισαγωγής σε νοσοκομείο (95%) από εκείνα των Pfizer (80%) και Johnson & Johnson (60%). Δεν είναι απολύτως σαφές γιατί το εμβόλιο της Moderna φαίνεται να παρέχει υψηλότερη προστασία από αυτό της Pfizer, όταν η παραλλαγή Δέλτα έγινε το κύριο στέλεχος του ιού.
Αυτό θα μπορούσε να σχετίζεται με την υψηλότερη δοσολογία των 100 μικρογραμμαρίων έναντι 30 μικρογραμμαρίων ή το μεγαλύτερο διάστημα χορήγησης της πρώτης και της δεύτερης δόσης (τέσσερις εβδομάδες έναντι τριών για την Pfizer), το οποίο ενδέχεται να δημιουργεί ισχυρότερη ανοσοαπόκριση.