Του Πέτρου Αγρέβη – Χασάπη
Η σημερινή εποχή έχει αποδειχθεί αρκετά σκληρή για τους ηττημένους πρωθυπουργούς. Δηλαδή «πρωθυπουργός που χάνει πάει σπίτι του».
Αυτό συμβαίνει παντού. Ειδικά στην καθ΄ ημάς μεταπολίτευση, υπήρξε μόνο μία περίπτωση κατά την οποία επανεξελέγη το ίδιο πρόσωπο πρωθυπουργός, έπειτα από ήττα σε προηγούμενες εκλογές και καθαίρεσή του από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Αυτή ήταν η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν επανεξελέγη πρωθυπουργός το 1993, κάτω όμως από «ειδικές» συνθήκες και στηρίξεις.
Παλιότερα, ειδικά στην Ελλάδα, τα κόμματα και κυρίως αυτά της εξουσίας, δεν ήταν απλά αρχηγικά, αλλά στην ουσία ήταν ιδιοκτησίες των ιδρυτών και αρχηγών τους. Έτσι πρωθυπουργοί που έχαναν, παρέμεναν αρχηγοί στα κόμματά τους και κάποια στιγμή, με τη φθορά του αντιπάλου, ξαναγίνονταν πρωθυπουργοί. Ακόμα και στη μεταπολίτευση παρουσιάσθηκαν δύο τέτοιες περιπτώσεις κομμάτων εξουσίας που ήταν ιδιοκτησίες των αρχηγών τους. Η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μετά τον Α. Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά διαλύθηκε, παραμένοντας ένα μικρό κόμμα λόγω κυρίως ισχυρών διεισδύσεων στον κρατικό μηχανισμό, η δε ΝΔ παραμένει ως κόμμα εξουσίας, λόγω ενός ιδιότυπου «καρτέλ» πολιτικών «τζακιών» που την συγκροτούν και τα οποία διατηρούν κάποιον στη θέση του αρχηγού, μέχρι εκεί που αυτός εξυπηρετεί τα πολιτικά τους συμφέροντα, διαφορετικά αμέσως τον αλλάζουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γενεαλογικά ξεκινά από το ΚΚΕ εσωτερικού και έπειτα από μια σύμπραξη με το ΚΚΕ εξωτερικού (στον γνωστό ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ), τελικά και μετά τη διάλυση της συνεργασίας με το ΚΚΕ εξωτερικού, μετατράπηκε σε ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς) με πολλές συνιστώσες. Είχαμε γράψει τότε και προβλέπαμε ότι ο αρχηγός αυτού του μορφώματος κ. Τσίπρας, θα διαλύσει κάποια στιγμή αυτές τις συνιστώσες, προκειμένου να καταστεί ο αναμφισβήτητος αρχηγός ενός ενιαίου κόμματος, πράγμα το οποίο και έγινε.
Ο τότε και σήμερα αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, που διαδέχτηκε τον κ. Αλαβάνο στην αρχηγία, προφανώς αντιλήφθηκε ότι, για να μείνει μόνιμα (ή έστω όσο το δυνατόν περισσότερο) αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να μετατρέψει το κόμμα σε προσωποπαγές αρχηγικό, κατά τα πρότυπα της ΝΔ και ειδικά του ΠΑΣΟΚ (τον ιδρυτή του οποίου έχω την εντύπωση ότι μιμείται), με εκείνον αρχηγό και στη συνέχεια, να προσπαθήσει να τον μετατρέψει, κατά κάποιον τρόπο, σε πολιτική ιδιοκτησία του.
Έτσι, όπως είπαμε, αρχικά διέλυσε τις συνιστώσες, οι οποίες ήταν οι μόνες που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αρχηγία του και με την «ευκαιρία» της κρίσης του 2015, έδιωξε από το κόμμα ικανότατα στελέχη που θα μπορούσαν να είχαν ήδη αποτελέσει εναλλακτική λύση για την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ήττα του 2019 και την αποκαθήλωση του κ. Τσίπρα από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Και δεν ηττήθηκε μόνο μία φορά από τον κ. Μητσοτάκη ο κ. Τσίπρας, αλλά τρεις (αυτοδιοικητικές εκλογές, ευρωεκλογές, βουλευτικές).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο κ. Τσίπρας παραμένει έως σήμερα αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αν και ηττηθείς εκλογικά και μάλιστα τρεις φορές. Δεν είναι όμως φρονώ, αναμφισβήτητος αρχηγός, αλλά αρχηγός ανοχής, λύση ανάγκης, ελλείψει πλέον ισχυρής εναλλακτικής λύσης που θα έδινε προοπτικές, όχι μόνο εξουσίας στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γενικά επιβίωσης του κόμματος αυτού, έτσι όπως μετατράπηκε το κόμμα αυτό σε προσωποπαγές κόμμα του κ. Τσίπρα. Προφανώς αυτό τον γεμίζει με άγχος. Διατηρεί όμως τη θέση του αρχηγού, αρνούμενος να την εγκαταλείψει, περιμένοντας μάλλον να τον ευνοήσουν οι συνθήκες, που ακούν στο όνομα «απλή αναλογική». Εξάλλου ηλικιακά είναι σχετικά νέος και προφανώς δεν σκοπεύει να τα παρατήσει εύκολα.
Όπως όμως είπαμε στην αρχή, οι σημερινοί πρωθυπουργοί είναι αναλώσιμοι και δεν επανέρχονται. Η προσπάθεια του κ. Σαμαρά να παραμείνει στην ηγεσία της ΝΔ μετά την ήττα του από τον κ. Τσίπρα, τον οδήγησε σε αναγκαστική έξοδο το βράδυ του δημοψηφίσματος, αφού τα πολιτικά «τζάκια» της ΝΔ διαπίστωσαν ότι δεν «τραβούσε» άλλο. Ο νυν πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, συνειδητοποιώντας όλα τα ανωτέρω, δήλωσε δημόσια μέσα στη Βουλή πως, «πρωθυπουργός που χάνει πάει σπίτι του». Αυτό είναι η μεγάλη αλήθεια της μεταπολίτευσης και ήταν ένα μήνυμα του κ. Μητσοτάκη με πολλούς αποδέκτες, εντός και εκτός του κόμματος της ΝΔ.
Στην περίπτωση του κ. Τσίπρα, η αλήθεια αυτή είναι ακόμα πιο ηχηρή, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε ένας πρωθυπουργός που δεν ήταν αυτοδύναμος, αλλά αναγκάστηκε να στηριχθεί από άλλους. Πέραν αυτού, υπήρξε και ένας αριστερός πρωθυπουργός που απέτυχε πλήρως στις αριστερές προεκλογικές του υποσχέσεις, συμβιβασθείς απόλυτα με το εγχώριο και ξένο κεφάλαιο, με τους δανειστές, με τους Γερμανούς, με τους Αμερικανούς και… πάει λέγοντας.
Μπορεί λοιπόν ο κ. Τσίπρας να ξαναγίνει πρωθυπουργός; Όχι φυσικά. Αυτή τη στιγμή τον «χρειάζεται» ο κ. Μητσοτάκης, γιατί τον χρησιμοποιεί ως αποτυχημένο και πολιτικά «απεχθή» κυρίως στο δεξιό ακροατήριο «μπαμπούλα», προκειμένου να συγκρατεί δέσμιες πατριωτικές δυνάμεις σε μια δυστυχώς νεοφιλελεύθερη, γκλομπαλιστική – εθνομηδενιστική πολιτική που ακολουθεί ο ίδιος,υπακούοντας κι αυτός στα κελεύσματα της παρασιτικής κρατικοδίαιτης ολιγαρχίας, των ξένων δυνάμεων και ειδικά των Γερμανών κ.λ.π.
Ο κ. Τσίπρας θεωρώ ότι ευελπιστεί πλέον, μόνο σε κάποια συγκυβέρνηση, προφανώς με τη ΝΔ. Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και αυτό είναι ένας ισχυρός παράγοντας που τον διατηρεί στη θέση του αρχηγού ακόμα. Στις επόμενες εκλογές, είναι μαθηματικά βέβαιο πως κανένα κόμμα δεν θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το «προσδόκιμο» των επαναληπτικών εκλογών. Εάν υπάρξουν ισχυρές ενδείξεις για αυτοδύναμη κυβέρνηση στις επαναληπτικές εκλογές και αυτό όντως συμβεί, τότε ο κ. Τσίπρας θα ολοκληρώσει τον πολιτικό του βίο το βράδυ αυτών των επαναληπτικών εκλογών. Θα είναι η πέμπτη κατά σειρά ήττα του από τον κ. Μητσοτάκη. Αν επιμείνει να παραμείνει αρχηγός, τότε το κόμμα θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα, αλλά και χωρίς αυτόν μάλλον θα συρρικνωθεί. Στην περίπτωση όμως, που δεν υπάρξουν τέτοιες ενδείξεις αυτοδυναμίας, τότε θα σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, το βράδυ των πρώτων εκλογών, όπως εξάλλου προανήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης από την τελευταία ΔΕΘ.
Στη τελευταία περίπτωση πιστεύω ότι εναποθέτει όλες τις ελπίδες του ο κ. Τσίπρας για πολιτική επιβίωση. Γι αυτό και προσπαθεί με κάθε μέσο να πριονίσει την πολιτική δύναμη της ΝΔ (κάτι που το κάνει και μόνος του με τα απανωτά λάθη του ο κ. Μητσοτάκης), αλλά ταυτόχρονα ψηφίζει περίπου το 50% των νομοσχεδίων της ΝΔ, δηλώνοντας παρών σε μελλοντική συγκυβέρνηση. Αν φυσικά του «κάτσει» (επί το λαϊκότερον) η περίπτωση να είναι και πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο στρωτά για το πολιτικό μέλλον του κ. Τσίπρα και ειδικότερα για την παγίωσή του στη θέση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.