Οι εκλογές που διεξάγονται σήμερα, Κυριακή, στη Γερμανία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, σηματοδοτούν το τέλος εποχής για την Άνγκελα Μέρκελ, αλλά αυτό μάλλον δεν αλλάζει πολλά πράγματα -και σίγουρα όχι προς το καλύτερο- για την Ελλάδα. Η μνημονιακή κληρονομιά που αφήνει η «σιδηρά καγκελάριος», ειδικά για χώρες όπως η δική μας, είναι ιδιαίτερα επαχθής και τα περιθώρια αποποίησής της έχουν καταστεί μάλλον ανύπαρκτα.
- Από τον
Ανδρέα Καψαμπέλη
Κατ’ αρχάς, η κυρία Μέρκελ (η οποία έπιασε το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, με τέσσερις συνεχείς θητείες) δεν πρόκειται να αποχωρήσει άμεσα, καθώς θα παραμείνει στη θέση της μέχρι τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, που αναμένεται να διαρκέσει οπωσδήποτε μερικούς μήνες, ενδέχεται και ως το τέλος του έτους. Στο διάστημα αυτό, κάθε άλλο παρά θα είναι υπηρεσιακή καγκελάριος, ενώ, σε αντίθεση με την ελληνική πολιτική προχειρότητα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των νέων εταίρων στη Γερμανία προβλέπονται εξαντλητικές, μέχρι κεραίας, για τη λεπτομερή καταγραφή του κυβερνητικού προγράμματος που θα τους δεσμεύει πλήρως.
Και ενώ οι τελευταίες δημοσκοπήσεις της Παρασκευής έδειχναν ότι έχει συρρικνωθεί στη μία ποσοστιαία μονάδα το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών, το ποιο κόμμα θα ορίσει τον διάδοχο της κυρίας Μέρκελ είναι μια αυστηρά… εσωτερική υπόθεση της Γερμανίας. Ακόμη κι αν νέος καγκελάριος γίνει ο υποψήφιος του SPD Όλαφ Σολτς, το Βερολίνο δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική στο πλαίσιο της ευρωζώνης.
Ο κ. Σολτς, ο οποίος ανήκει στη «σκληρή» πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και είναι ένας από τους πλουσιότερους σε εισοδήματα Γερμανούς πολιτικούς, ήταν άλλωστε υπουργός Οικονομικών έως τώρα στην κυβέρνηση. Μάλιστα, μόλις πριν από τρεις μήνες είχε δώσει σαφή πρόγευση των αντιλήψεών του, τασσόμενος κατά της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε., θεωρώντας ότι είναι ήδη αρκετά ευέλικτοι ακόμη και για την αντιμετώπιση της πανδημίας και υπέρ της επαναφοράς του «φρένου» χρέους οπωσδήποτε από το 2023.
Φρούδες ελπίδες και μεγάλη ψυχρολουσία
Για όσους παρακολουθούν τη γερμανική πολιτική σκηνή αυτά είναι γνωστά και μόνο για όσους καλλιεργούν -από άγνοια ή σκοπιμότητα- φρούδες ελπίδες ότι διανοίγονται πιο αισιόδοξες προοπτικές η επόμενη ημέρα θα φέρει μια μεγάλη ψυχρολουσία. Επίσης, οι Πράσινοι στη Γερμανία, που ανάλογα με τους συσχετισμούς είναι λίαν πιθανό να αποτελέσουν τον τρίτο κυβερνητικό εταίρο, έχουν κι αυτοί αυστηρή ατζέντα στα οικονομικά θέματα, αφού το εκλογικό τους ακροατήριο κυριαρχείται από τη μεσαία και την ανώτερη αστική τάξη.
Στην περίπτωση, τέλος, που οι Χριστιανοδημοκράτες κάνουν την ανατροπή και καταφέρουν να κόψουν πρώτοι το νήμα, ο Άρμιν Λάσετ, που θα διαδεχθεί την κυρία Μέρκελ, είναι «πολιτικό παιδί» της, στενός συνεργάτης της έως τώρα και συνεχιστής της, ενώ η ίδια δήλωσε με νόημα ότι δεν σκοπεύει να μετακομίσει στη γενέτειρά της, την ακριβή συνοικία Μπλανκενέζε του Αμβούργου, αλλά θα παραμείνει στο Βερολίνο. Άλλωστε, αν κερδίσει το CDU, αυτός που… δεν θα φύγει είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος φρόντισε προ ημερών να υποδηλώσει την παρουσία του ως «θεματοφύλακας» της χριστιανοδημοκρατίας, χρεώνοντας με οργή στην κυρία Μέρκελ τα προβλήματα που έκαναν το κόμμα από φαβορί να ιδροκοπά για την πρώτη θέση.
Όλα αυτά περιγράφουν το πλαίσιο της «μετα-Μέρκελ» εποχής για την Ελλάδα, χωρίς αυταπάτες και εξωραϊσμούς. Μάλιστα, διανύουμε μια συγκυρία όπου αναπτύσσονται νέες ψευδαισθήσεις, ότι οι παροχές και τα φιλοδωρήματα με τα οποία η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να κατασιγάσει την κοινωνική δυσαρέσκεια δεν θα «αιτηθούν» πίσω σε ένα με δύο χρόνια, καθώς μάλιστα προέρχονται από εξωτερικό δανεισμό.
Τα Μνημόνια ήρθαν για να μείνουν
Άλλωστε, τα αλλεπάλληλα Μνημόνια που επιβλήθηκαν στη χώρα μας από το 2010 ήρθαν για να μείνουν, κι ας σήμανε τυπικά η έξοδος από αυτά το 2018. Το αλυσοδέσιμο της ελληνικής κοινωνίας που υπέγραψαν διαδοχικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ (προκειμένου να διασωθούν στην πρώτη φάση από τη χρεοκοπία οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες), εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών, στη διάρκεια των οποίων η χώρα μας είναι δεσμευμένη, με εγγύηση την ακίνητη κρατική περιουσία, να ακολουθεί αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, να πιάνει αριθμητικούς στόχους και να επιστρέφει μέσω αιματηρών πλεονασμάτων τα δανεικά.
Έστω κι αν το δημόσιο χρέος -εξαιτίας του οποίου υποτίθεται ότι δεν μπορούσαμε να δανειστούμε και οδηγηθήκαμε στα σαγόνια του ΔΝΤ- όχι μόνο δεν έχει μειωθεί σε σχέση με το 2010, αλλά έχει φτάσει σε πρωτοφανή ύψη, η δε σοβαρή αποκλιμάκωσή του παραπέμπεται τώρα στο μακρινό μέλλον… Τούτων δοθέντων, δεν «χρειάζεται» πια να βρίσκεται στην Καγκελαρία η κυρία Μέρκελ, όπως δεν ήταν απαραίτητη και η παρουσία του κ. Σόιμπλε από ένα σημείο και μετά στο υπουργείο Οικονομικών, για να συνεχίσει η Ελλάδα να ξεπουλά τα «ασημικά» της, όπως φάνηκε τώρα και με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου.
Και μπορεί η απόφαση να εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως αιφνιδιαστική, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά εφαρμογή όσων έχουν υπογραφεί στο πλαίσιο των Μνημονίων. Όλοι οι κρίσιμοι σταθμοί αυτού του μνημονιακού προγράμματος, όπως για τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ, έχουν άλλωστε τη σφραγίδα και της προηγούμενης κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ, με συνέπεια να είναι εμφανής η δυσκολία, έως και η αδυναμία του να ασκήσει ριζική αντιπολίτευση σήμερα σε τέτοιες στρατηγικές επιλογές.
Το ίδιο ισχύει γενικότερα για τον τομέα της ενέργειας και την απολιγνιτοποίηση που επέβαλε στην Ελλάδα η Γερμανία, προκειμένου να εξυπηρετήσει και επ’ αυτού τα δικά της συμφέροντα και τον οικονομικό και ενεργειακό εθνικισμό της.
«Δέσμευση» το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων
Ακόμη και η προ ημερών κυνική δήλωση του Άδωνι Γεωργιάδη για συγχώνευση ή κλείσιμο των μικρών μαγαζιών και επιχειρήσεων στη χώρα μας, λόγω αδυναμίας πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό, που προκάλεσε δικαιολογημένα θύελλα αντιδράσεων, στην πραγματικότητα δεν συνιστά κάτι καινούργιο.
Υπάρχει ως πρόβλεψη από την αρχική «αλφαβήτα» των Μνημονίων, δεδομένου ότι οι δανειστές -και δη οι Γερμανοί-, θέλοντας να μετατρέψουν τους Έλληνες σε υπαλλήλους και εργάτες πολυεθνικών αλυσίδων, θεωρούσαν πολύ υψηλό το ποσοστό αυτοαπασχολουμένων και μικρών επιχειρήσεων στη χώρα μας, επιβάλλοντας τη δραματική συρρίκνωσή τους. Κάπως έτσι, αυτή η ντιρεκτίβα ενσωματώθηκε στο κατ’ ευφημισμόν αναπτυξιακό σχέδιο Πισσαρίδη, που ξεκινά η υλοποίησή του.
Όσο κι αν, για τις ανάγκες της εκλογικής πελατείας τους, επιδίδονται σε αντιπαραθέσεις, τα κόμματα του λεγόμενου «μνημονιακού τόξου» -η Ν.Δ., το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ- επί της ουσίας έχουν δεσμευθεί και έχουν δεσμεύσει τη χώρα με τις «υπογραφές» και την ψήφο τους στη Βουλή προς αυτή την κατεύθυνση.
Για αυτό και τα όρια των αποκλίσεών τους είναι περιορισμένα, την ώρα όμως που η κοινωνία ασφυκτιά και πάλι, αναζητώντας διεξόδους εκτός του υφιστάμενου κυρίαρχου κομματικού συστήματος. Τρανή απόδειξη αυτών των δεσμεύσεων αποτελεί άλλωστε και το εγκωμιαστικό άρθρο με το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας «αποχαιρέτησε» στη γερμανική εφημερίδα «FAZ», μαζί με άλλους Ευρωπαίους πρώην ηγέτες, την κυρία Μέρκελ, ανανεώνοντας την προσαρμογή του στο μνημονιακό μοντέλο του παρόντος και του μέλλοντος, και ρίχνοντας οριστικά στη λήθη τα «Go back, madame Μέρκελ» της πολιτικής του νιότης…