Πωλήτρια σε υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας σούπερ μάρκετ δικαιώθηκε στα δικαστήρια, όπου και κατέφυγε μετά την «στημένη» απόλυσή της από την εργοδοσία, για να μην της καταβάλει αποζημίωση.
Συγκεκριμένα, η εργοδοσία θέλησε να απολύσει πωλήτρια με 24 χρόνια προϋπηρεσίας, την οποία κατηγόρησε προσχηματικά και, κυρίως, ψευδώς για κλοπή προϊόντος ευτελούς αξίας από το κατάστημα που εργαζόταν, λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή της. Η υπάλληλος πήγε την υπόθεση στα δικαστήρια (ποινικά και πολιτικά), από τα οποία και δικαιώθηκε, καθώς κρίθηκε άκυρη και καταχρηστική η απόλυσή της. Παράλληλα, επιδικάστηκε στην πωλήτρια αποζημίωση λόγω παράνομης απόλυσης, αποζημίωση για ηθική βλάβη, μισθοί, επιδόματα, κλπ., συνολικού ύψους περίπου 16.850€.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση, η καταγγέλλουσα, η οποία είχε προσληφθεί το 1995, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και τον Ιούλιο του 2019 κατηγορήθηκε για κλοπή προϊόντος, την ημέρα της απόλυσής της προσήλθε στο κατάστημα όπου εργαζόταν, πήρε από τα ράφια ένα εντομοαπωθητικό και πήγε στην τουαλέτα. Αφού το χρησιμοποίησε, το έβαλε στην τσάντα της, με σκοπό να το πληρώσει κατά την αποχώρησή της, όπως γινόταν πάντα, σύμφωνα με την ίδια, σε ανάλογες περιπτώσεις με τα προϊόντα που χρησιμοποιούσε το προσωπικό κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του.
Ο υπεύθυνος ασφαλείας είδε το περιστατικό από τις κάμερες και ενημέρωσε σχετικά τη διεύθυνση του υποκαταστήματος, η οποία, στη συνέχεια, ειδοποίησε την αστυνομία. Στο σημείο έσπευσαν δύο αστυνομικοί, παρουσία των οποίων η υπεύθυνη του υποκαταστήματος και ο υπεύθυνος ασφαλείας έδωσαν στην υπάλληλο ένα προδιατυπωμένο έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία της και της ζήτησαν να το υπογράψει, πράγμα που και η καταγγέλλουσα έκανε, κάτω από την πίεση που της ασκήθηκε.
Σύμφωνα με την δικαστική απόφαση, «η υπογραφή αυτή ήταν προϊόν απειλής κατά τα άρθρα 150 και 151 του Αστικού Κώδικα, καθώς ήταν προϊόν ψυχολογικής πίεσης που της ασκήθηκε» από τους υπευθύνους του καταστήματος οι οποίοι «ζήτησαν με φορτικό τρόπο να υπογράψει λέγοντάς της ότι έτσι “θα αποφύγει τα χειρότερα” και της παρουσίασαν τον αστυνομικό». Η εν λόγω πωλήτρια, «εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ενώ ουδέποτε είχε την πραγματική πρόθεση να παραιτηθεί και υπέγραψε μόνο επειδή της δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι, σε διαφορετική περίπτωση, η εργοδότρια εταιρεία της θα επιδίωκε και θα καθιστούσε πιθανή την ποινική της καταδίκη και δη με αθέμιτο ή παράνομο τρόπο, αφού η ίδια ουδέποτε είχε σκοπό να τελέσει κλοπή».
Την εξανάγκασαν σε αθέμιτη παραίτηση
Επιπλέον, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ενδεικτικό των προθέσεων της αλυσίδας σούπερ μάρκετ να εξαναγκάσει την υπάλληλο σε αθέμιτη παραίτηση, με την άσκηση ψυχολογικής βίας, ήταν το γεγονός ότι «η δήλωση παραίτησης είχε ετοιμαστεί προς υπογραφή και η Αστυνομία είχε κληθεί ήδη εσπευσμένα, πριν ενημερωθεί η υπάλληλος», προκειμένου να τη συλλάβει για κλοπή ευτελούς αξίας.
Κατόπιν αυτών, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι η παραίτηση της υπαλλήλου είναι άκυρη, λόγω απειλής «η οποία εξομοιώνεται με μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας» από την πλευρά της εργοδότριας εταιρείας, καθώς είναι σαφές ότι η εργοδότρια εταιρεία, «είχε σε κάθε περίπτωση πρόθεση τερματισμού της εργασιακής σχέσης» και μεθόδευσε την «οικιοθελή παραίτηση», με συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την πλευρά της να είναι «άκυρη ως καταχρηστική», ενώ παράλληλα παραβιάζει τα χρηστά ήθη (άρθρο 281 Αστικού Κώδικα). Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η πωλήτρια αθωώθηκε από τα ποινικά δικαστήρια για τη δήθεν κλοπή και η απόλυσή της για το λόγο αυτό κρίθηκε προσχηματική από το Πρωτοδικείο.
Μεταξύ άλλων, η υπάλληλος στην αγωγή της υποστήριξε ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ώστε η εταιρεία να αποφύγει να της καταβάλλει αφενός μεν την αποζημίωση απόλυσης που ορίζει ο νόμος, αφετέρου δε την αποζημίωση συνταξιοδότησης, αλλά και τους μισθούς της μέχρι τότε, οι οποίοι, λόγω της προϋπηρεσίας της, ήταν υψηλότεροι σε σχέση με αυτούς των υπόλοιπων υπαλλήλων. Η συνταξιοδότηση της γυναίκας θα πραγματοποιούνταν σε μερικά χρόνια από το περιστατικό.
*φωτό αρχείου