Την 1η Φεβρουαρίου του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν τον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα ως ηγεμόνα της Ελλάδας, αποδεχόμενες ταυτόχρονα τους όρους του πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας να μην τεθεί σε εφαρμογή το ετοιμαζόμενο στην Ελλάδα Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση να είναι ισχυρή και μοναρχική και να έχει ο Όθωνας το δικαίωμα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ανάλογα με την κρίση του.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Η βασιλεία του Όθωνα διήρκεσε μέχρι τις 12 (με το παλαιό ημερολόγιο) 24 (με το νέο) Οκτωβρίου του 1862. Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του, 1833-1843, κυβέρνησε απολυταρχικά. Απόλυτη μοναρχία είναι το πολίτευμα, όπου τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο βασιλιάς, ενώ στο όνομά του ασκείται και η δικαστική εξουσία. Είναι, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της απολυταρχίας, «ελέω Θεού Βασιλεύς», δηλαδή βασιλιάς με τη θέληση του Θεού και δίνει λόγο μόνον στον Θεό.
Η αρχική ελπίδα με την έλευση βασιλιά, για καλύτερες ημέρες – όπως θα λέγαμε σήμερα, κατέληξε σε απογοήτευση και σε θυμό. Είχαν περάσει μόλις οκτώ χρόνια βασιλείας του και η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν δραματική. Μεγάλα προβλήματα, όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση κ.ά. συνέχισαν να ταλανίζουν τη χώρα, με αποτέλεσμα την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού. Η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση, στα πρόθυρα πτωχεύσεως, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που είχε λάβει το 1833 με την εγγύηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων. Ο βασιλιάς Όθωνας υποχρεώθηκε σε σκληρή οικονομική πολιτική, με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και ευρείες περικοπές μισθών. Επίσης, είχε μειώσει την ετήσια βασιλική χορηγία κατά 20% και είχε ανακαλέσει τους Έλληνες πρέσβεις στο εξωτερικό. Στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, οι τιμές της γης και των ακινήτων είχαν φτάσει στα ύψη, ενώ κυριαρχούσε η τοκογλυφία. Περαιτέρω, ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το παλάτι συγκέντρωνε το γενικό μίσος και αποτελούσε τον στόχο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης.
Η προετοιμασία
Το 1840, ο Μακρυγιάννης ίδρυσε μια -κατά τον Όθωνα- παράνομη οργάνωση, με σκοπό την επιβολή συντάγματος. Στην οργάνωση σύντομα μυήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές του ’21, οι οποίοι είχαν παραγκωνισθεί από τους Βαυαρούς. Τα μέλη της οργάνωσης δεσμεύονταν με όρκο στην πατρίδα και στην Ορθοδοξία. Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, Μήτρος Δεληγιώργης, Κριεζιώτης κ.α.
Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης έστρεψε την προσοχή του στους πολιτικούς και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, έτσι ώστε να μυήσει έμπιστα άτομα. Προσέγγισε και μύησε τον αρχηγό του Ρωσικού κόμματος, τον Ανδρέα Μεταξά, σημαντική προσωπικότητα της εποχής, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στο κίνημα και ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος, Ανδρέας Λόντος. Αυτοί οι δύο κατόρθωσαν να μυήσουν τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής όπως τους: Ρήγα Παλαμήδη, Κωνσταντίνο Κανάρη, Χρύσανθο Σισίνη, Κωνσταντίνο Ζωγράφο κ.α. Για να επιτύχει όμως το κίνημα χρειαζόταν και η συνεργασία του στρατού. Για τον λόγο αυτό μύησαν τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους φρόντισαν να τον μεταθέσουν από το Άργος στην Αθήνα και να τον διορίσουν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Ο Καλλέργης κατάφερε να φέρει σε επαφή τους κινηματίες και με άλλους στρατιωτικούς, όπως τον Σπυρομήλιο και να τους πείσει να προσχωρήσουν στην οργάνωση. Λίγο πριν το ξέσπασμα του κινήματος σχηματίστηκε τριμελής επιτροπή που σχηματίστηκε από τους Ανδρέα Μεταξά, Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη. Ο καθένας αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό κόσμο: ο Μεταξάς τον πολιτικό, ο Μακρυγιάννης τον λαϊκό και ο Καλλέργης τον στρατιωτικό. Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης.
Λέγεται πως ο ενθουσιώδης Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκδήλωση του κινήματος. Το κίνημα είχε αποφασισθεί να ξεσπάσει στους στρατώνες, έτσι ώστε να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Έτσι, τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου πολλά σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη για να δώσουν το τελικό σύνθημα. Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν. Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα». Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον ένα να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα. Επιπλέον είχε στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Η άφιξη του στρατού με ζητωκραυγές και συνθήματα συντέλεσε, ώστε να σπεύσουν προς τα ανάκτορα και οι κάτοικοι της Αθήνας και να ενωθούν με τον στρατό. Ο Βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Αλέξανδρο Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες. Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθωνας, φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες.
Στις 3 τα ξημερώματα προσήλθαν και οι πολιτικοί αποστάτες και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Α. Μεταξάς, ο Α. Λόντος, ο Κ. Ζωγράφος, ο Ρ. Τζουρτζ, κάλεσαν τους υπόλοιπους συμβούλους της επικρατείας σε συνεδρία για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο Βασιλιά. Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν στελέχη και από τα τρία μεγάλα κόμματα, είχε ως εξής (Κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά 1843): Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών Ανδρέας Μεταξάς, υπουργός στρατιωτικών ο Ανδρέας Λόντος, υπουργός Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών & παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης. Ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν στις 3 το μεσημέρι, αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά. Τέλος, με βασιλικά διατάγματα η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρυσσόταν σε μέρα εθνικής γιορτής, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορούνταν, ως αρχηγός του επαναστατικού κινήματος.
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο έγιναν οι εκλογές του 1843 και οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι συγκρότησαν την συνταγματική Εθνική Συνέλευση που είχαν απαιτήσει όσοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και συνέταξαν Σύνταγμα, το οποίο υπέγραψε ο Όθωνας. Από τότε η πλατεία των Ανακτόρων μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος.
Για να δούμε όμως πως περιγράφει τα γεγονότα ο φιλέλληνας βρετανός ιστορικός Τζώρτζ Φίνλευ*…
Ο Όθωνας περίμενε «με τη συνηθισμένη του απάθεια και υπομονή να πληροφορηθή πως εκτελέσθηκαν οι πολυάριθμες συλλήψεις που είχε διατάξει ο υπουργός των στρατιωτικών» (Φίνλει, σ. 341)…
«Εις τας 11.30 ήκουσα επανειλημμένας βολάς τυφεκίων εις το ανεφερθέν σημείον (στο σπίτι του Μακρυγιάννη) και ο υπασπιστής μου, όστις ήτο μαζί μας εκείνην την ώραν, υπέθεσεν ότι οι συνωμόται είχον συλληφθή. Αιφνιδίως ηκούσαμεν φωνάς ερχομένας από άλλην πλευράν, από το μέσον της πόλεως, και μετ’ ολίγον, ολόκληρον το ιππικόν και το πεζικόν, που είχε λάβει διαταγάς να παραταχθή προ των ανακτόρων, με την πρώτην αναλαμπήν των όπλων και εκπυρσοκροτήσεων, επροχώρησε εναντίον αυτών με σύνθημα:«Ζήτω το Σύνταγμα».
Η μόνη ελπίδα που του απέμενε πια ήταν το πυροβολικό. Πίστευε πως αυτό θα του έμενε ως το τέλος πιστό. Προστάζει λοιπόν τον Βαυαρό διαγγελέα Στάινσφορ να τρέξει στο στρατώνα του πυροβολικού, που ήταν στον οδό Σταδίου, απέναντι στο δικαστικό μονόροφο μέγαρο, που κανείς δεν ξέρει πώς κατόρθωσε να επιζήσει ως σήμερα.
«Διατάξετε», του λέει, «τον λοχαγό Σχοινά να προστρέξη με το πυροβολικό και, με πυρά καταιγισμού, να διαλύση τους στασιαστάς». (Φίνλει, σ. 341).
Ο Στάινσφορ, καθώς ο επαναστατημένος στρατός δεν είχε ακόμη αποκλείσει από όλες τις πλευρές τα ανάκτορα, κατορθώνει να βγει και να φτάσει στο στρατώνα του πυροβολικού. Μεταβιβάζει στον Σχοινά τη διαταγή του Οθωνα και παίρνει την αόριστη απάντηση: «Θα πράξω ό,τι το καθήκον μου επιβάλλει». Κι αμέσως δίνει την εντολή να ετοιμάσουν τα’ άλογα για να σύρουν τα τέσσερα κανόνια που συγκροτούσαν όλη τη δύναμη πυροβολικού της φρουράς της Αθήνας. Σε λίγο φτάνει μπροστά στ’ ανάκτορα ο λόχος των ακροβολιστών, που είχε στείλει ο Πίσσας να εκπορθήσει το σπίτι του Μακρυγιάννη. Ο Καλλέργης προστάζει το λόχο ν’ ακροβολιστεί μπροστά από τη μεσημβρινή πλευρά του παλατιού. Κι αμέσως έπειτα ακούγεται ο καλπασμός των αλόγων κι ο βρόντος των κανονιών που σέρνουνε. Απλώνεται μια πρόσκαιρη βουβαμάρα, καθώς ήταν άγνωστο στο πλευρό ποιανού θα ταχθεί.
«Ζήτω το Σύνταγμα!». Φωνάζουν οι πυροβολητές. Ακολουθεί πανζουρλισμός στρατού και λαού. «Ζήτω το πυροβολικό!», αποκρίνονται. Ο Σχοινάς, με ξεγυμνωμένο το σπαθί του, τοποθετεί δύο από τα κανόνια του με τις μπούκες γυρισμένες πάνω στις κύριες πόρτες του παλατιού. «Το ζήτημα πια ήτανε», γράφει ο Φίνλει, «ανάμεσα στην ελληνική ελευθερία και τον βαυαρικό δεσποτισμό» (σ. 341).
Όλο και μεγαλύτερο πλήθος φτάνει μπροστά στο παλάτι, σμίγει με το στρατό και με ενθουσιασμό ζητωκραυγάζει για τις πολιτικές ελευθερίες του. Οι καμπάνες αδιάκοπα χτυπούν και η μουσική της φρουράς παιανίζει θούρια. Ανάμεσα σ’ αυτά ήτα και ο «Ύμνος εις την ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολώμου, που δεν είχε ακόμα καθιερωθεί ως εθνικός ύμνος. Ο υπουργός Στρατιωτικών Βλαχόπουλος και ο υπασπιστής του ‘Οθωνα Γαρδικιώτης Γρίβας βγαίνουν από τα ανάκτορα στέκονται στο πιο ψηλό σκαλοπάτι και φωνάζουν:
– «Αξιωματικοί, στρατιώται, πολίται! Εν ονόματι της Α.Μ. του Βασιλέως, σας διατάσσομεν να διαλυθήτε!».
– «Ζήτω το Σύνταγμα!», είναι η απόκριση του στρατού και του λαού.
– «Ποιος είναι ο αρχηγός σας;», ρωτούν.
– «Ο Καλλέργης».
Απευθύνονται τότεσ’ αυτόν:
– Κύριε συνταγματάρχα…..».
Αλλά ο Καλλέργης τους κόβει με μια διαταγή στους στρατιώτες του:
– «Συλλαβετέ τους!».
Αμέσως τους περιτριγυρίζουν και τους πιάνουν. Κι ένας ουλαμός των Επιλέκτων τους οδηγεί στην παλιά Στρατώνα. Βγαίνει τότε ανάστατος από το παλάτι ο νομάρχης Αττικής Α. Δούκας και προσπαθεί να διαμαρτυρηθεί.
Ακολουθεί η ίδια, όπως πριν, διαταγή του Καλλέργη:
– «Συλλαβετέ τον!».
Όταν ο Μακρυγιάννης με τα παλικάρια του βγήκαν από το σπίτι και τραβούσαν για το παλάτι, τότε «τους πήραν στα χέρια όλους ο λαός». Ζητωκραύγαζαν οι αγωνιστές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, ζητωκραύγαζε ο στρατός. «Χάλευαν», γράφει ο Μακρυγιάννης, «να μπούνε από τα παλεθύρια στο παλάτι» (σ. 141). Ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται να συγκρατήσει την οργή του πλήθους. Εξηγεί: «Εμείς θέλομεν να μας δώση ο Βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού τα καταπάτησε κι ο Καποδίστριας… Να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι όχι να κάμωμεν αταξίες, ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ουτ’ ένα φύλλο».
Αρχίζει να χαράζει η 3η Σεπτεμβρίου 1843. Οι συγκεντρωμένοι τραγουδάνε τα απαγορευμένα αντιβαυαρικά τραγούδια. Μέσα στο παλάτι οι ανακτορικοί ανάστατοι αναζητούν τρόπο υπεκφυγής. Με τη μάταιη ελπίδα πως μπορούσαν να ξεγελάσουν το στρατό και το λαό συντάσσουν την ακόλουθη προκήρυξη που θα υπογράψει ο Όθωνας:
«Έλληνες, ήκουσα την επιθυμία σας και θέλω συγκαλέσει το πρωί το υπουργικόν Συμβούλιον της Επικρατείας δια να συνεννοηθώ με αυτά, καθώς και τους Πρέσβεις των τριών φίλων Δυνάμεων, αι οποίαι υπέγραψαν τας περί αποκαταστάσεως της Ελλάδος συνθήκας.
Γνωρίζετε την προς το έθνος ένθερμον αγάπην μου και τας προσπαθείας και κόπους δια την ευδαιμονίαν και πρόοδον αυτού, εις το οποίον εθυσίασα την νεότητα και την υγείαν μου. Σας διατάττω λοιπόν να επιστρέψητε εν ησυχία εμπιστευόμενοι εις την φροντίδαν και την προς το Έθνος αγάπην μου, δια τα οποία είμαι έτοιμος να θυσιάσω και την ζωήν μου.»
Εν Αθήναις τη 3ην Σεπτεμβρίου 1843
ΌΘΩΝ
Βγαίνει κάποιος από το παλάτι και δίνει την προκήρυξη στον Καλλέργη. Ο συνταγματάρχης τη διαβάζει και αμέσως βέβαια αντιλαμβάνεται πως δεν υπήρχε στο κείμενο αυτό καμία ουσιαστική δέσμευση του θρόνου. Προστάζει να γίνει ησυχία. Πληροφορεί τον επαναστημένο λαό και στρατό για την προκήρυξη. «Επιθυμώ», λέει, «να διαβαστεί μεγαλόφωνα γιατί εσείς, στρατός και λαός, θ’ αποφασίσετε αν μπορούμε ν’ αρκεστούμε σε αόριστες υποσχέσεις ή πρέπει να ζητήσουμε περισσότερες εγγυήσεις».
Δίνει την προκήρυξη να διαβαστεί. Όταν ο λαός και ο στρατός άκουσαν το περιεχόμενο, η αντίδρασή τους ήταν αντίθετη από εκείνη που προσδοκούσαν οι συντάκτες της.
– «Δεν το πιστεύουμε πια!», φώναζαν.
– «Βαρεθήκαμε τις υποσχέσεις του!».
– «Να υπογράψει αμέσως το Σύνταγμα».
Οι ανακτορικοί, που είχαν την ελπίδα πως η προκήρυξη θα κατεύναζε τα πλήθη, βλέποντας το αρνητικό αποτέλεσμά της προσπαθούν, με τον εκφοβισμό, να δώσουν τέλος στις εκδηλώσεις. Και τότε βγαίνει στον εξώστη των ανακτόρων ο λαομίσητος Βαυαρός συνταχματάρχης Ες. Ο Πρόκες – όστεν, πρεσβευτής της Αυστρίας στην Αθήνα, γράφει για το επεισόδιο αυτό σε σχετική έκθεση που έστειλε στον Μέτερνιχ: «Το μίσος κατά τούτου δεν γνωρίζει όρια. Έκαστος Έλλην τον θεωρεί προσωπικόν του εχθρόν. Όταν ετόλμησε να εμφανισθή επί του εξώστου, την κρίσιμον ώραν, επηκολούθησε αγρία έκρηξις μανίας και ύβρεων».
Έξαλλος ο Ες φοβερίζει τον Καλλέργη:
– «Κύριε συνταγματάρχα, η τιμωρία σας θα είναι παραδειγματική».
– «Ταλαίπωρε Βαυαρέ!», του απαντά ο Καλλέργης. «Τολμάς να φοβερίζει ακόμα τους Έλληνες; Σε διατάσσω να αποσυρθείς αμέσως, γιατί διαφορετικά δεν μπορώ να σου εγγυηθώ τι μπορεί ν’ ακολουθήσει».
Αγριεύει ο λαός και κινείται απειλητικά. Και ο Ες, που ως εκείνη την ώραν φερόταν στους Έλληνες σαν να ήταν υπόδουλοί του, αναγάζεται να αποσυρθεί. Οι ανακτορικοί κρίνουν πως το μόνο που απέμενε πια ήταν να μιλήσει στον εξεγερμένο λαό και στρατό η ίδια η μεγαλειότητά του. Και ο Όθωνας βγαίνει στο κάτω παράθυρο αριστερά από την κεντρική πόρτα.
«Στρατηγέ Καλλέργη!», του φωνάζει.
Ο Καλλέργης τον διακόπτει:
– «Δεν είμαι στρατηγός, είμαι συνταγματάρχης».
– «Τι θέλει ο στρατηγός και ο λαός;».
– «Την καθιέρωση συνταγματικού Πολιτεύματος».
– «Εγώ θέλω ομιλήσει προς αυτούς».
Ο Καλλέργης γυρίζει τότε προς το στρατό και προστάζει :
– «Προσοχή! Στρατιώτες, κρούετε τα τύμπανα».
Η φωνή του Όθωνα δεν μπορεί πια ν’ ακουστεί και ο βασιλιάς αναγκάζεται ν’ αποτραβηχτεί από το παράθυρο. Αμέσως έπειτα το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφασίζει να στείλει επιτροπή του στον Όθωνα για να του ζητήσει να εγκρίνει τη συνταγματική μεταβολή και να υπογράψει τρία διατάγματα:
Α. Τον όρκο του στρατού στο Σύνταγμα,
Β. Τον διορισμό των νέων υπουργών,
Γ. Τη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για να συντάξει το Σύνταγμα του Κράτους.
Μέλη της επιτροπής που θα πήγαινε στο παλάτι για το σκοπό αυτό ορίστηκαν οι Γ. Κουντουριώτης, Π. Μαυρομιχάλης, Γ. Αινιάν, Κ. Προβελέγγιος και Αναστάσης Λόντος. Οι δύο τελευταίοι ήταν κρυπτοαυλικοί, μπροστά όμως στη γενική εξέγερση φοβήθηκαν και σώπασαν.
Εκτός από τα τρία διατάγματα που πήρε μαζί της η επιτροπή για να τα υπογράψει ο Όθωνας, εφοδιάστηκε και με εισηγητικό προς τον Βασιλιά έγγραφο του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έλεγε «ότι σύμμετέχον καθ’ όλην την έκτασιν των αισθημάτων και των ευχών του Ελληνικού λαού και αναλαμβάνον την οποίαν η ακαταμάχητος φορά των πραγμάτων το αναγκάζει να ενδυθή έκτακτον δύναμιν προς του θρόνου και του έθνους την σωτηρίαν, σπεύδει να καθυποβάλη ευσεβάστως εις την άμεσον και πληρη παραδοχή της Υμετέρας Μεγαλειότητος τα ακόλουθα μέτρα». Δηλαδή την υπογραφή των τριών διαταγμάτων και την έγκριση της συνταγματικής μεταβολής.
Ο Πρόκες – Όστεν, ο πρεσβευτής της Αυστρίας, κατεβαίνει κατά το χάραμα από την Κηφισιά, όπου παραθέριζε, στην Αθήνα. Ανταμώνει αμέσως με τους πρεσβευτές των γερμανικών κρατών, τον Μπρασιέ ντε Σεν Σιμόν της Πρωσίας και τον Μπραν της Βαυαρίας. Κρίνουν σκόπιμο να συσκεφθούν με τους πρεσβευτές των τριών Προστατίδων Δυνάμεων. Η γνώμη τους είναι ότι στις δύσκολες αυτές ώρες που αντιμετώπιζε ο Όθωνας είχαν την υποχρέωση, αφού ήταν διαπιστευμένοι σ’ αυτόν, να βρεθούν κοντά του. Η παρουσία τους, είπαν, θα του τόνωνε το ηθικό και θα του έδινε τη δυνατότητα ν’ αποκρούσει τα αιτήματα των επαναστατών. Οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Ρωσίας Λάιονς και Κατακάζης φάνηκαν απρόθυμοι, ο Πισκατόρι όμως, ο πρεσβευτής της Γαλλίας, συνηγόρησε θερμά να γίνει δεκτή η πρόταση. «Οι Μεγάλες Δυνάμεις», τόνισε, «έχουν εγγυηθεί το μοναρχικό πολίτευμα της Ελλάδας. Καθήκον τους λοιπόν είναι να το στηρίξουν τη στιγμή αυτή του κινδύνου».
Στο μεταξύ, η επιτροπή του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε φτάσει και είχε μπει στο παλάτι. «Ενώ δε ανεμένομεν την έξοδον της επιτροπής», γράφει ο Δραγούμης, «ελθών δρομαίος ο γραμματεύς της αγγλικής πρεσβείας Γρίφιτς, είπε μοι ταύτα: Ο κ. Λάγενς (Λάιν) σε παρακαλεί ν’ αναγκάσης τον Καλλέργη να μη επιτρέψη την είσοδον πριν η υπογραφώσι τα διατάγματα. Εννοείς δια τι» (ε.α. σ. 83). Και ο Δραγούμης, όπως αναφέρεται, μεταβιβάζει αμέσως στον Καλλέργη το μήνυμα του Γρίφιτς.
Και να, σε λίγο φτάνουν μπροστά στα ανάκτορα φορώντας τις μεγάλες στολές τους οι πρεσβευτές Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Πρωσίας με τα αμάξια τους. Κατεβαίνουν και προχωρούν προς τον Καλλέργη. Ο λαός βλέποντάς τους, ταράζεται χωρίς όμωςνα εκδηλώσει εχθρικές διαθέσεις. «Έδειξε ανησυχία», γράφει ο Φίνλει, «έμεινε όμως σιωπηλός ή άρχισε να ψιθυρίζη συγκεντρωμένος κατά μικρές ομάδες» ( τ.β. σ. 343).
Οι πρεσβευτές πλησιάζουν τον Καλλέργη:
«Σας παρακαλούμε να διατάξετε να επιτραπεί η είσοδός μας στα ανάκτορα».
Από την απάντηση που θα έδινε ο Καλλέργης θα κρινόταν η επιτυχία ή η αποτυχία της επανάστασης. Ομόθυμος είναι ο έπαινος των ιστορικών για την αποφασιστικότητά του.
«Κύριοι Πρεσβευταί», τους απαντά, «λυπούμαι αλλά μου είναι αδύνατον, ως αρχηγός του επαναστατημένου στρατού, να σας επιτρέψω την είσοδο στα ανάκτορα προτού οι απεσταλμένοι του Συμβουλίου Επικρατείας λάβουν από τον βασιλέα την απάντηση που αναμένει το έθνος». Οι πρεσβευτές, που δεν περίμεναν να αντιμετωπίσουν μια τέτοια άρνηση, επαναλαμβάνουν έντονα και υπεροπτικά το αίτημά τους.
«Δεν έχετε, κύριε συνταγματάρχα, το δικαίωμα να εμποδίσετε την είσοδό μας στα ανάκτορα. Επιθυμούμε και δικαιούμεθα να συναντήσωμεν την Α. Μ., παρά τη οποία είμεθα διαπιστευμένοι».
Αλλά ο Καλλέργης μένει ακλόνητος: «Το ζήτημα που ανέκυψε», τους λέει αποφασιστικά και ξερά, «αφορά αποκλειστικά το ελληνικό έθνος και τον βασιλέα. Κανείς άλλος δεν δικαιούται να αναμειχθεί σ’ αυτό». Ο Λάιονς τότε ζητά από τον Καλλέργη να εγγυηθεί ότι δεν πρόκειται να κινδυνεύσει η ζωή του Όθωνα. Σας δίνω το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, απαντά ο Καλλέργης, ότι δεν πρόκειται να κινδυνεύσει. «Τότε», γράφει ο Φίνλει, «οι πρεσβευτές της Ρωσία, της Αγγλίας και της Γαλλίας έφυγαν κρίνοντας ότι η παρουσία τους θα παρέτεινε την κρίση και θα μεγάλωνε τον προσωπικό κίνδυνο του βασιλιά. Οι πρεσβευτές όμως της Αυστρίας και της Πρωσίας σκέφτηκαν ότι γι’ αυτούς το πεδίο απόμενε ανοιχτό και αποφάσισαν με ενεργητικότητα. Επέμεναν να δούνε το βασιλιά. Χρησιμοποίησαν βίαιη γλώσσα και προσπάθησαν να εκφοβίσουν τον Καλλέργη που τους άκουγε με ψυχραιμία και έπειτα τους παρατήρησε με ετοιμότητα πως η διπλωματική εθιμοτυπία τους επέβαλλε ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα τους αρχαιοτέρου τους, του Ρώσου πρεσβευτή, και ότι η κοινή λογική τους υποδείκνυε ότι θα είναι γι’ αυτούς φρόνιμο ν’ αποσυρθούν, όπως αποσύρθηκαν και οι πρεσβευτές των τριών προστατίδων Δυνάμεων». Και πρόσθεσε: «Σας υπόσχομαι, μόλις κάπως κοπάση η κρίση, να σας ειδοποιήσω να προσέλθετε σταανάκτορα».
Βλέποντας οι πρεσβευτές της Αυστρίας και της Πρωσίας πως δεν μπορούσαν να λυγίσουν την άρνηση του Καλλέργη, αρκούνται στην τελευταία αόριστη υπόσχεσή του και φεύγουν. Καθώς τα αμάξια τους απομακρύνονταν, λαός και στρατός ζητωκραυγάζουν τον Καλλέργη. Τον επαινούν που επιτέλους βρέθηκε ένας Έλληνας για να μπει φραγμός στην ξενική ασυδοσία. Και κάποιος, μέσα από το πλήθος, τρέχει, κόβει μερικά κλαδιά ελιάς, κάνει στεφάνι και του το προσφέρει.
Αφού καθαρογράφτηκαν τα πέντε αυτά διατάγματα, το νέο υπουργικό συμβούλιο- εκτός από τον Κανάρη που βρισκόταν στο ναύσταθμο του Πόρου – τα παίρνει και πηγαίνει στο παλάτι. Ο κόσμος αποθεώνει τους νέους υπουργούς, ο Όθωνας όμως τους δέχεται με φανερή δυσμένεια. Του δίνουν τα διατάγματα να τα υπογράψει. Όταν είδε το περιεχόμενο των δύο τελευταίων, φουντώνει μέσα του η οργή. Χτυπάει με τη γροθιά του το τραπέζι φωνάζοντας γερμανικά:
– Στο διάβολο πια!
Έπειτα από βίαιη συζήτηση δέχεται να υπογράψει τα τρία πρώτα.
– Τα δύο άλλα, προσθέτει, δεν θα τα υπογράψω ποτέ!
– Μεγαλειότατε, του απαντά ο Μεταξάς, σύμφωνα με την εντολή του Συμβουλίου της Επικρατείας η λύση της επαναστατικής κρίσης και η ορκωμοσία μας εξαρτάται από την υπογραφή και των πέντε διαταγμάτων. Ο Όθωνας όμως μένει αλύγιστος στην απόφασή του. Όχι, δεν πρόκειται να τα υπογράψει.
Στο μεταξύ, όμως, ο Καλλέργης, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στους πρεσβευτές και νομίζοντας πως όλα πια είχαν τελειώσει, τους ειδοποιεί πως αν το επιθυμούν είναι ελεύθεροι να επισκεφτούν τον βασιλιά. Και αυτοί, φυσικά, αμέσως φτάνουν στα ανάκτορα. Όταν η συζήτηση ανάμεσα στον Όθωνα και στο νέο υπουργικό συμβούλιο είχε φτάσει στο πιο δραματικό κορύφωμά της, κάποιος από τους υπασπιστές μπαίνει στο βασιλικό γραφείο και πληροφορεί τον Όθωνα για την επίσκεψη των πρεσβευτών.
Ο Όθωνας σηκώνεται αμέσως, παρατά τους υπουργούς και τρέχει μαζί με την Αμαλία να τους υποδεχτεί. Και οι δύο ελπίσανε πως επιτέλους ερχόταν η σωτηρία που πρόσμεναν.
«Μεγαλειότατε», τους είπαν, «εννοούμε τα αισθήματά σας, σας προτρέπομεν όμως να τα υπογράψετε, έστω ως θυσίαν, τα δύο αυτά διατάγματα. Και σας δίνομε την υπόσχεσή μας να σας βοηθήσωμε ν’ αναστηλώσετε το τρωθέν βασιλικόν σας γόητρον».
Παρ’ όλες όμως τις υποδείξεις κι αυτών ακόμα των πρεσβευτών, ο Όθωνας δεν το αποφάσιζε. Ο στρατός και ο λαός άρχισαν τότε ν’ αδημονούν και ο Καλλέργης στέλνει τον διαγγελέα του να του δηλώσει πως του έδινε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών να υπογράψει τα διατάγματα και να ορκίσει την Κυβέρνηση. Σε αντίθετη περίπτωση, ο στρατός θα έλυνε δυναμικά την κατάσταση. Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες – Όστεν σε έκθεσή του, που έστειλε στον αρχιδούκα Ιωάννη στις 21 Σεπτεμβρίου 1843 (ν. η.), λέει:
«Ο Καλλέργης, επί παρουσία ημών, ανεκοίνωσεν εις τον Βασιλέα, ότι θα βομβαρδίση τας θύρας των Ανακτόρων και θα εισορμήση δια των παραθύρων, εάν ο βασιλεύς δεν υπέγραφεν εντός δέκα πέντε λεπτών».Έπειτα από την απειλή αυτή ο Όθωνας τρομοκρατήθηκε και δέχτηκε να υπογράψει και τα δύο επίμαχα διατάγματα.
Ο λαός, όμως, που είχε συγκεντρωθεί κάτω από το παλάτι δεν ησύχασε ούτε όταν έμαθε πως ο Όθωνας υπέγραψε τα διατάγματα. Ζητούσε να βγει στον εξώστη και να ζητωκραυγάσει για το Σύνταγμα. Τέλος ο Όθωνας πείστηκε, συνοδευόμενος από τους υπουργούς και τους πρεσβευτές, να παρουσιαστεί στον εξώστη. Ο λαός ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Όταν αποσύρθηκαν ο Όθωνας και οι άλλοι επίσημοι, ο Καλλέργης μίλησε στο στρατό. Τον συνεχάρη τόσο για τα πατριωτικά του και φιλελεύθερα αισθήματα όσο και για τον εξαίρετο τρόπο που έφερε σε τέλος την επιταγή του έθνους για την απόκτηση Συντάγματος. Έπειτα έδωσε εντολή να επιστρέψει ο στρατός στους καταυλισμούς του. Και οι διάφορες μονάδες, με επικεφαλής τη φιλαρμονική της φρουράς που παιάνιζε θούρια, άρχισαν ν’ αποχωρούν επευφημούμενες από το λαό.
Η εφημερίδα «Αθήνα» (8.9.1843) περιέγραφε το τέλος της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας:«Μετά ημίσειαν ώραν ο περιδιαβάζων εις την πλατείαν δεν εδύνατο να ίδη σημείον ουδέν, δι’ ου να συμπεράνη, ότι Λαός ολόκληρος και στρατός εξετέλεσαν εκεί προ ολίγου μίαν επανάστασιν.
*Ο Τζορτζ Φίνλεϊ (George Finlay, 21 Δεκεμβρίου 1799 – 26 Ιανουαρίου 1875) ήταν Βρετανός ιστορικός σκωτικής καταγωγής και φιλέλληνας. Γεννήθηκε στο Φάβερσαμ του Κεντ και σπούδασε νομικά στη Γλασκώβη. Το 1821 πήγε στο Γκέτινγκεν για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ωστόσο το βαθύ ενδιαφέρον του για τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων τον κέρδισε και εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1823 για να επισκεφθεί την Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους έφθασε στην Κεφαλονιά, όπου τον υποδέχθηκε ο Λόρδος Βύρων. Λίγο αργότερα αποβιβάστηκε στον Πύργο, όπου αφιερώθηκε για δεκατέσσερεις μήνες στην εκμάθηση της γλώσσας, της ιστορίας και των αρχαιοτήτων.Η Ελληνική Επανάσταση, καθοριστικός σταθμός στην ιστορία του ελληνικού Έθνους, αποτελεί διαρκώς αντικείμενο μελέτης και έρευνας. Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή και τιμά τους ιστορικούς συγγραφείς. Για τους λόγους αυτούς εκδίδει το έργο του George Finlay «History of the Greek Revolution», σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που παρέμενε ανέκδοτη για έναν αιώνα. Με την έκδοση αυτή αποδίδεται η δέουσα τιμή στον Άγγλο φιλέλληνα και ιστορικό George Finlay, έναν άνθρωπο που για χάρη της Ελλάδας εγκατέλειψε την πατρίδα του, ήρθε να βοηθήσει στον Αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία και, τελικά, έζησε την υπόλοιπη ζωή του στη Χώρα μας.