Έφυγαν από τα χωριά τους για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Ταξίδεψαν επί ολόκληρους μήνες με προορισμό την Αμερική, τη γη που τους είχαν πει ότι όλα τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα.
- Από τη
Γιώτα Φλώρου
Μπήκαν δειλά στον χώρο του βωβού κινηματογράφου, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς ήταν αυτό που έκαναν. Το μόνο που ήθελαν ήταν να βγάλουν χρήματα για να ζήσουν εκείνοι και οι δικοί τους πίσω στην πατρίδα. Κάποιοι από αυτούς βρέθηκαν μπροστά από τις κινηματογραφικές κάμερες παίζοντας μικρότερους και μεγαλύτερους ρόλους, χωρίς ίσως να τους περνά ποτέ από το μυαλό ότι αυτό που έκαναν θα αναπτυσσόταν ραγδαία, θα κατέκλυζε τον κόσμο και θα γινόταν μια τεράστια κερδοφόρα βιομηχανία.
Άλλοι δεν ήθελαν να μείνουν μόνο στον ρόλο του ηθοποιού. Είχαν μεγαλύτερες φιλοδοξίες και έτσι έγιναν ιδιοκτήτες ενός τεράστιου δικτύου αιθουσών και παραγωγοί ταινιών. Αυτά τα άγνωστα βήματα των Ελλήνων στην Αμερική τις δεκαετίες του 1910 και 1920 φέρνει στην επιφάνεια το λεύκωμα «Οι Έλληνες στο Χόλιγουντ την εποχή του βωβού κινηματογράφου», που επιμελήθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα ο γνωστός ποιητής, στιχουργός, συγγραφέας και δημοσιογράφος Φώντας Λάδης και ο κινηματογραφιστής, ερευνητής, επίσης συγγραφέας Νίκος Θεοδοσίου.
Όπως διαπιστώνει κανείς ήδη από τις πρώτες σελίδες του λευκώματος, η συλλογή και επαλήθευση των πληροφοριών για τους Έλληνες που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στη δημιουργία και την προώθηση στην Αμερική των ταινιών του βωβού κινηματογράφου ήταν πολυετής και διόλου εύκολη υπόθεση.
«Μια μικρή πόλη σ’ ένα ριζοβούνι»
Όλα άρχισαν τη δεκαετία του ’80 με τον εντοπισμό ενός από τους Έλληνες που είχαν περάσει από τα κινηματογραφικά πλατό στην αρχή της αμερικανικής κινηματογραφίας, του 90χρονου -τότε- Θανάση Λυμπέρη. «Το Χόλιγουντ ήταν έτσι, να, μια μικρή πόλη σ’ ένα ριζοβούνι, σε μια πεδιάδα γόνιμη», θα πει ο Λυμπέρης στον Φώντα Λάδη, όταν θα συναντηθούν στο σπίτι του πρώτου στην Ηλιούπολη.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όσα αφηγήθηκε στον κ. Λάδη θα γίνονταν ένα πολυσέλιδο ρεπορτάζ στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2015, θα ακολουθήσει ένα πολύμηνο ταξίδι στις ΗΠΑ για την επαλήθευση αυτών των πολύτιμων στοιχείων.
Στις σελίδες του λευκώματος, στο οποίο υπάρχει σπάνιο φωτογραφικό υλικό, «ξετυλίγονται» ιστορίες Ελλήνων που πραγματικά είναι σαν παραμύθι. Ονειρική είναι η ζωή του ίδιου του Θανάση Λυμπέρη, που ξεκινώντας από το ταπεινό Βασιλίτσι Μεσσηνίας έφτασε στην Αμερική το 1915 και λίγα χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από πολλά επαγγέλματα, ακόμα και από αυτό του δημοσιογράφου, έπαιξε δίπλα δίπλα με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Ροδόλφο Βαλεντίνο, ενώ υποδύθηκε ακόμα και μια γυναίκα!
Ο Λυμπέρης αποκαλύπτει πολλά και για τον Δημήτρη Μήτσουρα, ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ίσως ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός στην Αμερική την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Είχε συμμετάσχει σε περισσότερες από 30 ταινίες, ενώ ποτέ δεν έκρυψε την ελληνική καταγωγή του.
Εκτός από τους άντρες, πολλές ήταν και οι Ελληνίδες που πέρασαν από τον βωβό κινηματογράφο. Όπως η μυστηριώδης γυναίκα από τη χώρα μας, της οποίας δεν έγινε ποτέ γνωστό το ελληνικό της όνομα και αναφέρεται ως Ρίτα Καρίτα, αλλά και η Μαρίνα Δήμου, η οποία χαρακτηρίστηκε σε διαφημίσεις της εποχής «η πιο όμορφη Ελληνίδα ηθοποιός».
Ένας μεγάλος και παντοδύναμος αιθουσάρχης
Οι Έλληνες δεν πέρασαν μόνο μπροστά από τις κάμερες αλλά και πίσω από αυτές. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η πορεία του Αλέξανδρου Πανταζή, ο οποίος, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1900, κατάφερε να γίνει ένας μεγάλος και παντοδύναμος αιθουσάρχης.
Έχτισε κινηματογράφους, τα Pantages Theatre, που ήταν πραγματικά έργα τέχνης, σε πολλές πολιτείες της Αμερικής και του Καναδά, και διέθεταν τις μεγαλύτερες ανέσεις και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.
Τέλος, άξια αναφοράς είναι και η περίπτωση του Αντώνη Ξυδιά, ο οποίος είχε καταγωγή από την Τήνο. Το αγόρι που άρχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομίας ως λουστράκος στους δρόμους της Νέας Υόρκης έγινε ένας επιτυχημένος παραγωγός ταινιών του βωβού και του ομιλούντος κινηματογράφου.
- Το λεύκωμα «Οι Έλληνες στο Χόλιγουντ την εποχή του βωβού κινηματογράφου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μνήμες.