Οι διαδοχικές επιτυχίες των αμυντικών συμφωνιών με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ πιστώνονται, αναμφισβήτητα, στην κυβέρνηση και ενισχύουν τη -διπλωματική και αμυντική- αποτρεπτική ισχύ της Ελλάδας. Ωστόσο, όσο περνούν οι μέρες και καταλαγιάζει ο ενθουσιασμός γίνεται σαφές ότι οι πραγματικοί συσχετισμοί δεν θα αλλάξουν σύντομα και ότι η τουρκική απειλή βαίνει αυξάνουσα.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Το ερώτημα που διατυπώνεται από όλες τις πλευρές κατά τις ελληνικές επαφές με την Ουάσινγκτον, το Παρίσι και το Βερολίνο αφορά τον χρόνο και τον τρόπο πιθανής τουρκικής αντίδρασης. Η κοινή απάντηση-πρόβλεψη είναι ότι, με τις προκλήσεις κατά του ερευνητικού «Nautical Geo» στην Κρήτη και την Κύπρο και με ποικίλες ενέργειες τις προσεχείς εβδομάδες, η Αγκυρα θα δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές της Αθήνας και της Λευκωσίας. Εδραιώνεται σταδιακά η εντύπωση ότι οι παρούσες προκλήσεις αποτελούν μόνον την πρώτη φάση κλιμάκωσης ευρύτερου σχεδίου της Τουρκίας. Το σχέδιο θα κορυφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαπιστωθεί η πραγματική έκταση ισχύος του άρθρου 2 της ελληνογαλλικής συμφωνίας, με τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γαλλία επιβεβαιώνει -κατηγορηματικά- την προσήλωσή της στην ιστορική συμφωνία, υπενθυμίζοντας πάντως τις πραγματικές νομικές -και επιχειρησιακές- διαστάσεις της. Η απόλυτη βεβαιότητα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή ότι η συμφωνία ισχύει «ακόμα και εκτός της stricto sensu (με στενή έννοια) επικράτειας» αναιρέθηκε με γραπτή διευκρίνιση του γαλλικού υπουργείου Αμυνας, που ανέφερε ότι «η ΑΟΖ δεν θεωρείται μέρος της επικράτειας ενός κράτους».
Πρόκειται για εξισορροπητική απάντηση του Παρισιού στις επικοινωνιακές υπερβολές της Αθήνας και κυνική υπενθύμιση ότι η μικρότερη χώρα δεν δύναται να χρησιμοποιεί τη μεγαλύτερη ούτε για κομματικές σκοπιμότητες στο εσωτερικό ούτε για αντιπαράθεση με τρίτους (Τουρκία) στο εξωτερικό.
Άλλωστε, η γαλλική διευκρίνιση δεν θα έπρεπε να αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Ο κ. Μητσοτάκης όφειλε να γνωρίζει πως όταν, προ τριετίας, ο Κύπριος Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης εμφάνισε τη Γαλλία «στο τσεπάκι του», ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν αντέδρασε αμέσως. Διαμήνυσε, διά της διπλωματικής οδού, ότι η δέσμευση προάσπισης (δηλαδή, υποδεέστερη της ρήτρας συνδρομής) αφορά μόνον τα θαλάσσια οικόπεδα φυσικού αερίου που εκμεταλλεύεται η TOTAL, και όχι ολόκληρη την κυπριακή ΑΟΖ. Το μήνυμα Μακρόν λέγεται, μάλιστα, πως είχε ακολουθήσει μια (μη δημοσιοποιημένη) οξύτατη σύγκρουσή του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν στο περιθώριο της Διάσκεψης για τη Συρία, στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 2018. Με λίγα λόγια, ο Γάλλος πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι ο ίδιος επιλέγει αν και πώς θα αντιπαρατάσσεται με την Τουρκία.
Πάλι καλά που το Παρίσι δεν μπήκε στον πειρασμό να σχολιάσει τον λαϊκισμό Μητσοτάκη (σ.σ.: σαν το ΠΑΣΟΚ του 1981 και τον ΣΥΡΙΖΑ του 2014-5) ότι «όλοι αντιλαμβάνονται τη σημασία της ένοπλης συνδρομής από την ισχυρότερη δύναμη της Ε.Ε., τη μόνη που έχει πυρηνικά»! Δυστυχώς, αν υπάρξει ακραία ελληνοτουρκική ένταση και τεθεί ζήτημα συνδρομής, ο λαϊκισμός Μητσοτάκη περί πυρηνικών θα χρησιμοποιηθεί από όσους (φιλότουρκους ή απλώς φοβικούς) αξιωματούχους στο Παρίσι θα κάνουν αρνητικές εισηγήσεις στον κ. Μακρόν ή τον διάδοχό του. Θα προτείνουν «να μην μπλέξουμε», επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις των αρχηγών ΓΕΕΘΑ, ναυάρχου Ευ. Αποστολάκη το 2018 και στρατηγού Κων. Φλώρου το 2020, ότι «δεν θα συμπολεμήσει κανένας δίπλα μας» και «θα είμαστε μόνοι μας» αντίστοιχα.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ προχώρησαν στις γενναίες διατυπώσεις της επιστολής του υπουργού Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν προς τον ομόλογό του Ν. Δένδια, με ταυτόχρονη υπενθύμιση ότι δεν λαμβάνουν θέση σε ζητήματα οριοθετήσεων ή άλλες διαφωνίες. Το συμπέρασμα των επαφών Δένδια είναι ότι οι ΗΠΑ θα πράξουν τα πάντα για την αποτροπή μιας σύγκρουσης και συνιστούν διάλογο. Προσθέτουν, όμως, ότι -πρακτικά- δεν μπορούν να αποτρέψουν τις απαιτήσεις της Αγκυρας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών ή άλλων συναντήσεων Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων.
Πολύ χειρότερα είναι τα πράγματα με τη Γερμανία. Τάσσεται ευθέως κατά της ελληνογαλλικής συμφωνίας, επειδή, αφενός, την αξιολογεί ως ανταγωνιστική της κοινής άμυνας της Ε.Ε. (που το Βερολίνο επιθυμεί να ελέγχει χωρίς συνεισφορά χρημάτων ή στρατευμάτων!) και, αφετέρου, απορρίπτει κάθε πρωτοβουλία που -τάχα- αποξενώνει την Τουρκία από τη Δύση. Η επικείμενη επίσκεψη της απερχόμενης καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα δεν θα είναι απλώς αποχαιρετιστήρια, αλλά κρίσιμη. Γιατί φέρεται ότι συμμερίζεται την τουρκική άποψη ότι οι διερευνητικές εξάντλησαν τη χρησιμότητά τους και πρέπει να αρχίσει διάλογος άλλης μορφής.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη