Η αποχαιρετιστήρια επίσκεψη της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ συνοδεύεται από τις υπερβολές της μίας πλευράς περί αναβίωσης του αυταρχικού παρελθόντος της Γερμανίας, και της άλλης πλευράς περί σωτήριων παρεμβάσεών της στις περιόδους του Μνημονίου και της ελληνοτουρκικής κρίσης.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
Οι μεν ξεχνούν ότι το γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι από τα πλέον δημοκρατικά και αντιπροσωπευτικά της Ευρώπης, και οι δε λησμονούν ότι το Βερολίνο συνευθύνεται για τη φτωχοποίηση της Ελλάδας και ορισμένες πτυχές της επιθετικότητας της Αγκυρας.
Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα για τα ελληνικά συμφέροντα και τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη επικεντρώνεται στο μέλλον. Γιατί η κυρία Μέρκελ αφήνει ένα δυσμενέστατο -για τη χώρα μας- κληροδότημα στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας. Τοποθετεί τρεις «ωρολογιακές βόμβες» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο Μεταναστευτικό και στην ευρωζώνη, δεσμεύοντας -για το ορατό μέλλον, τουλάχιστον- τη νέα ηγεσία του Βερολίνου.
Άλλωστε, με δεδομένη την εσωτερική κρίση των Χριστιανοδημοκρατών και τη διακομματική απήχηση της κυρίας Μέρκελ, πρέπει να αναμένονται πολλές παρεμβάσεις της εφ’ όλης προσεχώς.
Στο κεφάλαιο των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας η καγκελάριος ανέλαβε, κατά καιρούς, πρωτοβουλίες κατευνασμού του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν. Ειδικά κατά την περσινή κρίση του «Oruc Reis» και αφού προηγουμένως -σκόπιμα ή μη- παρακολουθούσε ατάραχη την αποτυχία της ερασιτεχνικής μεσολάβησης του (σοσιαλδημοκράτη) υπουργού Εξωτερικών Χ. Μάας.
Προς διευκόλυνση των κινήσεων Μέρκελ, ο πρωθυπουργός πρόσφερε απλόχερα, ως αντάλλαγμα, τη δήλωση του υπουργού Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτη περί «κόκκινης γραμμής» μόνον στα 6 ν.μ. Ο κ. Μητσοτάκης δεν αναλογίστηκε τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της δήλωσης, οι οποίες ήδη (μόλις μέσα σε 12-13 μήνες) αντανακλώνται στις νέες προσπάθειες de facto επιβολής του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Το μείζον πρόβλημα είναι πως το Βερολίνο αντιστρατεύεται και τις τρέχουσες -καθαρά προληπτικές- ενέργειες της Αθήνας. Η γερμανική πλευρά εκφράζει κατηγορηματική αντίθεση στη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας με τη ρήτρα συνδρομής. Το ψευδοεπιχείρημα είναι ότι η Αθήνα και το Παρίσι υπονομεύουν τη συλλογική άμυνα της Ε.Ε. και την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ, αν και το Βερολίνο ειρωνεύεται την επιμονή των ΗΠΑ στην αναλογία αμυντικών δαπανών 2% ως προς το ΑΕΠ κάθε μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Κατά τραγική ειρωνεία, ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να υπερασπιστεί ευχερώς, έναντι της κυρίας Μέρκελ, τη ρήτρα συνδρομής της ελληνογαλλικής συμφωνίας. Γιατί (άγνωστο με ποια λογική) ο ίδιος την είχε απαξιώσει με δημόσιες δηλώσεις τον Σεπτέμβριο του 2020 σαν περιττή, λόγω της ύπαρξης της αντίστοιχης ρήτρας του άρθρου 42.7 της Συνθήκης της Ε.Ε. Ευτυχώς, άλλαξε γνώμη φέτος! Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει στις συζητήσεις για τα επόμενα βήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ο πρωθυπουργός, ο οποίος δέχθηκε αρκετές συμβουλές της καγκελαρίου την περασμένη διετία, την ακούει τώρα να συστήνει συνέχιση των διερευνητικών συνομιλιών με ταυτόχρονη αναζήτηση νέων μορφών διαλόγου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την ελληνική πλευρά, καθώς η Αγκυρα απαιτεί όποιο νέο μοντέλο διαλόγου να συμπεριλάβει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.
Παράλληλα, ως προς το Μεταναστευτικό, υπάρχει διακομματική αποδοχή στη Γερμανία υπέρ της πολιτικής της κυρίας Μέρκελ και του απερχόμενου υπουργού Εσωτερικών Χ. Ζέεχοφερ. Οι δύο άξονες πολιτικής του Βερολίνου προβλέπουν, αφενός, αύξηση της χρηματοδοτικής βοήθειας της Ε.Ε. στην Τουρκία για κάλυψη αναγκών των εκεί προσφύγων και, αφετέρου, την ανάσχεση των λεγόμενων «δευτερογενών ροών» από την Ελλάδα προς τη Γερμανία.
Στον όρο αυτόν το Βερολίνο εντάσσει, σωρευτικά, τους κατέχοντες έγγραφα ασύλου και τους πρόσφυγες. Η Αθήνα διαχωρίζει τους πρόσφυγες, ενώ δηλώνει ότι δεν μπορεί να πράξει τίποτα για όσους χρησιμοποιούν νόμιμα έγγραφα, ώστε να μετοικήσουν στη Γερμανία. Προ τριμήνου το Μέγαρο Μαξίμου, αντί να εισακούσει τις προειδοποιήσεις του υπουργείου Εξωτερικών, δέχθηκε -αφελώς- την άποψη του υπουργού Μετανάστευσης Ν. Μηταράκη, ο οποίος -ακόμη αφελέστερα και σε λογική ΣΥΡΙΖΑ 2015- νόμιζε ότι πέτυχε περιφανή νίκη έναντι του κ. Ζέεχοφερ, επιβάλλοντας τον ανωτέρω διαχωρισμό. Προ ημερών ο κ. Ζέεχοφερ διευκρίνισε εκ νέου τις γερμανικές απαιτήσεις και η καγκελάριος θα τις επαναλάβει ευκρινώς.
Η τρίτη «ωρολογιακή βόμβα» Μέρκελ τοποθετείται στην οικονομία. Η καγκελάριος κρίνει πως -μετά την ανάπαυλα λόγω πανδημίας- επείγει η απόλυτη επαναφορά των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας «με εμπροσθοβαρή και πολυμερή εποπτεία». Απορρίπτει τις εισηγήσεις -ακόμα και της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν- για αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ των διαδικασιών του Ταμείου Ανάκαμψης και των κανόνων ασφυκτικού ελέγχου. Ατυχώς για την εθνική οικονομία, και η ΕΚΤ (που θα καθορίσει την πολιτική της έναντι των ελληνικών ομολόγων το Μάρτιο) βρίσκεται κοντά στις θέσεις Μέρκελ.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη