Η Ελληνική Αστυνομία, ιδίως εκ της εποχής της Μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν, ταυτίστηκε, κατά τη γνώμη μου κακώς, με τον ιδεολογικό χρωματισμό της φερόμενης «Δεξιάς», ένεκεν του απόηχου της απελθούσας δικτατορίας αλλά και της εν γένει συμμετοχή της Αστυνομίας ως μέρος του πυρήνα του κράτους, ήδη προ της περιόδου της εκρήξεως του Εμφυλίου Πολέμου (με αποκορύφωμα το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη τον Δεκέμβριο του 1944).
- Από τον Χαράλαμπο Β. Κατσιβαρδά*
Η σκόπιμη μονομερής διατήρηση της μεροληπτικής ιδεολογικοποίησης των σωμάτων ασφαλείας μολονότι πλέον, το 2021, ουδόλως και ουδ’ επελάχιστον ισχύει κάτι τέτοιο, καθότι η Αστυνομία εδιοικείτο αυτοτελώς, διαρκούσης της Μεταπολιτεύσεως, από όλα τα κόμματα, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι τόσο οι μεταθέσεις των αξιωματικών όσο και ο διορισμός της ιεραρχίας της Αστυνομίας ελάμβαναν κανονικά χώρα, υπό σοσιαλιστές, υπό τους μαρξιστές του ΣΥΡΙΖΑ και υπό τους νεοφιλελεύθερους της Ν.Δ., ούχ ήττον, η κατάστασις όμως εσκεμμένα δεν εμετεβλήθη ουσιωδώς ούτως ώστε η Αστυνομία να αντιμετωπίζεται ως και θα έδει, ως ουδέτερο σώμα. Ενώ, τηρουμένων των αναλογιών της αριστερής προπαγάνδας περί καλής «αριστερής βίας» και αξιόμεμπτης «δεξιάς» βίας, ούτως και η Αστυνομία, η οποία υπηρετούσε κατά την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ενδεχομένως αυτόχρημα αυθαιρετούσε ή ασκούσε ευθέως κατάχρηση εξουσίας (ιδίως κατά την περίοδο των μακεδονικών συλλαλητηρίων), ήτο δια την τότε κυβέρνηση κάτι συγγνωστό και θεμιτό, όταν όμως άλλαξε η κυβέρνηση εκκινήθηκε η έκπαλαι διαχρονική ευήθης ρητορική περί του αστυνομικού κράτους ωμής βίας μετά της συναφούς συνακόλουθης φληναφηματολογίας περί αυτού.
Η επικράτηση δύο μέτρων και δύο σταθμών εις βάρος συλλήβδην της Αστυνομίας, η οποία επί καθημερινής βάσεως δίδει τον αγώνα της, δια την προάσπιση της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, με όλα τα συνακόλουθα τρωτά της ως υπηρεσία ή τις θεσμικές της αβελτηρίες, δεν τιμά την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, η οποία ενσυνειδήτως και εσκεμμένα ανάγει την Αστυνομία ως κυματοθραύστη των πολιτικών κραδασμών ή ιδεολογικό εξιλαστήριο θύμα, προκειμένου να θεμελιώσει την ιδική της πολιτική επιχειρηματολογία ή να αποσείσει ιδικές τις κατάδηλες ευθύνες προς την καθημαγμένη ή πλανημένη κοινή γνώμη. Στη σύγχρονη εποχή όπου δεσπόζει η πολιτική ορθότητα του πολιτισμικού μαρξισμού, κατισχύει η αυθεντία του ιδεολογήματος του «δικαιωματισμού», δηλαδή, οιαδήποτε σύλληψη ή λήψη ανάλογων αστυνομικών μέτρων, κατά κάποιου αλλοδαπού, δράστη αξιόποινης πράξεως, αντιβαίνει δήθεν περί των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προπάντων υποκρύπτει, προεχόντως και κυρίως, ρατσιστικό ελατήριο.
Το αφήγημα αυτό κυριαρχεί, τουλάχιστον την τελευταία 15ετία, άνευ αντιλόγου και άνευ υπάρξεως αναλογικής εφαρμογής του αυτού επιχειρήματος, εξ αντιστρόφως, όταν δηλαδή ένας αλλοδαπός προβαίνει σε αξιόποινη πράξη προς Ελληνα (υπόθεση Μυρτούς κ.ά.). Εν τω πλαισίω του καινοφανούς αυτού αυταρχισμού, ο οποίος παραδόξως βαπτίζεται, υπό ορισμένων μηχανισμών, ως επιτρεπόμενη δημοκρατική βία, ο αστυνομικός ως θύμα δεν έχει δικαιώματα, δεν καθίσταται άνθρωπος με συναισθήματα, με οικογένεια, αλλά ένα αδιάτμητο γρανάζι του κράτους, όπου συγχωρείται, εναντίον του, οιαδήποτε αξιόποινη πράξη, διότι συνιστά έναν έμμεσο κρατικό στόχο.
*Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω