Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, στις 9 το βράδυ, ένας νεαρός 18 ετών πυροβόλησε με περίστροφο τη βασίλισσα Αμαλία σε κάποια απόσταση από τα ανάκτορα, καθώς επέστρεφε με το άλογο από τον περίπατό της χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αυτός που πυροβόλησε ονομαζόταν Αριστείδης Δόσιος, δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Δόσιου. Ο τελευταίος είχε διατελέσει γενικός γραμματέας στο υπουργείο Εσωτερικών και ανήκε σε γνωστή οικογένεια που είχε ανάμειξη στην πολιτική και ήταν εγγεγραμμένη στο επονομαζόμενο Αγγλικό Κόμμα − τότε που υπήρχαν εκείνα τα τρία κόμματα.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Φυσικά, οι παραδόσεις της οικογένειας ήταν εναντίον του Όθωνα, αλλά ο νεαρός Δόσιος με τον ευέξαπτο και βίαιο χαρακτήρα του έδωσε συνέχεια σε αυτή την αντιπολιτευτική στάση μέχρι που, χωρίς να το γνωρίζουν ο πατέρας του και τα υπόλοιπα μέλη τη οικογένειας, αποπειράθηκε να σκοτώσει. Ειπώθηκε όχι τάχα η απόπειρα κατά της βασίλισσας είχε αποφασισθεί από μία ομάδα νεαρών που σύχναζαν στο γραφείο της εφημερίδας το Μέλλον της Πατρίδος.
Όμως, πριν αναφερθούμε στο γεγονός της 6ης Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να περιγράψουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ελλάδα του 1861 καθώς η λαϊκή αντίδραση κατά της βασιλείας είχε φουντώσει για τα καλά. Πολλοί επιρρίπτουν ευθύνες στον ίδιο τον Βασιλιά, υπάρχουν όμως και ιστορικοί οι οποίοι τις επιρρίπτουν στους τραχύς βαυαρούς Αξιωματούχους που τον περιτριγύριζαν. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ασκούσαν διοίκηση χωρίς να ενημερώνουν τον Όθωνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και στη συνέχεια τη δημιουργία πυρήνων, κυρίως στρατιωτικών, με στόχο την ανατροπή του.
Στα 1861 ο Όθωνας κατηγορείτο ανοιχτά πια για παραβίαση του Συντάγματος και δεσποτισμό. Η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο στις αρχές Μαΐου, όταν οι αρχές αποκάλυψαν συνωμοσία κατά του Θρόνου και προέβησαν σε συλλήψεις ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης. Προφανώς μη έχοντας αίσθηση της πραγματικότητας, ο Όθωνας τον επόμενο μήνα αναχώρησε για ένα μακρύ ταξίδι στο Μόναχο…! Καθήκοντα αντιβασιλέα (!) εκτελούσε η βασίλισσα Αμαλία.
Βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου η Αθήνα αναστατώθηκε από την είδηση της απόπειρας δολοφονίας κατά της βασίλισσας Αμαλίας. Δράστης ο δεκαοκτάχρονος φοιτητής της Νομικής Αριστείδης Δόσιος, γόνος επιφανούς οικογένειας των Αθηνών.
Σύμφωνα με τις ανακρίσεις και τις καταθέσεις του ίδιου, η απόπειρα έγινε ως εξής: Ο νεαρός Δόσιος, αφού αποφάσισε να δολοφονήσει τη βασίλισσα, πήγαινε κάποιες μέρες στην Πεντέλη και εξασκούνταν στη σκοποβολή. Εκείνο το βράδυ βγήκε από το σπίτι του κατά τις 7.30 μ.μ. και πήρε μαζί του το περίστροφό του. Κατευθύνθηκε προς την πλατεία Όθωνος και περίμενε τη βασίλισσα να επιστρέψει από τον περίπατο της. Αυτή, βέβαια, καθυστέρησε και απελπισμένος πήγε σε ένα ζαχαροπλαστείο, όπου συνάντησε το φίλο του, Γλαράκη. Μαζί του κατευθύνθηκε προς την οδό Σταδίου, σκεφτόμενος να ξαναγυρίσει σπίτι του. Όταν, όμως, έφτασε στην αρχή της οδού Σταδίου, άκουσε πίσω του το ποδοβολητό των αλόγων της βασιλικής συνοδείας. Έκανε, λοιπόν, μερικά βήματα προς την ανηφόρα που οδηγεί στην πλατεία των ανακτόρων και, αφού στάθηκε σε ένα οικόπεδο δίπλα στην οικία Λημνίου, πυροβόλησε εναντίον της βασίλισσας, αμέσως μόλις αυτή έφτασε σε απόσταση πέντε βημάτων από αυτόν − σύμφωνα με την κατάθεση της κυρίας της αυλής, Γρίβα. Η σφαίρα δεν βρήκε το στόχο, και έτσι ο Δόσιος προσπάθησε να πυροβολήσει και δεύτερη φορά από την ταραχή όμως του ήταν αδύνατον να σηκώσει τον επικρουστήρα και τότε κατέφθασε ο αρχιιπποκόμος Μινδάνερ που βρισκόταν σε απόσταση 50 βημάτων από τη βασίλισσα. Ο Δόσιος έκρυψε γρήγορα το περίστροφο και αρχικά έκανε τον αδιάφορο. Στη συνέχεια όμως τράπηκε σε φυγή, όταν είδε ότι ο Μινδάνερ κάλεσε για βοήθεια τον υπασπιστή και κατευθυνόταν προς αυτόν. Τελικά, συνελήφθη από τους χωροφύλακες που έσπευσαν και ομολόγησε την πράξη του. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κανένα συνένοχο και δεν έδειξε να μετανιώνει καθόλου, αλλά, αντιθέτως, είπε ότι η έλλειψη εθνοφυλακής, το ζήτημα της διαδοχής και η γενική οικονομική κατάσταση έκαναν την ενέργειά του άξια συγχώρεσης, και θρησκευτικής και πολιτικής, λόγω των καλών αποτελεσμάτων που αναμένονταν από την επιτυχία της!
Ο νεαρός δράστης ρίχτηκε στα υπόγεια της Χωροφυλακής, όπου υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια για να αποκαλύψει τους συνεργούς του. Το μαρτύριο της αϋπνίας και τα κτυπήματα στο κεφάλι δεν τον λύγισαν. Εκείνη την περίοδο είχε ανοίξει βεντέτα μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας, λόγω των προηγηθέντων «Σκιαδικών». Οι αττικάρχες Βρατσάνος και Δημητριάδης έλεγαν, μεταξύ άλλων, στους συλλαμβανόμενους φοιτητές: «Τας βδελυράς κατά της βασιλίσσης συκοφαντίας, τας αναξίας όλως εις ακαδημαϊκούς πολίτας και μόλις αρμοζούσας εις τους εσχάτους μαχαιροβγάλτας διαβόητους τραμπούκους του Ψειρίου, οίτινες έχουσι τουλάχιστον αίσθημα φιλοπατρίας επάνω των, γινώσκομεν».
Μαρτυρίες που δόθηκαν στη Χωροφυλακή ανέφεραν ότι η δολοφονική απόπειρα κατά της Αμαλίας δεν ήταν έργο μόνο ενός ανδρός, αλλά εξυφάνθηκε στα γραφεία εφημερίδας «Το Μέλλον της Πατρίδας», που ήταν το κέντρο της αντιοθωνικής αντιπολίτευσης, με συνεργάτες τους αδελφούς Δεληγεώργη, τον Οδυσσέα Ιάλεμο και τον Αντώνιο Βαλέττα. Ειπώθηκε όχι τάχα η απόπειρα κατά της βασίλισσας είχε αποφασισθεί από μία ομάδα νεαρών που σύχναζαν στο γραφείο της εφημερίδας το Μέλλον της Πατρίδος. Επίσης, ότι οι νέοι αυτοί έβαλαν κλήρο για το ποιος θα πυροβολούσε, και ότι, επειδή εκείνος που κληρώθηκε δείλιασε, ανέλαβε ο Δόσιος να το κάνει. Ωστόσο, αυτή η φήμη δεν είναι επιβεβαιωμένη ούτε ο Δόσιος κατέθεσε κάτι τέτοιο. Το μόνο που είπε ήταν ότι ο ίδιος με προσωπική του πρωτοβουλία προχώρησε στην ενέργεια κατά της βασίλισσας, προκειμένου να απαλλάξει την πατρίδα του από την τυραννία και να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη.
Περίπου τα ίδια δήλωσε και στη δίκη που έγινε ύστερα από λίγο, ενώ οι δικηγόροι του Π. Παπαρρηγόπουλος και Μπαλάνος απαίτησαν την αθώωσή του, επειδή τάχα έπασχε από μονομανία. Ωστόσο, ο εισαγγελέας Εφετών Κ. Π. Αλεξανδρόπουλος σε μία αγόρευση με πλήρη επιχειρηματολογία αναίρεσε τα επιχειρήματα της υπεράσπισης και ζήτησε με επιμονή την πλήρη καταδίκη του λέγοντας:
«Ακόμα και η προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, δηλαδή η σωματική του κατάσταση, ο χαρακτήρας του, η εξάσκηση στη σκοποβολή στην Πεντέλη λίγες μέρες πριν την απόπειρα, η συνεννοημένη απολογία του, ο τρόπος με τον οποίο εκτέλεσε το έγκλημα, η ταραχή της σκέψης του, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να πυροβολήσει δεύτερη φορά, το όπλο που έκρυψε, το ότι προσποιήθηκε τον απλό περαστικό, το ότι μετά τράπηκε σε φυγή, ο φόβος του όταν συνελήφθη, ο τελικός σκοπός για την επιτυχία του οποίου έκανε την ενέργεια, η προσπάθειά του να δραπετεύσει, η επίγνωση του αξιόποινου της πράξης του, καθώς και του νόμου που την τιμωρούσε, η υπεράσπισή του στο ακροατήριο, η άρνηση ενός μέρους της επιστολής προς τον πατέρα του, όλα τέλος πάντων που έγιναν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την απόπειρα αποδεικνύουν έναν άνθρωπο που έχει τα λογικά του. Εάν ύστερα από όλα αυτά, κι αφού επιβεβαιώθηκε με τόσο προφανή τρόπο ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας επίγνωση και πλήρη συνείδηση για τη στυγνή πράξη του, την εκτέλεσε, εάν, αφού και εσείς, και όλοι εμείς έχουμε σίγουρα πεισθεί για την εχεφροσύνη του, αλλά θα τον κηρύξετε παράφρονα για λόγους που είναι πέρα από τα καθήκοντά σας, να είστε σίγουροι, κύριοι ένορκοι, ότι αυτή η ετυμηγορία σας θα οπλίσει τα χέρια των δολοφόνων για να καταστρέψουν την ίδια μας την πατρίδα»
Ο νεαρός Δόσιος δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του, όμως, δεν εκτελέστηκε, έπειτα από προσωπική επέμβαση της Αμαλίας. Του απονεμήθηκε χάρη και η θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Η δολοφονική απόπειρα κατά της βασίλισσας σίγασε προς στιγμήν το αντιδυναστικό μένος του λαού. Ακολούθησαν δοξολογίες και έρανοι για την ανέγερση του ναού του Αγίου Σώζοντος (ο σημερινός Άγιος Σώστης στη λεωφόρο Συγγρού). Η κατάσταση ηλεκτρίστηκε και πάλι, όταν αποκαλύφθηκε συνωμοσία αξιωματικών του στρατού για την απόδραση του Δόσιου από τις φυλακές. Ο νεαρός φοιτητής περνούσε δύσκολες ώρες, καθώς τα βασανιστήρια συνεχίζονταν για την αποκάλυψη των πιθανών συνενόχων του.
Η λύτρωση για τον Αριστείδη Δόσιο ήλθε μετά την έξωση του Όθωνα (1862), όταν του χορηγήθηκε αμνηστία και απολύθηκε από τη φυλακή. Μετέβη στο Μόναχο και στην Ιταλία, όπου περάτωσε τις σπουδές του και στη συνέχεια επιδόθηκε σε μελέτες οικονομολογικού περιεχομένου, ενώ διετέλεσε διευθυντής της ναυτιλιακής τράπεζας «Ο Αρχάγγελος». Πέθανε το 1881 σε ηλικία μόλις 37 ετών, εξαιτίας των βασανιστηρίων που υπέστη στη φυλακή και αφού προηγουμένως πέρασε ένα διάστημα σε φρενοκομείο.