Νέο κύμα διαδηλώσεων πυροδοτήθηκε στις ΗΠΑ από την στιγμή που αφέθηκε ελεύθερος ο νεαρός που σκότωσε δυο ανθρώπους πέρυσι.
Οι ένορκοι έκριναν ότι ο Κάιλ Ρίτενχαους βρισκόταν σε άμυνα όταν σκότωσε με αυτόματο όπλο τον 36χρονο Τζόζεφ Ρόζενμπαουμ και τον 26χρονο Άντονι Χούμπερ και τραυμάτισε άλλον έναν διαδηλωτή στην πόλη Κενόσα και μετά από τέσσερις ημέρες διαβουλεύσεων, τον έκριναν αθώο και για τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε: δύο κατηγορίες για ανθρωποκτονία, μία για απόπειρα ανθρωποκτονίας και δύο για απερίσκεπτη διακύβευση της ασφάλειας.
Η τραγωδία σημειώθηκε την ώρα οι ΗΠΑ συγκλονίζονταν από διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ από έναν λευκό αστυνομικό στη Μινεάπολις τον Μάιο του 2020.
Ο νεαρός που ήταν 17 ετών είχε πάει οπλισμένος στην πόλη Κενόσα από άλλη πολιτεία ως αυτόκλητος υπερασπιστής των περιουσιών λευκών που, όπως έλεγε, κινδύνευαν από τις αντιρατσιστικές διαδηλώσεις. Όταν κινήθηκαν εναντίον του διαδηλωτές, ο Ρίτενχαους άνοιξε πυρ και κατέφυγε πίσω από τις γραμμές της αστυνομίας.
«Έκανα ότι έπρεπε να κάνω για να σταματήσω το πρόσωπο που μου επιτέθηκε» κατέθεσε στη δίκη ο Ρίτενχαουζ, που έβαλε τα κλάματα όταν ανακοινώθηκε η απόφαση των ενόρκων.
Ο 18χρονος κατέθεσε ότι πυροβόλησε τον Χιούμπερ αφού εκείνος τον χτύπησε με ένα σκέιτμπορντ και τράβηξε το όπλο του. Πυροβόλησε τον Γκρόσκριτς αφού εκείνος έστρεψε το πιστόλι του εναντίον του – κάτι που παραδέχτηκε και ο ίδιος στσην κατάθεσή του. Είπε επίσης ότι πυροβόλησε τον Ρόζενμπαουμ αφού ο άνδρας τον κυνήγησε και άρπαξε το όπλο του.
Ο κατηγορούμενος ήταν «ένας τουρίστας του χάους» που «αναζητούσε τη συγκίνηση» και ο οποίος «εσκεμμένα και έχοντας πλήρη επίγνωση βρέθηκε σε μια επικίνδυνη κατάσταση», δήλωσε τη Δευτέρα, ο εισαγγελέας Τόμας Μπίνγκερ.