Την ώρα που στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ξορκίζει τις αυξήσεις των μισθών, οι εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο την ξεπερνούν.
Η αντίληψη ότι η συμπίεση του μισθολογικού κόστους οδηγεί σε αύξηση των θέσεων εργασίας και σε ανάπτυξη της οικονομίας θεωρείται πια ξεπερασμένη, καθώς αποδείχθηκε στην πράξη ότι φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.
Παρ’ όλα αυτά, στην εγχώρια δημόσια σφαίρα κυριαρχεί ακόμα η άποψη που επιβλήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα χρόνια των Μνημονίων, ακόμη και αν το ίδιο το ΔΝΤ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι αυτό ήταν ένα λάθος που προκαλέσε μεγαλύτερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι θα έλυνε.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της στροφής που επιτελείται είναι η απονομή του φετινού Νόμπελ Οικονομίας στον Καναδό Ντέιβιντ Καρντ του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, ο οποίος απέδειξε, με βάση εμπειρικές μελέτες, ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επιφέρει απαραίτητα μείωση του αριθμού των θέσεων εργασίας».
Τι προωθείται στις Βρυξέλλες
Αρχής γενομένης από το 2017 η Ευρωπαϊκή Ενωση άρχισε να συζητά, δειλά στην αρχή, την ανάγκη θέσπισης ενιαίων κανόνων σε ό,τι αφορά το επίπεδο των μισθών. Για ευνόητους λόγους, η κουβέντα δεν αφορά έναν κοινό ύψος μισθού (π.χ., στο Λουξεμβούργο ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σε 2.202 ευρώ και στη Βουλγαρία σε 332 ευρώ), αλλά έναν κοινό δείκτη, που θα προσαρμόζεται στα οικονομικά μεγέθη της κάθε χώρας.
Την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου εγκρίθηκαν, με ψήφους 37 υπέρ, 10 κατά και 7 αποχές, από την Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η έκθεση και οι τροπολογίες που συνιστούν την πρόταση για το σχέδιο οδηγίας αναφορικά με τη δημιουργία ενός μηχανισμού επαρκούς κατώτατου ευρωπαϊκού μισθού στις χώρες της Ε.Ε. και εκτιμάται ότι η πρόταση θα συζητηθεί στην Ολομέλεια που θα διεξαχθεί στα μέσα Δεκεμβρίου.
Το σχέδιο ορίζει ότι το κατώτερο όριο για τον ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι τουλάχιστον το 60% του ακαθάριστου μέσου μισθού της Ευρώπης και το 50% του μέσου μισθού. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί στα 809 ευρώ μεικτά.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πρόταση υιοθετήθηκε και ψηφίστηκε και από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο ανήκει και η Νέα Δημοκρατία, που την ίδια στιγμή κυβερνά στην Ελλάδα σε εντελώς άλλη κατεύθυνση.
Η αύξηση 2%
Η κυβέρνηση, με πρόσχημα την πανδημία, κράτησε καθηλωμένο τον κατώτατο για μία διετία, και αυτό παρά το γεγονός ότι στα υπόλοιπα κράτη-μέλη που ίσχυσαν τα ίδια περίπου περιοριστικά μέτρα οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε διαδοχικές αυξήσεις και το 2020 και το 2021.
Τελικώς, το καλοκαίρι ο πρωθυπουργός αποφάσισε να δώσει μια πενιχρή έως εξοργιστική αύξηση, μόλις κατά 2%. Επομένως, ο κατώτατος μισθός, που σήμερα ανέρχεται σε 650 ευρώ μεικτά, από την 1η Ιανουαρίου του 2022 θα φτάσει τα 663 ευρώ μεικτά.
Υπόσχεται νέα αύξηση η κυβέρνηση
Η κυβέρνηση ξεπέρασε, με τη βοήθεια των φίλιων μέσων ενημέρωσης, τον σκόπελο των αντιδράσεων το πρώτο διάστημα, όμως έκτοτε η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με ένα τσουνάμι ακρίβειας. Με τις τιμές της ενέργειας (ρεύμα, φυσικό αέριο) και των βασικών αγαθών να αυξάνονται μέρα με τη μέρα, το τελευταίο διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο αναγκάστηκαν να υπαναχωρήσουν και ανακοινώθηκε ότι θα ακολουθήσει και δεύτερη αύξηση μέσα στο 2022.
Ο υπουργός Εργασίας εξήγγειλε ότι εντός του Ιανουαρίου θα αρχίσει η τετράμηνη διαδικασία διαβούλευσης και κάνει λόγο για «μέρισμα ανάπτυξης» στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, ενώ ήδη διαρρέονται πληροφορίες για διαμόρφωση του κατώτατου μισθού το καλοκαίρι κοντά στα 700 ευρώ μεικτά.
Στην 5η θέση από το τέλος η Ελλάδα
Σύμφωνα με τη μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα η ΓΣΕΕ την περασμένη άνοιξη, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την Ε.Ε., πάνω μόνο από την Ουγγαρία, τη Λετονία, την Εσθονία και τη Βουλγαρία. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η ΓΣΕΕ είχε προτείνει την αύξηση αρχικά στα 751 ευρώ (δηλαδή να επανέλθει στα επίπεδα του 2012) και ακολούθως στα 809 ευρώ, ό,τι ακριβώς προτείνει τώρα η Ε.Ε. Μετά την άρνηση της κυβέρνησης και το κύμα ακρίβειας, η ΓΣΕΕ επανήλθε στις αρχές Νοεμβρίου για να ζητήσει:
- Να δοθεί άμεσα η αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2021, με αναδρομική ισχύ από την 1/9/2021.
- Να αρχίσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022, ώστε η μεταβολή του να ισχύσει από την 1/1/2022.
- Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού να περάσει και στους ονομαστικούς μισθούς των ήδη συμφωνημένων κλαδικών συμβάσεων.