Χειμαρρώδης για μια ακόμη φορά, η Ζωή Κωνσταντοπούλου μίλησε για όλους και για όλα, θίγοντας, μεταξύ άλλων, τα φλέγοντα ζητήματα της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού των ανεμβολίαστων, της ακρίβειας και των μέτρων προστασίας των πολιτών, καθώς και για το ενδεχόμενο lockdown, το οποίο θεωρεί πως πρέπει γίνει.
Ειδικότερα, μιλώντας στον Real FM, αναφορικά με την εκ νέου εφαρμογή ή όχι του μέτρου απαγόρευσης της κυκλοφορίας στη χώρα, η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας τόνισε: «Το έχω πει από πολύ καιρό: Είναι δεδομένο ότι, με αυτή την κατάσταση, το lockdown θα έπρεπε να έχει αποφασιστεί πολύ νωρίτερα. Είναι λάθος να περιμένει η Κυβέρνηση να φθάσουν τα πράγματα στο μη παρέκει, γιατί θέτει σε διακύβευση την επιβίωση και τη ζωή των πολιτών. Είναι λάθος να παραμένουμε ουραγοί, να δούμε τί θα κάνει η Αυστρία ή τί θα πει η Γερμανία».
Η ίδια κάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σταματήσει να αντιμεταθέτει τις ευθύνες στην κοινωνία, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη να ενισχυθεί αποφασιστικά η Δημοκρατία, η Δικαιοσύνη και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, αλλά και να θωρακισθεί οικονομικά η κοινωνία σε ένα επικείμενο «κλείσιμο» και επεσήμανε: «Η ρητορική του “δεν θα ξανακλείσουμε”, απλώς θέλει να κρύψει το γεγονός ότι οι Κυβερνήσεις δεν θέλουν να πληρώσουν για τη στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας».
Ερωτηθείσα για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο πεδίο της πανδημίας, η κα Κωνσταντοπούλου έκανε λόγο για πολύ σοβαρή ευθύνη της κυβέρνησης: «Βρισκόμαστε σε ένα πάρα πολύ κακό σημείο. Υπάρχει πολύ σοβαρή ευθύνη της κυβέρνησης για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και αυτή τη στιγμή είναι απολύτως επιβεβλημένο, όχι να παίζουμε με τις λέξεις, όχι να γίνεται μια προσπάθεια αντιμετάθεσης της ευθύνης, αλλά να ληφθούν αποφάσεις ώστε να προστατευτεί η κοινωνία. Δυστυχώς, ενώ υπήρχαν τα δεδομένα να αναμορφωθεί πλήρως και να ενισχυθεί το ΕΣΥ εγκαίρως, έχουμε διανύσει περισσότερο από ενάμιση χρόνο μέσα στην πανδημία, και υπήρχαν και υπάρχουν τα δεδομένα που λένε ότι πρέπει, με πάρα πολύ αποφασιστικούς τρόπους, και με οικονομική ενίσχυση και με προσλήψεις και με δημιουργία Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, έπρεπε να ενισχυθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας, αυτό δεν έγινε, με μία αντίληψη ότι “κάπως θα τα κουτσοφέρουμε”. Αυτό δεν είναι υπεύθυνη πολιτική, γιατί γίνεται στην πλάτη της κοινωνίας και φθάνουμε, βεβαίως, στο σημείο που έχουμε φθάσει σήμερα να θρηνούμε πάνω από 100 νεκρούς τη μέρα και να μη γνωρίζουμε πού θα κορυφωθεί αυτή η κατάσταση».
Στην ερώτηση αν θα έπρεπε να γίνει lockdown, όπως στην Αυστρία ή στη Γερμανία, η Ζωή Κωνσταντοπούλου απάντησε χωρίς περιστροφές: «Το έχω πει από πολύ καιρό: Είναι δεδομένο ότι, με αυτή την κατάσταση, το lockdown θα έπρεπε να έχει αποφασιστεί πολύ νωρίτερα. Είναι λάθος να περιμένει η κυβέρνηση να φθάσουν τα πράγματα στο μη παρέκει, γιατί θέτει σε διακύβευση την επιβίωση και τη ζωή των πολιτών. Είναι λάθος να παραμένουμε ουραγοί, να δούμε τί θα κάνει η Αυστρία ή τί θα πει η Γερμανία. Είναι λάθος επίσης να υιοθετούμε μία αντίληψη σαν αυτή που εξέφρασε ο Γερμανός Υπουργός Υγείας, μία αντίληψη πολύ κυνική και ανατριχιαστική ότι “μέχρι το τέλος του χειμώνα όλοι θα είναι είτε εμβολιασμένοι, είτε νοσήσαντες, είτε νεκροί”. Αλίμονο αν οι υπεύθυνοι πολιτικοί αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως αναλώσιμη και τζογάρουν πάνω στις ανθρώπινες ζωές. Η κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να σταματήσουν να προσπαθούν να εξοικονομήσουν εις βάρος της κοινωνίας και θα πρέπει να συναποφασίσουν, και, αν δεν μπορούν να συναποφασίσουν θα το αποφασίσει φυσικά η κάθε κυβέρνηση για τον λαό της, πώς θα περισώσουν το κοινωνικό σύνολο και την κοινωνική συνοχή και πώς θα ενισχύσουν την κοινωνία, γιατί χωρίς κοινωνία δεν υπάρχει οικονομία».
«Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας σε σχέση με το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή όλη η ρητορική που λέει “δεν θα ξανακλείσουμε” είναι ρητορική η οποία απλώς θέλει να κρύψει το γεγονός ότι, και η Ελληνική Κυβέρνηση και συνολικά σε παγκόσμιο επίπεδο οι Κυβερνήσεις, απλώς δεν θέλουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, σε σχέση με μία πάνδημη κοινωνική ανάγκη, που είναι αυτή της ενίσχυσης της κοινωνίας, των εργαζομένων και των επιχειρηματιών, προκειμένου φυσικά το “κλείσιμο” να μην οδηγήσει σε κατάρρευση και αδιέξοδο», υπογράμμισε.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου αναφέρθηκε και στις θέσεις και τις προτάσεις της Πλεύσης Ελευθερίας, στο πεδίο της ακρίβειας και των ανατιμήσεων: «Είναι πολύ σωστό να μιλάμε και με προτάσεις και όχι μόνον με κριτική και να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι και θετικοί. Η άποψή μου είναι ότι διανύουμε μία περίοδο η οποία απαιτεί πολύ διαφορετικές πολιτικές. Η ανθρωπότητα διανύει μία περίοδο η οποία έχει θέσει εκποδών τα δόγματα και τα δεδομένα και έχει αναδείξει μία άλλη ιεράρχηση των αξιών. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, θα έπρεπε να έχουμε εντελώς διαφορετική προσέγγιση του Προϋπολογισμού του Κράτους. Όχι μία προσέγγιση η οποία ποντάρει σε παραμέτρους που είναι αστάθμητες, όπως το πώς θα πάει η Πανδημία, αλλά μία προσέγγιση η οποία ποντάρει, σε αυτήν την περίοδο, στην διάσωση του κοινωνικού συνόλου. Άρα μία πάρα πολύ αποφασιστικά ενισχυτική για τους πολίτες οικονομική πολιτική, η οποία λέει ότι, σε αυτή την περίοδο, που όλα είναι ρευστά, που όλα είναι σε διακύβευση και που το υπέρτατο είναι η ανθρώπινη ζωή, ενισχύουμε αποφασιστικά και με αναμορφώσεις στον Προϋπολογισμό τις οικογένειες, τα νοικοκυριά ούτως ώστε να υπάρχει ελάχιστη εγγυημένη ενίσχυση για τη διαβίωση και να μην υπάρχουν τα φαινόμενα που βιώνουμε και που βιώνουν οι πολίτες σε καθημερινό επίπεδο, να μην μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς».
Με τρόπο ανισομερή η διαμόρφωση του Προϋπολογισμού
Αναφερόμενη στα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από τον Πρωθυπουργό στη Βουλή, δήλωσε: «Η διαμόρφωση του Προϋπολογισμού γίνεται με έναν τρόπο ανισομερή, που τελικά αφήνει την κοινωνία στη γωνία. Τα μέτρα τα οποία εξαγγέλθηκαν είναι ανεπαρκή. Είναι σωστή η διαπίστωση ότι χρειάζονται ενίσχυση οι πολίτες, είναι όμως ανεπαρκής η ενίσχυση η οποία έχει εξαγγελθεί. Εμείς έχουμε ξεκινήσει μια διαδικασία ελέγχου προς την Κυβέρνηση, με την πρωτοβουλία του Εξωκοινοβουλευτικού Ελέγχου, τον οποίο ασκούμε για να κάνουμε την Αντιπολίτευση η οποία δεν γίνεται στη Βουλή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ελέγχου κάναμε συγκεκριμένες ερωτήσεις που έχουν σημασία και για το ζήτημα της ακρίβειας και το ζήτημα της προστασίας των πολιτών».
Στην ερώτηση για τις επερχόμενες εκλογές και το ενδεχόμενο μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης» με συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ, η Επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας απάντησε ευθέως: «Θεωρώ ξεκάθαρα ότι κανένα από τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει, όποια και αν είναι η μετονομασία του ή το καπέλο που θα φορέσει, δεν μπορεί να προσφέρει και να προτείνει αποτελεσματικές λύσεις και να διοικήσει με τρόπο επωφελή αυτόν τον τόπο. Ο Ελληνικός λαός έχει αδικηθεί πάρα πολύ από τις κυβερνήσεις του. Έχει κάνει λάθη, φυσικά, και λάθος επιλογές, δυστυχώς. Αλλά έχει αδικηθεί τρομερά και το ζητούμενο είναι στις επόμενες εκλογές να μην ψηφίσει μία από τα ίδια. Να μη ψηφίσει πάλι κάτι που θα μετανιώσει αλλά να δώσει μια ψήφο που δεν θα τη μετανιώσει, όπως είναι η ψήφος στην Πλεύση Ελευθερίας. Γιατί, τουλάχιστον ένα πράγμα που χαίρομαι και εισπράττω καθημερινά είναι ότι κανείς δεν μου είπε ποτέ “μετάνιωσα που σε ψήφισα”. Πολλοί μου είπαν “μετάνιωσα που δεν σε ψήφισα”, “μετάνιωσα που δεν σας ψήφισα”, αλλά δεν μου είπε κανείς “μετάνιωσα που σε ψήφισα”».
Αναφορικά με τις διαφορές της Πλεύσης Ελευθερίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και, στην ερώτηση τι θα έλεγε σε έναν πολίτη που θα τη ρωτούσε «γιατί να ψηφίσει Πλεύση Ελευθερίας», η Ζωή Κωνσταντοπούλου απάντησε, αναφερόμενη τόσο στη σημασία της συνέπειας λόγων και έργων, όσο και στις κεντρικές κατευθύνσεις της πολιτικής και των αρχών της Πλεύσης Ελευθερίας, ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει, με παραδείγματα τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, την ΔΕΗ και την πολιτική για το Χρέος, ότι ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία δεν διαφέρουν σε βασικές, αντικοινωνικές πρωτοβουλίες: «Στο ερώτημα γιατί να ψηφίσεις Πλεύση Ελευθερίας, η απάντηση είναι: Για να γίνουν αυτά τα οποία σου υποσχέθηκε το κόμμα που θα ψηφίσεις και όχι να γίνουν τα αντίθετα. Για να υπάρχει συνέπεια λόγων και έργων. Και προκειμένου να υπάρχει μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση, η οποία κατευθύνεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις: στην ενίσχυση της Δημοκρατίας, στην ενίσχυση της Δικαιοσύνης, η οποία βρίσκεται εντελώς στον αέρα και είναι ένας παράγοντας τεράστιου αδιεξόδου για τους πολίτες. Για να προστατευτούν οι πολίτες στα θεμελιώδη δικαιώματά τους».
»Με ρωτήσατε προηγουμένως για την ακρίβεια και για τα μέτρα: δεν θα έπρεπε να είναι ένα πρώτο μέτρο για την προστασία των πολιτών από την ακρίβεια και από τη αδυναμία αποπληρωμής, η πλήρης κατάργηση της διαδικασίας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και αυτής της φοβερής δυνατότητας να σου πάρουν το σπίτι με το πάτημα ενός κουμπιού; Θυμίζω ότι είναι μια διαδικασία που την έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, και είναι μία διαδικασία την οποία συνεχίζει ο κύριος Μητσοτάκης. Δεν μπορεί αυτοί οι δύο να προφασίζονται ότι αγωνιούν για τον πολίτη, αλλά την ίδια ώρα να του παίρνουν το σπίτι.
Τη ΔΕΗ την ξεπούλησαν εξίσου ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ
»Δεν θα έπρεπε να είναι μία διαδικασία προστασίας της κοινωνικής ευημερίας η θωράκιση των στρατηγικών εθνικών επιχειρήσεων; Τους βλέπουμε να διαξιφίζονται και να ξιφουλκούν για την ΔΕΗ. Μα, τη ΔΕΗ την ξεπούλησε και ο ένας και ο άλλος. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Και το χειρότερο είναι ότι δεν λένε στον κόσμο πώς θα προστατεύσουν την κοινωνία από την εκτίναξη των τιμών του ρεύματος, όταν έχουν εκχωρήσει τον έλεγχο της ΔΕΗ. Αλλά δεν λένε και κάτι άλλο που το ρωτήσαμε στον κύριο Πρωθυπουργό και δεν έχει απαντήσει. Πώς προφασίζεται ότι αυτή είναι μία επωφελής πράξη οικονομικά; Για να δούμε την αξιοπιστία του καθενός. Είναι μία πράξη η οποία απέδωσε στο Ελληνικό Δημόσιο 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ και χάσαμε τον έλεγχο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
»Ξέρετε πόσα πληρώνουμε για τόκους αποπληρωμής του χρέους ετησίως; 5,5 με 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή δώσαμε ένα πολύτιμο δημόσιο εργαλείο και μια δημόσια επιχείρηση στρατηγικής σημασίας και μάλιστα σε περίοδο εντάσεων σε σχέση και με τις σχέσεις μας με τη γείτονα, και πήραμε λιγότερο από το 1/3 των τόκων του χρέους που έχουν δεχθεί να αποπληρώνουν ο κύριος Μητσοτάκης και ο κύριος Τσίπρας», κατέληξε η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας.