Ο τρόπος που αισθάνεται κάποιος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Είναι, όμως, πιθανό να έχει κακή διάθεση ή νεύρα χωρίς προφανή λόγο. Υπεύθυνες μπορεί να είναι οι ορμόνες και τα… σκαμπανεβάσματά τους.
Πρόκειται για ουσίες που παράγονται σε έναν ενδοκρινή αδένα, όπως ο θυρεοειδής, το πάγκρεας, οι ωοθήκες, οι όρχεις κ.ά., και οι οποίες στη συνέχεια εκκρίνονται και μεταφέρονται μέσω του αίματος στο όργανο-στόχο. «Οι ορμονικές διαταραχές οφείλονται σε υπέρ ή υποπαραγωγή των ορμονών ή σε ανικανότητα του οργάνου-στόχου να ανταποκριθεί σε αυτές. H υπέρ ή αντίστοιχα η υποπαραγωγή κάποιων από τις ορμόνες (οιστρογόνα, ανδρογόνα, θυρεοειδικές ορμόνες, κορτιζόλη κ.ά.) μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση και να προκαλέσει εμφανή συμπτώματα, άλλοτε έντονα και άλλοτε όχι, όπως εφιδρώσεις, εξάψεις, δυσκολία στον ύπνο, αδικαιολόγητη κούραση, κακή διάθεση, νεύρα και ένταση» εξηγεί η Βασιλική Τριάντη, ενδοκρινολόγος – διαβητολόγος. Συχνά πρόκειται για μια φυσιολογική διακύμανση και άλλες φορές για καταστάσεις που χρήζουν ιατρικής αντιμετώπισης.
Πώς μας επηρεάζουν
H κορτιζόλη είναι η ορμόνη του στρες και αυξάνεται όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες στρες. «Τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης προκαλούν δυσφορία ή δυσθυμία, και ιδιαίτερη πείνα, αφού η κορτιζόλη σχετίζεται με κέντρα του εγκεφάλου που επηρεάζουν τη διάθεση και την όρεξη. Γι’ αυτό προσπαθήστε να βελτιώσετε το στρεσογόνο περιβάλλον, να διαχειριστείτε τον χρόνο σας σωστά ώστε να ελέγχετε το άγχος και εντάξτε τη σωματική άσκηση στη ζωή σας για να μειώσετε τα επίπεδα της κορτιζόλης» επισημαίνει η κυρία Τριάντη.
Οι διαταραχές των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να επηρεάσουν τη διάθεση. Εάν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, μπορεί να οδηγήσει σε πεσμένη διάθεση, ενώ εάν υπερπαράγει τις ορμόνες Τ3 και Τ4, τότε μπορεί να προκαλέσει ανεξήγητο εκνευρισμό και ένταση. Οι διαταραχές του θυρεοειδούς ταλαιπωρούν περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες και εμφανίζονται συχνά σε νεαρή ηλικία.
Την ψυχική διάθεση μπορεί να επηρεάσουν και οι λεγόμενες ορμόνες του φύλου, που επηρεάζουν την ανάπτυξη και τη λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων, ελέγχουν τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου (π.χ., το στήθος στις γυναίκες και τη βαθιά φωνή στους άνδρες), τη σεξουαλική συμπεριφορά, κατευθύνουν την περίοδο, την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό. «Στις γυναίκες, οι βασικές ορμόνες του φύλου είναι τα οιστρογόνα (παράγονται από τις ωοθήκες) και στους άνδρες, η τεστοστερόνη (παράγεται από τους όρχεις). Οι ορμόνες του φύλου στις γυναίκες παρουσιάζουν φυσιολογικές διακυμάνσεις στη διάρκεια του κύκλου και της εγκυμοσύνης και κάθετη πτώση κατά την εμμηνόπαυση. H παρουσία των οιστρογόνων σε ικανοποιητικά επίπεδα βοηθάει στη διατήρηση καλής διάθεσης και ευεξίας, ενώ το χαμηλό επίπεδο οιστρογόνων (π.χ., λόγω προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου, εμμηνόπαυσης, λοχείας) προκαλεί δυσθυμία, εκνευρισμό και κακή διάθεση» αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Τριάντη.
Στις γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία οι ορμόνες έχουν μεγάλες διακυμάνσεις, ανάλογα με τη φάση του κύκλου, γιατί τα οιστρογόνα αυξάνονται στην ωορρηξία (στο μέσο του κύκλου περίπου), στη συνέχεια, εφόσον δεν υπάρξει γονιμοποίηση, αρχίζουν να μειώνονται και όσο πλησιάζει η προεμμηνορρυσιακή φάση, μαζί με τα επίπεδα των οιστρογόνων που πέφτουν πέφτει και η διάθεση.