Η αμερικανική βάση στην Αλεξανδρούπολη και η ανά πάσα στιγμή ενεργοποίησή της για τη μεταφορά αμερικανικών δυνάμεων προς την Ουκρανία (αν χρειαστεί) αποτελεί ένα μεγάλο πρόσθετο αγκάθι στις φθίνουσες ελληνορωσικές σχέσεις, που δύσκολα θα αφαιρεθεί.
- Ρεπορτάζ: Κύρα Αδάμ
Σύμφωνα με ασφαλέστατες διπλωματικές πηγές, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν άρχισε τη συνομιλία του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη με το θέμα της αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη και τη χρήση των πέριξ στρατοπέδων, εκφράζοντας την έντονη δυσφορία του, λέγοντας επί λέξει ότι η αμερικανική βάση της Αλεξανδρούπολης «αποτελεί ευθεία απειλή εναντίον της Ρωσίας».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο κ. Πούτιν παρατήρησε ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία (και οι δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.) απομάκρυναν από τα εδάφη τους τις αμερικανικές βάσεις, διότι δεν θέλουν την εμπλοκή των χωρών τους μεταξύ των αντιπάλων ΗΠΑ – Ρωσίας, υποβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ευθέως το ερώτημα στον Έλληνα πρωθυπουργό για τις πρόσφατες δεσμεύσεις του απέναντι στην Ουάσινγκτον και στο ΝΑΤΟ, οι οποίες έμειναν αναπάντητες από ελληνικής πλευράς.
Θέση «εγκράτειας»
Ο Ρώσος πρόεδρος, με το γνωστό στεγνό, ελλειπτικό αλλά σταθερό ύφος του (χωρίς να κατονομάσει την Αλεξανδρούπολη) κατά τη συνέντευξη Τύπου, κατέστησε πολλαπλά σαφές στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι αναμένει από την Ελλάδα να υιοθετήσει «μια θέση εγκράτειας», που θα επιτρέψει στη Μόσχα να αξιοποιήσει «την υποστήριξη της Ελλάδας, έτσι ώστε να παίξει έναν θετικό ρόλο στις σχέσεις μας με τα δύο μπλοκ» (Ευρωπαϊκή Ενωση – ΝΑΤΟ).
Η Μόσχα γνωρίζει ότι η λειτουργία της αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη αποτελεί ευθεία απειλή σε βάρος της, διότι η μεταφορά αμερικανικών δυνάμεων από την Αλεξανδρούπολη προς την Ουκρανία έχει συντομευτεί δραματικά (περίπου στις 16 ώρες) απ’ ό,τι η μεταφορά αμερικανικών δυνάμεων π.χ. από την αμερικανική βάση του Ραμστάιν (περίπου πέντε ημέρες).
Επιπροσθέτως, η άρνηση της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας να διατηρήσουν τις αμερικανικές βάσεις στο έδαφός τους έχει καταστήσει «μονόδρομο» για τις αμερικανικές δυνάμεις τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής βάσης στην Αλεξανδρούπολη, σε περίπτωση σύγκρουσης ή, το λιγότερο, για επίδειξη δύναμης από την πλευρά της Ουάσινγκτον.
Στριμωγμένος ο Μητσοτάκης
Ο κ. Μητσοτάκης, στριμωγμένος στο καναβάτσο, δεν μπορούσε παρά να υποστηρίξει στη συνέντευξη Τύπου ότι «η Ελλάδα δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις» (της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ), αν και τάχθηκε τυπικώς υπέρ της άμεσης αποκλιμάκωσης της έντασης ΗΠΑ – Ρωσίας. Ομολογώντας δι’ αυτού του τρόπου ότι ο ίδιος δεν μπορεί και δεν προτίθεται να κάνει τίποτα, αφού είναι απολύτως δεσμευμένος απέναντι στις ΗΠΑ των Μπάιντεν και Μπλίνκεν.
Φροντιστήριο Μπλίνκεν
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, μάλιστα, ότι ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν τηλεφώνησε ο ίδιος στον κ. Μητσοτάκη την παραμονή της μετάβασης του πρωθυπουργού στο Σότσι, ώστε να «προετοιμάσει» τον κ. Μητσοτάκη για όσα θα αντιμετώπιζε στη συνάντηση με τον Πούτιν και ενδεχομένως για όσα δεν θα μπορούσε να απαντήσει.
Σύμφωνα με τις ίδιες διπλωματικές πηγές, ο κ. Πούτιν, σε έκφραση της απόλυτης δυσφορίας του για την ελληνική θέση, έφτασε στο σημείο να παρατηρήσει στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «αυτή δεν είναι εθνική εξωτερική πολιτική που ακολουθείτε. Είναι πολιτική κατευθυνόμενη από τους Αμερικανούς…».
Εξέφρασε μάλιστα την απόλυτη αντίθεση και τη δυσφορία του με όσα είχε δηλώσει ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας κατά την επίσκεψή του στην Ουκρανία πριν από λίγους μήνες:
«Εμείς, επίσης, στηρίζουμε την επιλογή της Ουκρανίας για ενίσχυση των δεσμών με το ΝΑΤΟ. Και συμμετέχουμε ενεργά στα μέτρα διασφάλισης για την Ουκρανία μέσω της αεροπορικής βάσης μας στο Ακτιο, της περιοδικής παρουσίας του πολεμικού μας ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα και γενικά με τις δυνάμεις με τις οποίες συνεισφέρουμε σαν μόνιμο μέλος του ΝΑΤΟ…»
Ψυχροπολεμικό σκηνικό με την Ελλάδα στη μέση
Η συνάντηση Μητσοτάκη – Πούτιν έγινε δύο ημέρες μετά την τηλεδιάσκεψη Μπάιντεν – Πούτιν για το θέμα της Ουκρανίας. Επομένως, ο πρόεδρος Πούτιν στην πρώτη συνάντησή του με ηγέτη κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., τον κ Μητσοτάκη, δεν άφησε καμία αμφιβολία δημοσίως ότι οποιαδήποτε κίνηση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, δηλαδή προς την Ουκρανία, «είναι απαράδεκτη» και θα αντιμετωπιστεί ως «θέμα ασφαλείας της Ρωσίας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ειρήνη της περιοχής και ενδεχομένως για όσους εμπλακούν ενεργά στις αμερικανικές κινήσεις (όπως η Ελλάδα με την Αλεξανδρούπολη).
Η Ρωσία «δικαιούται να εξασφαλίσει την ασφάλειά της, διότι ανησυχεί για προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, διότι τότε θα δημιουργηθούν βάσεις στην Ουκρανία. Θα ήταν εγκληματική αδράνεια να μην κάνουμε τίποτα» είπε ο Ρώσος πρόεδρος, δικαιολογώντας έτσι τη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, ως αποτρεπτικό παράγοντα, όπως θέλει να τις εμφανίζει ο ίδιος.
Έτσι ο κ. Μητσοτάκης στο Σότσι έγινε κι αυτός θεατής της αμερικανορωσικής σύγκρουσης, η οποία με την αντιρωσική εμμονή του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μπλίνκεν επαναφέρει νέο σκηνικό Ψυχρού Πολέμου, μέσα στο οποίο, λόγω της ενεργοποίησης της αμερικανικής βάσης της Αλεξανδρούπολης, η Ελλάδα έβαλε τον εαυτόν της στη δίνη του αμερικανορωσικού κυκλώνα.
Μπορεί ο πρόεδρος Μπάιντεν, μετά τη βιντεοκλήση του με τον πρόεδρο Πούτιν, να ανέφερε ότι ο ίδιος δεν θα στείλει Αμερικανούς στρατιώτες στην Ουκρανία, αλλά, αν η Ρωσία εισβάλει στη χώρα αυτή, τότε η Μόσχα θα αντιμετωπίσει «άνευ προηγούμενης έντασης οικονομικές κυρώσεις» – θέση που υποστηρίζει μανιωδώς ο ΥΠΕΞ Μπλίνκεν.
Φυσικά, η αμερικανική πλευρά αφήνει ανοιχτό το θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, τα ρωσικά αντίποινα θα δεχθούν εν πρώτοις όχι οι Αμερικανοί, αλλά ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση (και η Ελλάδα), αφού η Ευρώπη εξαρτάται κυρίως από την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου και των τιμών του.
Αρνήθηκε ο Πούτιν να πάρει θέση για την προκλητικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ετοίμασε τις βαλίτσες του για το Σότσι ποντάροντας στην παραδοσιακή «ιστορική γειτνίαση» των δύο χωρών. Γι’ αυτό και περίσσεψαν και από τις δύο πλευρές οι ιστορικές αναφορές στη ρωσική συνεισφορά στην Επανάσταση του ’21 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Όταν όμως ο κ. Μητσοτάκης επιχείρησε μια «σύγχρονη γειτνίαση» με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στα Ελληνοτουρκικά, εκεί «έφαγε πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο.
Ο κ. Μητσοτάκης βολιδοσκόπησε τον συνομιλητή του αν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει σε μια κοινή ελληνορωσική δήλωση για την στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.
Ο κ. Πούτιν, σύμφωνα με τις ίδιες διπλωματικές πηγές, παρατήρησε ότι συμφωνεί με τη γενική αρχή της επίκλησης και εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας σε επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος. Παρατήρησε όμως ότι η Ελλάδα, όταν επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, αποδέχεται αυτομάτως και τις σχετικές αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων – οι οποίες συνήθως «είναι σε βάρος της Ελλάδας», όπως πρόσθεσε.
«Εγώ σε διευκολύνω επικαλούμενος τις διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό είναι θέμα δικό σου» πρόσθεσε ο κ. Πούτιν.
Στη συνέντευξη Τύπου ο κ. Πούτιν περιορίστηκε σχεδόν μονολεκτικά να αναφέρει ότι «σημείο αναφοράς για όλες τις διαφορές είναι ο διάλογος (με την Τουρκία). Εμπόδιο για τέτοιο διάλογο εμείς δεν βλέπουμε, το έχουμε συζητήσει λεπτομερώς».
Ο κ. Μητσοτάκης δεν είχε παρά να συμφωνήσει ότι «οι διαφορές θα λυθούν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η διευθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου της Θάλασσας, η πρόσκλησή μας στην Τουρκία παραμένει ανοιχτή. Με κάθε τρόπο η Ελλάδα υπερασπίζεται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα».
Η θέση του Ρώσου προέδρου στα Ελληνοτουρκικά μπορεί να χαρακτηριστεί επιεικώς ουδέτερη, με άλλα λόγια η Μόσχα δεν πρόκειται να πάρει θέση υπέρ της Αθήνας για τα θέματα που εγείρει η Άγκυρα στο Αιγαίο.
Πάντως, ο κ. Πούτιν «στρογγύλεψε» κάπως τη ρωσική θέση σε σύγκριση με την τοποθέτηση του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2020. Ο κ. Λαβρόφ είχε τότε υποστηρίξει τη γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου στο δικαίωμα κάθε χώρας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ., «εκτός αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες». Επρόκειτο περί μίας δηλητηριώδους δήλωσης, διότι η επικράτηση των ειδικών συνθηκών έναντι της πιστής εφαρμογής του Δ. Δικαίου στην αιγιαλίτιδα ζώνη, οριοθέτηση ΑΟΖ κ.λπ. είναι ακριβώς η θέση της Τουρκίας, με την οποία ταυτίζεται η Μόσχα. Αυτή η τελευταία φράση του Λαβρόφ είχε εξαφανιστεί τότε από την ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να θριαμβολογήσει στιγμιαία για τη «ρωσική υποστήριξη των ελληνικών θέσεων», την οποία διέλυσε στο Σότσι ο ίδιος ο Πούτιν.
Ούτε για το Κυπριακό
Ομοίως η αναφορά στο Κυπριακό με επανάληψη των χιλιοειπωμένων θέσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας μόνον ως ρωσική τυπικότητα μπορεί να εκληφθεί, χωρίς καμία αναφορά στην παράνομη και απειλητική τουρκική παρουσία και δράση στην κυπριακή ΑΟΖ.
Με αυτή τη συμπεριφορά στα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου η Μόσχα δρα ως «επιτήδειος ουδέτερος» απέναντι στην Αθήνα, δηλαδή δρα επί της ουσίας υπέρ της συμμάχου της Άγκυρας, με τις πολύ σφιχτές σχέσεις μετά την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 από την Άγκυρα.
Αυτή η πώληση των ρωσικών πυραύλων στην Τουρκία, οι οποίοι «βλέπουν» ως πρώτο αντίπαλο την ελληνική Πολεμική Αεροπορία και μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί το αντίπαλο ισότιμο αμερικανικό σύστημα, στην ουσία διέλυσε τη ισορροπία στις ελληνορωσικές σχέσεις, η οποία πολύ δύσκολα θα αποκατασταθεί στα επίπεδα του παρελθόντος π.χ. στην εποχή της πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή. Και ως ένα σημείο δικαιολογεί τη μετατόπιση της Αθήνας προς την πλευρά των ΗΠΑ, όσο αυτές δεν πωλούν τα F-35 στην Άγκυρα και ρίχνουν το βάρος τους στην Ελλάδα.
Πούτιν: «Καταλάβετε τα λάθη σας»
Η κρυφή επιθυμία του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο όνομα της ιστορικής ελληνορωσικής φιλίας και της «αναβάθμισης» των διμερών σχέσεων ήταν να συναινέσει η Μόσχα στο ελληνικό αίτημα για μείωση των τιμών ρωσικού φυσικού αερίου που έρχεται στην Ελλάδα μέσα στην ενεργειακή κρίση.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν του έκανε τη χάρη και δεν συζήτησε μείωση τιμών. Επανέλαβε μόνον ότι η Ρωσία θα εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις της με εγγυημένες αδιάκοπες προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου με βάση τις υπογεγραμμένες συμφωνίες. Απέφυγε όμως οποιαδήποτε δέσμευση για ποσότητες και τιμές στις επόμενες συμφωνίες προμήθειας αερίου.
Έτσι, οι άλλοτε θερμές ελληνορωσικές σχέσεις κατέληξαν επί ημερών κυβέρνησης Ν.Δ. στο χαμηλότερο σημείο των τυπικών διμερών σχέσεων, με το ενδιαφέρον να περιορίζεται σε επιμέρους τομείς οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι η «κάτω βόλτα» των ελληνορωσικών σχέσεων ξεκίνησε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στην αρχή με την πλήρη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις οικονομικές κυρώσεις της Ε.Ε. στη Ρωσία και κυρίως με την εν θερμώ απέλαση Ρώσων διπλωματών από την Ελλάδα με την κατηγορία της κατασκοπίας σε βάρος της κατάληξης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Έτσι, δεν είναι αμελητέα η τελική φράση του Ρώσου προέδρου στον Έλληνα πρωθυπουργό: «Αξιολογήστε μόνος σας τη συνάντησή μας, μήπως και καταλάβετε τα λάθη σας».
Επί Καραμανλή το απόγειο των διμερών σχέσεων
Τον Δεκέμβριο του 2007, στη δεύτερη επίσκεψή του από το 2004 στη Μόσχα, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής σφράγιζε από κοινού με τον Πρόεδρο Πούτιν το απόγειο των ελληνορωσικών σχέσεων και της διμερούς συνεργασίας.
Η συνεργασία αυτή είχε σφραγιστεί στο πολιτικό, οικονομικό και αμυντικό επίπεδο.
«Αυτή η συνεργασία ενισχύεται σταθερά, με όλες τις προοπτικές διεύρυνσής της, μεταξύ των οποίων και της συμπαραγωγής οπλικών συστημάτων, συμβάλλοντας έτσι στην αναπτυξιακή προοπτική της Ελλάδας και της Ρωσίας» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο κ. Καραμανλής.
Οι συνομιλίες, πέραν της αγοράς ρωσικών οπλικών συστημάτων και τις προοπτικές ολοκλήρωσης του αγωγού ρωσικού πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης (ο οποίος δεν έγινε ποτέ ύστερα από αμερικανικές πιέσεις), είχαν και τις «κρυφές πλευρές τους», οι οποίες όμως δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας λόγω και των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Οι κ. Καραμανλής και Πούτιν, όπως είχε εκμυστηρευτεί ο πρώτος σε στενό κύκλο, τον Δεκέμβριο του 2007 είχαν προχωρήσει τις συζητήσεις τους για την παραχώρηση της νήσου Λήμνου ως βάσης στο ρωσικό πολεμικό ναυτικό.
Και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει ότι αυτό το «τολμηρό βήμα» θα μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα για την επίσημη ανακοίνωσή του. Φυσικά, το βήμα αυτό δεν έγινε ποτέ.
Αντ’ αυτού, τον Δεκέμβριο του 2021 ο νυν πρωθυπουργός της κυβέρνησης της Ν.Δ. βρέθηκε αντιμέτωπος με τη βαριά δυσφορία και την εχθρική στάση του Βλαντιμιρ Πούτιν για την αμερικανική βάση στην Αλεξανδρούπολη- ευθεία απειλή για τα ρωσικά συμφέροντα, όπως είπε ο Ρώσος πρόεδρος.